Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

ΕΜΦΥΛΙΟΣ: ο «Κατσαπλιάς»


 
ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΖΩΗ ΣΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ

          Στη συνέχεια ο «Κατσαπλιάς» αναπολεί περιπέτειες που διαδραματίστηκαν σε γνωστούς τόπους του Κάτω Ολύμπου στη διάρκεια του Εμφυλίου.

ΙΔΙΩΜΑ: α. το φέρετρο. 

Απού ‘κεί μι παίρν’, τρώμι μιά φασλάδα σ’ ντχιά Γκαλούδα ντ Γραβάνινα. Μέσ’ στου Παντλέμηνου. Ψόφσα απ’ μπείνα. Του προυΐ έρχιτι ι μπάρμπα ‘Πουστόλς ι Γαλάντζ. Λέ’:   «Πιδιά, θα πάτι τώρα πάν».
Κι μας παίρν απού ‘κεί, του προυΐ πάμι απάν στ’ Κατή, βρήκαμι σκουπιές. Μας κατιβάζν στουν Αγιάν’. Μας έβαναν, έσκαβάμι για να παραχών τα κιφάλια, τζ μπζούκις. Απ’ τα γίδια από κουβαν. Μας έβαναν, στουμπούσαμι μπαρούτχια, να φκιάν νάρκις.
          Μια μέρα, ήφιραν άναν αντάρτ’ απ’ Μπούρλια, που σκουτώθκι. Πάμι ιγώ κι άλλ’ τζιουμανοί να βγάλουμι σανίδια να του γκάνουμι                                                                                                                                                                                                                                                                                                     σιντούκ’. Φέρετρο. Ικεί βλέπου του Νιζιρό. «Ωρέ, καλά είμιστι».

β. εκπαίδευση

          Αρχίντζαν μας παίδιβαν (εκπαίδευαν). ΄Εβανι του ένα του «πουλυβόλου «κο κο κο», προυχουρούσι τ’ άλλου «κο κο κο». Φτάνουμι στα είκουσ’ μέτρα: «Αέραααα»!
          Του πήραμι του βουνό. Σ’ τς σκουπιά μας έκαναν μι πραγματικά πυρά. Στ’ σκουπιά:
-Αλτ, τι είσι;
          -Αντάρτς.
          -Προυχώρα.
          ΄Εφτανι στα είκουσ’ μέτρα: «Του παρασύνθημα».
          Μι του «παρασύνθημα», κουλτούμπα ικείνους. «Κρρρρρρρ» μι τ’ αυτόματου. Στ’ Στρουγκλή μας διάβαζαν: «σήμιρα έχουμι διλτίου, τς έχουμι μέσ’ σ’ τς πόλεις, τς έμασάμι κουβάρ’».

γ. κορόμηλα

Μια μέρα ακού’: "΄Ερχιτι στρατός".
Πιριπέτεια τρανή. Ήταν νύχτα κι μας κατιβάζν ιδώ στου Μπεύκου χαμπλά, στα Καβακούλια, (απ’ τ’ Θουμα τ’ Μάν’ τη βρύσ’ πιο πάν’). Ήμασταν καμιά τριανταριά ικεί πέρα. Μας έβαλαν, έφαγάμι ψουμί. ΄Εκατσάμι καναδυο τρεις μέρις.
          -Τώρα, λέει, ποιος ξέρ’ που έχ’ κουρόμπλα, καλές κουρουμπλές σ’ ν’ απαλνή τ’ Σκουτινα;
          -Ιγώ, λέου, ξέρου. ΄Αλλ’ μια μανιά ‘π’ του Νιζιρό, Φώτου ν’ ήλιγαν, Κουκράνινα.
          Μαζεύουμι, που λες, κι πάμι σιαπάν’ κι τς έδουκάμι ούλ’ απού μια καραβάνα κουρόμπλα.
          -Από πού πήρατε κορόμηλα.
          -Απ’ τ’ παπά Βασίλ’ κι απ’ άλλις κουρουμπλές. Κι έφυγάμι σιαπάν.
          -Δε μου λες. Για κορόμηλα πήγες μόνος ή κι άλλοι μαζί;
          -Κι άλλ’, αρά. Καμιά δικαπινταριά άτουμα. Οι αντάρτις μ’ είχαν μι του τφέκ’. Του βράδ’ έψηναν. Κι μας είχαν δυο στου καζάν’ κι δυο στ’ σούβλα. Ψητά, να φαν τριάντα νουματοί. Ικεί μας έβλιπαν πού κατρούσαμι...Λέου:
          -Θά πάνου κι ‘γώ.
          -Δε θα πας, μι λέ’.
          Δε μ’ άφνι ένας Παντλιμουνίτς, δε γξέρου πώς λέγιτι, του γκιαρατά. Γιατί κι ιγώ έψνα λίγου σκώτ’, στ’ σούβλα.

ΚΟΙΝΗ: α. φέρετρο. Με παίρνουν από εκεί. Πρώτα τρώμε μια φασολάδα στη θεία μου την Καλούδα Γραβάνινα. Μέσα στον Παντελεήμονα. Πέθανα από την πείνα. Το πρωί καταφτάνει εκεί ο Αποστόλης ο Γαλάνης. Λέει αυτός: «Παιδιά, πηγαίνετε τώρα εσείς προς τα επάνω».
Μας παίρνουν από 'κεί, το πρωί φτάνουμε στην Κατή. Στην Κατή πέσαμε μπροστά σε σκοπιές. Από την Κατή μας κατεβάζουν στον Αγιάννη. Μας υποχρέωσαν να σκάβουμε λάκκους και να παραχώνουμε τα κεφάλια, κοιλιές. Δηλαδή από τα σφαγμένα γίδια. Μας υποχρέωναν να στουμπίζουμε μπαρούτια για να κατασκευάζουν νάρκες.
          Μια μέρα φέρανε έναν αντάρτη από τους Πόρους, ο οποίος σκοτώθηκε εκεί. Εμείς οι βοσκοί φροντίσαμε να κατασκευάσουμε ξύλινο φέρετρο με σανίδια, που θα τα φέρναμε από άλλο σημείο, φέρετρο. Πέρα αγναντεύω την Καλλιπεύκη. «Μωρέ, καλά είμαστε εδώ», σκέφτηκα.

β. εκπαίδευση

          Αρχίσανε να μας εκπαιδεύουν. Έριχνε το ένα πολυβόλο «κο, κο, κο». Προχωρούσε το άλλο πολυβόλο: «κο, κο, κο». Μόλις φτάσαμε στα είκοσι μέτρα, ακούμε: «Αέραααα»!
          Καταλάβαμε το βουνό. Όταν πλησιάσαμε το σκοπό, έβαλε πραγματικά πυρά. Μαθαίναμε τα της σκοπιάς:
          -Αλτ, τις ει.
          -Αντάρτης.
          -Προχώρησε.
          Πλησίαζε τα είκοσι μέτρα:
          -Το παρασύνθημα.
          Με το «παρασύνθημα» κουλουτούμπα εκείνος. «Κρρρρρ» με το αυτόματο.
 Στη Στρογκλή μας ανακοίνωναν: «Σήμερα έχουμε δελτίο: τους κρατάμε μέσα στις πόλεις, τους φέραμε σε κλοιό, κουβάρι».

γ. κορόμηλα

          Μια μέρα ακούω: «Έρχεται στρατός».
          Μεγάλη περιπέτεια! Ήταν νύχτα και οι αντάρτες μας κατεβάζουν  εδώ στα χαμηλά, στον «Πεύκο», στα Καβακούλια (από τη βρύση του Θωμά Μάνου πιο πάνω). Εκεί πέρα συμμαζευτήκαμε καμιά δεκαπενταριά. Μας ετοίμασαν φαγητό, φάγαμε. Εκεί καθίσαμε γύρω στις 2-3 μέρες.
          -Τώρα, λέει ο αρχηγός, ποιος από σας γνωρίζει τοποθεσία στην άνω Σκοτινα που να υπάρχουν κορόμηλα; καλές κορομηλιές;
          -Εγώ, λέω, ξέρω. Επίσης προθυμοποιήθηκε για κορόμηλα μια γιαγιά από την Καλλιπεύκη. Τη λέγανε Φώτω Κουκράνινα.
          Μαζεύουμε, που λες, κορόμηλα και πάμε πάνω και μοιράζουμε σε όλους από μια καραβάνα τον ένα. Φάγαμε.
          -Από πού πήρατε κορόμηλα;
          -Από του παπά Βασίλη Παπαζιώγα και από άλλες κορομηλιές. Και πήραμε το δρόμο προς τα πάνω.
          -Δε μου λες. Για κορόμηλα πήγες μόνος σου ή και άλλοι μαζί;
          -Μωρέ, και άλλοι μαζί. Ήμασταν καμιά δεκαπενταριά άτομα. Οι αντάρτες καιροφυλαχτούσαν με το ντουφέκι στο χέρι. Το βράδυ ψήνανε. Μας αγγάρεψαν εμάς. Δυο στο καζάνι και δυο στη σούβλα. Ψητά τόσα πολλά, για να φάνε τριάντα άτομα. Μας βλέπανε και τη στιγμή που κατουρούσαμε. Ζήτησα και εγώ:
-Θα πάω κι εγώ για κατούρημα.
-Δε θα πας, μου λέει.
          Δε μου επέτρεψε να πάω για κατούρημα ένας Παντελεημονίτης. Δε θυμάμαι το όνομά του, τον κερατά. Έτυχε κι εγώ να ψήνω στη σούβλα λίγο συκώτι εκείνη την ώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου