Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Εμφύλιος: Λεπτοκαρυά, απόηχος της μάχης του ‘48



     
Αφήγηση: Θανάσης Μπακάλης

                     Τα επακόλουθα της μάχης του 1948 (Λεπτοκαρυά) θυμίζει ο  Θανάσης Μπακάλης στη συνέντευξη της 24.8.2013:

      1. νάρκες

                     -Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη καταστροφή, μας περιορίσανε εντελώς για ένα χρόνο. Δεν έβγαινε κανένας έξω. Πείνα υπήρχε φοβερή, φοβερή πείνα, δουλειά δεν υπήρχε πουθενά, όλα καμένα, καμένη γη, που λέγαμε. Ο κόσμος ζούσε παίρνοντας άδειες. Ο πατέρας μου για να πάει να δουλέψει, έπρεπε να πάρει μια ομάδα στρατό και να ειδοποιεί κάθε Τετάρτη ότι την Πέμπτη θα είναι ο μύλος ανοιχτός, να φυλάγεται για να πάει ο κόσμος να βγάλει λίγο αλεύρι. Κι το ‘παιρνε ο κόσμος στον ώμο.  Στη Σκοτίνα δε μπορούσε να πάει ο κόσμος (για να αλέσει στους μύλους).
                     -Ο μύλος πού ήταν;
                     -Ο μύλος ήταν στη Ζλιάνα, εκεί πού είναι ο Ορφέας, πίσω από τον Ορφέα, στη νότια πλευρά. Ακριβώς εκεί που είναι τα αρχαία. Είχε πολύ νερό, το φέρνανε από την Καρυά, χειμώνα-καλοκαίρι, το φέρνανε από την Καρυά με κανάλι. Και ο πατέρας μου φοβότανε, γιατί σ’ αυτές τις τοποθεσίες πάντοτε οι αντάρτες πήγαιναν και τοποθετούσαν βόμβες. Και να πάει ο άλλος και να σκοτωθεί. Και πήγαινε πρώτα ο στρατός με ένα μαραφέτ’ εκεί πέρα για να κοιτάξουν αν έχει βλήματα και μετά λέγανε «ανοίξετε το μύλο να μπείτε μέσα».
                     -Θυμάσαι τον Γρηγόρη Μπιλιάγκα, θύμα νάρκας;
                     -Ο Μπιλιάγκας ήταν βοηθός σε ένα καΐκι, το οποίο από δω πήγαινε Κατερίνη μέσω θαλάσσης. Και τους είχαν βάλει νάρκα στο καΐκι κα μόλις πήγαν εκεί για να ταξιδέψουν, προτού μπούνε μέσα, κάποιος πάτησε τη νάρκα, η βάρκα ανατινάχτηκε, του κόψανε τα ποδάρια, όχι μόνο ο Μπιλιάγκας. Και ο Πατούνας ο μπάρμπα Βαγγέλης Αγγέλης είχε τραυματιστεί, κόπηκε το πόδι του και καναδυό Λεπτοκαρίτες τραυματίστηκαν και δεν τους πέταξαν τόσο τα βλήματα, όσο τα ξύλα της βάρκας. Και δε μπορούσες να πας πουθενά. Μας βάζανε στο δρόμο αργότερα το ’48 μέχρι το ’49 -τον Αύγουστο τελείωσε ο πόλεμος- μας βάζανε στο δρόμο να κατεβαίνουμε από Λεπτοκαρυά μέχρι εδώ στο τρένο να κοιτούμε το δρόμο αν δούμε κανένα άνθρωπο παράξενο να πούμε τι ήταν αυτός, τι έκανε στο δρόμο.
                     -Ποιος σας έβαζε;
                     -Ο στρατός βάζανε τα παιδιά. Είχαν βάλει και τον πατέρα μου κάποτε.
                     -Δηλαδή, κάνατε ανίχνευση στο δρόμο.
                     -Ναι. Και έλεγαν «θα πάτε στο δρόμο αυτό, εσύ θα πας από δω μέχρι εκεί. Αν δείτε άνθρωπο και δεν τον γνωρίζετε, που δεν είναι Λεπτοκαρίτης, να δείτε τι κάνουν στο δρόμο», γιατί βάζανε πολλές νάρκες. Είχαν βάλει τον πατέρα μου. Ο πατέρας είχε το μύλο. Δε μπορούσε να πάει και λέει: «θα πάει το παιδί». Άμα δεν ξέρει θα πάω να ειδοποιήσω τον από κάτω, τον επόμενο που ήμασταν φύλακες σ’ αυτόν τον δρόμο.
     
      2. ο τραυματίας

                     Εντωμεταξύ, θυμάμαι, ήταν Νοέμβριος του ’48 μετά τη μάχη αυτή. Ο πατέρας μου πήγε στη χωροφυλακή και είπε να πάει στο μύλο το παιδί. Είπαν αυτοί «ξέρει το παιδί»; «Ξέρει, γνωρίζει». Με βάλανε εμένα, πήγα εγώ, παίρνω ένα άλλο παιδί πάλι, το Λύρα για να πάμε το μισό δρόμο εγώ, το μισό δρόμο αυτός. Κων/νος Λύρας, ζει ακόμα. Μου λέγει: «Εσύ θα φυλάγεις μέχρι εκεί, εγώ θα κατέβαινα από δω, θα ανταμωνόμαστε, θα ξαναγυρίζουμε πάλι και θα τα λέμε αν βλέπαμε κανέναν. Αυτός ήταν 7-8 χρόνια μεγαλύτερος από μένα και μου λέει: «Άσε, δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα, πάρε μια κλάρα -είχε πολλούς κοσιαβαίους (κοτσίφια). Μόλις θα τινάζεις τη βατσινιά μέσα, ξέρω γω, κι εγώ με μια κλάρα θα τον σκοτώνουμε. Όντως έτσι κάναμε και είχε πολύ κοτσίφι. Χτυπούσαμε με κλάρα. Πάω εκεί δίπλα στο δρόμο που ήταν μια βατσινιά, μια πατλιά, κοιτάω, βλέπω μέσα ήταν ένα κουβάρι. Άνθρωπος τραυματισμένος -μου σηκώθηκε η τρίχα τώρα- «ω! μου λέει, τι είναι αυτό!», «δεν ξέρω», τον βλέπω εκεί όλο αίματα, το πόδι του εδώ πέρα, το πρόσωπο. Μέσ’ στη βατσινιά, ναι. Φεύγουμε από κει, κατεβαίνουμε στο Σταθμό (σιδηροδρομικό), ήταν οι μάυδες όλοι.
                     -Τον τραυματισμένο τον αφήσατε;
                     -Τον αφήσαμε εκεί και κατεβαίνουμε εδώ κάτω, λέμε: «Βρήκαμε αυτό κι αυτό στο τάδε σημείο, δίπλα στη βατσινιά, σ’ αυτήν την πατλιά είναι κάποιος άνθρωπος κρυμμένος». Είδαμε όλο αίματα, αλλά και το πόδι του πρέπει να το είχε σκοτωμένο. «Το είδατε καλά;», «καλά». Φέρει μια ομάδα από κει μαζί με μας με τα παιδιά, πάμε εκεί (πού είναι το γήπεδο τώρα της επάνω Λεπτοκαρυάς), το δείχνουμε την πατλιά. Μόλις τον είδαν αυτοί, ένας Λεπτοκαρίτης τον γνώρισε, ήταν από το Λιτόχωρο. Αυτός ήταν σύνδεσμος μεταξύ Παντελεήμονα και Λιτοχώρου, κατάλαβες; Επειδή αυτός, τον τραυμάτισε κάποιος, το παιδί ήταν μέρες εκεί, δε μπορούσε να κουνηθεί. Ήταν αντάρτης αυτός, τους αντάρτες υπηρετούσε και έμεινε εκεί. Είχε αδυνατίσει, δε μπορούσε να περπατήσει και λεγότανε Τριανταφύλλου. Λοιπόν, παν εκεί στη βρύση και τον αρχίζουν, τον ρίχνουν μέσα στο νερό. Ένας: «ε, λέει, τι το κάνετε», βγάζει ένα πιστόλι, «μπαμ, μπαμ, μπαμ», τον σκότωσε.
                     -Αλήθεια;
                     -Βέβαια. Φεύγουμε τροχάδην. Ναι, τον σκοτώνει, από λες, τον αφήνει. Έρχονται και τον παίρνουν ξανά, τον πήραν, φύγαμε εμείς. Πήγαμε στο χωριό εμείς, μας καλούν. Εγώ είχα χάσει τα πάντα, δεν ήξερα τι έλεγα. Εγώ, μόλις τον είδα σκοτωμένο, τα ‘χασα. Δεν ήξερα…Λέω στον πατέρα «δεν πάω άλλη φορά».
                     -Ο τραυματίας θέλει σέβας.
                     -Όποιος και να ‘ναι, και από τη μια πλευρά και από την άλλη. Εκ των υστέρων έμαθα ότι τον Τριανταφύλλου τον παίρνουν από δω και τον πετάζουν μέσ’ στο Μαυρονέρι. Ήρθαν κάποτε από το Λιτόχωρο κάτι συγγενείς του να μας ρωτήσουν και δε μ’ άφηνε ο πατέρας να πάω. Τους έλεγε ο πατέρας: «το παιδί δεν είναι εδώ, δεν είναι εδώ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου