Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Αναμνήςεις; τα κάρβουνα.






Ευάγγελος Γερομιχαλός
(1900-1988)

Τα ξυλοκάρβουνα ή, γενικά, τα κάρβουνα στον Κάτω Όλυμπο, αποτελούν ένα μέρος  απασχόλησης (σήμερα μερικώς) των κατοίκων  ορεινών χωριών της περιοχής. Παλιότερα, οι πιο γνωστές τοποθεσίες της Σκοτίνας -στον τομέα που αναφερόμαστε- ήταν οι "Κφάλες" (στα βόρεια της Άνω Σκοτίνας, τα "Τρία ναβρικά"- "Μπιζινιά"- (βορειοδυτικά) και "Πρίπουρας" (στα νότια).
Για την προετοιμασία, τη διαδικασία, το φτιάξιμο του κάρβουνου, μας δίνει η παρακάτω γλαφυρή περιγραφή του Βαγγέλη Γερομιχαλού (1980).

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Του χουργιό του θκό μας είνι τρύπχιου απού καμίνια. Όπ' να πας ήγλιπις βλάχ' να φκιάν' καμίνια. Μαζών' ξύλα χλουρά. Όλου χλουρά. Στιγνά μόνου προυσάναμμα. Μαζών' καναδυό χιλιάδις ουκάδις ξύλα. Φκιάν' λίγου λακκούβα κι αρχινούν απού 'κεί να τιριάζν κι να ντανιάζν μι τρόπου μέσα. Γένουντι απάν'. Ύστιρα μαζών' φλάδ'. Δηλαδή φύλλα μι χώμα μαζί. Τα φύλλα που μαζώνουντι γίνουντι κουπριά. Χουνεύν αυτά μέσα κι του δάσους έχ' μιά πθαμή πάχους απού φλάδ'. Φλάδ' ίσουν κουπριά, να. Ρίχν κλουνάργια χλουρά απού κάτ' κι ουξυές παναθιό στα ξύλα. Κι παναθιό σι κείνα τα χλουρά ρίχν τ' φλάδ' αυτήν. Ντγιό πθαμές, τρεις πθαμές. Να μη βγάζ'  καπνόν όξου. Να μή καπνίζ' του καμίν' καθόλου. Είντζ καταπάν ικεί. Να μη σπάσ' του καμίν' πθινά. Του δίν' φουτιά 'που κάτ' -έχν πόρτα 'που κάτ'- μι στιγνά ξύλα, ώσπου παίρ', καμινιάζ' μέσα κι του κλουν απού δω. Βράζν μέσα αυτά, καίν' μέσα. Όλους ου καπνός μέσα. Άμα τρυπήζν πθινά, μι του φκιάρ' ρίχν’ χώμα. Πατμένου χώμα. Βράζν τα ξύλα. Γίνουντι κάρβνα. Βράζν μέσα μι μ' μπύρα. Ξέρν οι καρβνάδις. Μια βδουμάδα φλάχν' νύχτα, μέρα. Μι νούμιρα. Σ' ένα μέρους να σπάσ' μιά τρύπα, πάει, χάθκαν. Πάει του καλύβ'.
         Ικείνα τα κάρβνα, τα ουξύσια, λέγουντι μαγκανίσια. Ιτούτα, τα θκά μας, που έφκιαναν οι Κουκραναίοι -φκιάν κι τώρα- κι τα πλούσαν σ' τς σιδηράδις, λέγουντι γυφτουκάρβνα  (καστανίσια). Μι κείνα τα μαγκανίσια πιθαίντζ άμα τα βάλς αχώνιφτα στου μαγκάλ'. Είνι κρυμμένους ι άνθρακας ι ουξύσιους.
         Ιμείς, ιδώ σ' ν' Ιπιμιλητεία θα πιθαίναμι ουχτώ νουματοί, τότι που ήμασταν στρατιώτις. Του χώνιβάμι του μαγκάλ’ κάθι βράδ'. Τα 'φναμι όξου να καμινιάζν ούλα τα κάρβνα. Σκώνιτι, απ' λες, ένα βλαχούλ' νύχτα κι μας ρίχν' κάρβνα μέσα. Του '22. Μας ρίχτ' κάρβνα  κι σφαλνάει μπόρτα. Πι! . . Μας έρχιτι μιά ζάλ', μαυρή μέσα, χαμός. Γιατί ικείνους ι άνθρακας ήρθι κι ντουμάνιασι η κάμαρ' ούλ' μέσα. Ε! Άλλ' έβγαζαν αφρές καταή, άλλ' δεν ήγλιπαν πού πάηναν. Για πιθαμόν.
         Πουλλές οικουγένιις στου χουργιό μας έφκιαναν κάρβνα. Πάηνις μέσ' στα κασταναργιά, ήβρισκις μιά καστανιά στιγνή, νέ 'ρχνις καταή, τ' λιάντζις, νέφκιανις πηλικούδια κι άναβις τ' φουτιά. Έφκιανις τα γυφτουκάρβνα. Καμίνια ήγλιπις ένα σουρό. Τί Κφάλις, τί Κτσιούκια, τί Στρουγγλές, τι Πρίπουρας.
         Οι βλάχ' μι τα μπλάργια κατέβαζαν κάθι μέρα τα κάρβνα ζ μπαραλία. Αυτοί μι τς οικουγένις τους νοίκιαζαν στου χουργιό. Κάθουνταν στουν απάν' του μαχαλά κι έφιρναν νιρό απού τα πλατανούλια. Απ' τζ  βλάχ' αφνούς η  βρύσ' λέγιτι Βλαχάτ'. -

      ΚΟΙΝΗ: Το δικό μας το χωριό είναι σημαδεμένο από καμίνια. Όπου κι αν πήγαινες, έβλεπες βλάχους να φτιάχνουν καμίνια. Να μαζεύουν ξύλα χλωρά. Όλα χλωρά. Στεγνά μόνο για προσάναμμα. Συγκεντρώνουν κάπου δυο χιλιάδες οκάδες ξύλα. Σκάβουν και κάνουν στην αρχή μια λακκούβα κι ύστερα αρχίζουν να ταιριάζουν μέσα-έξω ξύλα σχηματίζοντας ντάνες. Πελώριες ντάνες. Στη συνέχεια μαζεύουν φλάδη. Δηλαδή μίγμα από φύλλα και χώμα. Γνωρίζουμε πώς τα φύλλα συγκεντρώνονται, χωνεύονται και γίνονται κοπριά με μια πιθαμή πάχος. Κοντολογής, φλάδη ίσον κοπριά, πώς να στο πω. Ρίχνουν, λοιπόν, χλωρά ξύλα από κάτω και πάνω στα ξύλα κλωνάρια από οξυές. Πάνω στα κλωνάρια ρίχνουν αυτή τη φλάδη (φυλλόχωμα) σε πάχος δυο ή τρεις πιθαμές. Κι αυτό, για να μη χάνει από πουθενά το καμίνι και βγάζει καπνό. Προσέχουν πολύ. Όλοι στο πόδι, μήπως και το καμίνι σπάσει πουθενά. Ανάβουν το καμίνι από κάτω -υπάρχει πόρτα από κάτω- με ξύλα στεγνά. Σιγά- σιγά ανάβει, καμινιάζει αυτό και κλείνουν την πόρτα. Αυτά καίνε, βράζουν μέσα. Όλος ο καπνός μέσα. Σε περίπτωση που τρυπήσουν κάπου, ξαναρίχνουν χώμα με το φτυάρι. Πατημένο, πεπιεσμένο χώμα. Βράζουν τα ξύλα, γίνονται κάρβουνα. Βράζουν με την πύρα της φωτιάς. Τα ξέρουν αυτά οι καρβουνιάρηδες. Και φυλάγουν εκεί μια βδομάδα, νύχτα μέρα. Με βάρδιες. Αλίμονό τους, αν κάπου σπάσει τρύπα. Χάθηκαν. Πάει το σπίτι.
         Τα κάρβουνα εκείνα, τα οποία προέρχονται από ξύλα οξυάς, λέγονται μαγκανίσια. Ενώ τα δικά μας, τα οποία έφκιαναν -και φτιάχνουν οι Κοκραναίοι (όχι οι βλάχοι, αλλά η οικογένεια Κοκράνη)- και τα οποία πωλούσαν στους σιδηρουργούς, λέγονται γυφτοκάρβουνα (είναι από καστανιά). Τα μαγκανίσια κάρβουνα, αν παραμείνουν αχώνευτα στο μαγκάλι, προκαλούν το θάνατο. Γιατί ο άνθρακας της     οξυάς είναι δεσμευμένος στα κάρβουνα αυτά.
Τον καιρό που υπηρετούσα στρατιώτης στην Επιμελητεία της Θεσσαλονίκης, θα πεθαίναμε παρά τρίχα οχτώ άτομα. Καταρχήν, το μαγκάλι κάθε βράδυ φροντίζαμε να μην έχει αχώνευτα κάρβουνα. Έπρεπε να καούν καλά έξω από το θάλαμο. Κάποια νύχτα, όμως, τι έγινε; Ένας στρατιώτης (βλάχος) σηκώνεται και ρίχνει κρυφά κάρβουνα μέσ' στο μαγκάλι. Θυμάμαι καλά. Ήταν το 1922. Μας ρίχνει, που λες, κάρβουνα και κλείνει την πόρτα. Αμάν! Τι πάθαμε! Μας έρχεται μια ζάλη, μια μαυρίλα, χαμός. Σηκώθηκαν αναθυμιάσεις και ντουμάνιασε όλος ο θάλαμος. Το αποτέλεσμα; Άλλοι πέσανε κάτω βγάζοντας αφρούς, άλλοι δε βλέπανε πού πήγαιναν. Ήταν για πεθαμό.
         Πολλές οικογένειες στο χωριό μας ασχολούνταν με τα κάρβουνα. Και δεν ήταν δύσκολο. Πήγαινες, φερειπείν, στους τόπους που υπήρχαν καστανιές, επισήμαινες μια στεγνή καστανιά, την έριχνες κάτω, την κλάριζες, έφτιαχνες πελεκούδια και άναβες τη φωτιά. Έτσι ετοίμαζες τα γυφτοκάρβουνα. Καμίνια παρατηρούσες σε διάφορα μέρη, όπως στις Κουφάλες, στο Κτσιούκι, στη Στρογγλή, στον Πρίπουρα.
         Οι βλάχοι με τα μουλάρια κάθε μέρα κατέβαζαν τα κάρβουνα στο γιαλό. Αυτοί μένανε με τις οικογένειές τους στην Άνω Σκοτίνα και συγκεκριμένα στην επάνω γειτονιά. Νερό προμηθεύονταν από την πηγή που βρίσκεται στα πλατανούλια. Απ' αυτούς τους βλάχους η βρύση ονομάστηκε Βλαχάτη.

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ:

Κφάλις (οι), κουφάλες, τοπων. προς β. της Άνω Σκοτίνας, από τις πολλές κουφάλες μέσα στο απέραντο κασταναριό. Κτσιούκ' (το), πευκόφυτος και καστανόφυτος τόπος προς δυσμάς. Το όνομα το πήρε από τον Κατσκιόγιαννο. Φαίνεται, πως κάποιος Γιάννης έκλεψε στο μέρος εκείνο μια γίδα-κατσίκα (κατσικόγιαννος), «του τζάκουσαν να κλέβ' γίδις, κατσίκις κι τουν έβγαλαν  Κατσκόγιαννουν. Κι απού 'κεί του Κτσιούκ', πιριβόλ'" (Διονύσης Στύλος-Τσιακμάκης). Πρίπουρας (ο), τοπων. νδ. του χωριού. Ίσιωμα-πλάτωμα με πολλές καστανιές (Καλιαμπάτκα-Νταμπλιάτκα). Ίσως το όνομα από τον πρίπουρα (= πικρό χνούδι στα κάστανα), "δε ντρώου ιγώ κάστανα μι πρίπουραν. Θέλου αμπουλιαζμένα (= μπολιασμένα)". Στρουγκλή (η), τοπων. προς δ. του χωριού. Από τη στρούγκα, "τα καλουκαίρια ικεί έκαμαν πουλλές στρούγκις, μαντριά" (Ιω. Δήμος). Δεν αποκλείουμε (προσωπική) άποψη, κατά την οποία το στρόγγυλο των κορυφογραμμών του τοπίου δικαιολογεί την ονομασία αυτή.  Τρία ναβρικά (τα), τρεις πηγές προς τα δυτικά. Εκεί κρυφτήκαμε τον Απρίλη του 1941, όταν οι Γερμανοί ανηφόριζαν προς Καλλιπεύκη.

(από το βιβλίο Ιω. Α. Καλιαμπού «Λαϊκή παράδοση στον Κάτω Όλυμπο, τεύχος δ’ «απ’ ν’ απαλνή  -ΣΚΟΤΙΝΑ- σ’ ν’ ακατνή», σειρά: ιστορίες γερόντων).                                                                                          

Γονείς του Βαγγέλη: Θανάσης, σύζυγος Καλούδα Μπιλιάγκα.
Αδέρφια του Βαγγέλη:

1. ΛιόλιαςΓεώργιος, σύζυγος. α. Τασιούλα Ντριάνη, β. Ελένη Ντριάνη  (τέκνα με τη β΄σ.).
2. Βαγγέλης, σ. ΄Ολγα Καλιαμπίνινα (κόρη Ιω. Καλιαμπού)
3. Απόστολος, σ. Ουρανία Αστερίου Μάνου
4. Διονύσης, σ. α. ΄Ολγα ντ’ Γόλ’–Πινακά, β. Σταματούλα -Νιζιρός (τέκνα από β. σ)
5. Ιωάννης, σ. Μπουλιώ Χρ. Στύλου
6. Βασίλης, σ. Ολυμπία τς Ασπασίας Ιω. Κουμουρτζή
7. Όλγα, σ. Λεωνίδας Συντριβάνης
8. Καλλιόπα, σ. Θωμάς Καρκαφίρης-Τσιούρβας-, «εισαγγελέας» (έλεγε πολλά στον «Πλάτανο»=πλατεία Άνω Σκοτίνας).
9. Μαρία, σ. Θωμάς Πινακάς-«μπέης»
10. Ευδοξία, σ. Μανόλης Παπαγεωργίου με το κλαρίνο
11. Μαρία, πέθανε στα 18 το 1918
12. Δημήτριος, σ. Ουρανία Τσινιάνη.  Ο Δημήτριος πέθανε στρατιώτης στα 22 το 1928. Η Ουρανία ξαναπαντρεύτηκε το Βαγγέλη Μητό

ΕΙΚΟΝΕΣ

Αθανάσιος Γερομιχαλός (1865-1940) και 
σύζυγος Καλούδα Μπιλιάγκα (-1955;)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου