Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

αναμνήσεις: υπόδηση





Τα τσαρούχια

          Από τις αναμνήσεις του Θανάση Α. Γερομιχαλού (1929-2012), καταχωρώ αυτήν που αναφέρεται στον τρόπο υπόδησης στα χρόνια της προπολεμικής περιόδου. Η συνέντευξη δόθηκε το καλοκαίρι του 2003. Στα παλιά χρόνια ο κόσμος δυσκολεύονταν να αγοράσει παπούτσια*. Για υπόδηση χρησιμοποιούσε τσαρούχια, των οποίων η  κατασκευή απαιτούσε ειδική τεχνοτροπία και προσωπική φαντασία. Η παρακάτω κουβέντα δίνει κατατοπιστική διευκρίνιση..

Ο Θανάσης αφηγγείται:

   
       Ι παππούς ι Μήτρους ι Μπλέτσιους έφκιανι τσαρούχια. Απού κάτ’ ήταν σανίδ’ κι απού πάν πιτσί μι τα καρφιά. Απού δώ πήγινις στ’ Τσιούρβα του σπίτ’ τρουχάδην. Γλιστρούσαν, είχαν ξύλου απού κάτ’, σανίδ’ κι απάν έχν’ λίγου πιτσί. ΄Εβανι τα πουδάγια τ’ λίγου μέσα, κρατχιούνταν. Τάκα τούκα, τάκα τούκα, πώς έκαναν οι γυναίκις τα πατίκια, τα τσόκαρα. Κι πιρδικλώνουνταν. ΄Εφκιανι ι Κουρκόβιλους μια φουρά ιδώ σιαπέρα στου μπατζιανάκη μ’ κι είχι ούλου αρμάν’ ικεί πέρα κι ούλου ρίζις κι πιρδικλώνουνταν.          [Ο παππούς ο Μήτρος Βλέτσης κατασκεύαζε τσαρούχια. Στην κάτω πλευρά έβαζε σανίδι και στην επάνω πλευρά πετσί με καρφιά. Μπορούσες να τρέξεις κα να πας από εδώ μέχρι το σπίτι του Τσιούρβα (Καρκαφίρη). Γλιστρούσαν, είχαν ξύλο από κάτω, σανίδια από πάνω μαζί με λίγο δέρμα-πετσί. Έχωνε τα ποδάρια του για λίγο μέσα στα τσαρούχια και στηρίζονταν καλά. Τάκα τούκα, τάκα τούκα, πώς βαδίζανε οι γυναίκες με τα πατίκια, τα τσόκαρα. Και μπερδεύονταν τα πόδια. Ο Κορκόβιλος έφτιαξε κάποτε τέτοια τσαρούχια στον μπατζιανάκη μου. Εκεί πέρα, όμως, υπήρχαν πολλά αρμάνια, και ανάμεσα στις ρίζες από τα χαμόκλαδα μπερδεύονταν τα πόδια του με αυτά τα τσαρούχια].
          -Ποιος τα φορούσε;
          -Ι παππούς ι Μήτρους, αυτός τα φουρούσι. ΄Ηταν πατσέντα δικιά τ’ αυτή. Σι λέ’ τώρα πού να τα βρεί. Ήθιλι να πας ζ Γκατιρίν’ να τ’ αγουρά’ ις  τουμάρ’. Του τουμάρ’ από ‘φκιανάμι απ’ τα γρούνια δεν έφτανι. ΄Εβανι απού πίσου, απού παναθέ λίγου παλιπάπτσου καρφουμένου μι τα καρφιά κι απού κάτ’ του σανίδ’. ΄Εβανι του πόδ’ μέσα κι πάηνι πάπα πούπα, πάπα πούπα. Τα καρφιά ήταν δίπλα απ’ του σανίδ’. Απού κάτ’ αντί για τουμάρ’ είχι σανίδ’. Γιατί του τουμάρ’ κρατούσι μια μέρα του μαλλί κι μια μέρα...έβγηναν οι φτέρνις όξου κι ν’ άλ’ έβγηναν κι οι νουζίτσις κι άμα έπιρνι βρουχή, η μύτ’ πάηνι στ’ φτέρνα κι δε συμμαζέβιτι. Τα καλύτιρα τσαρούχια ήταν τα βουβαλνά. ΄Ηταν κι ακριβά. Είχαν μσό πόντουν πάχους. Σκληρό τουμάρ’ του βουβαλνό. Είδις που λέν: «Κι του βουβάλ’ κι να ψουφήσ’ η πιτσιά τ’ αξίζ’». Του τουμάρ’, δηλαδή, αξίζ’ γιατί έβγαζις από ‘να βουβάλ’ μσή Σκουτίνα τσαρούχια. [Ο παππούς ο Μήτρος. Αυτός τα φορούσε. Ήταν δικός του σχεδιασμός-πατρόν. Σου λέει, "δεν υπάρχει άλλη λύση". Έπρεπε να πάς στην Κατερίνη για να αγοράσεις τομάρι. Εντωμεταξύ, το τομάρι που χρησιμοποιούσαμε για την κατασκευή τσαρουχιών δεν περίσσευε. Για το λόγο αυτό το μυαλό του στρέφονταν σε άλλη επινόηση· χρησιμοποιούσε παλιά δέρματα από άχρηστα παπούτσια, τα κάρφωνε από πίσω, από πάνω και από κάτω το συνέδεε με το σανίδι. Έχωνε μέσα ο πόδι και βάδιζε "πάπα πούπα, πάπα πούπα". Τα καρφιά καρφωμένα δίπλα στο σανίδι. Στο κάτω μέρος, αντί για δέρμα υπήρχε σανίδι. Διότι το τομάρι δεν άντεχε πάνω από μια μέρα. Κράταγε το μαλλί μια μέρα και ύστερα...Βγαίνανε οι φτέρνες έξω από τα τσαρούχια. Από την άλλη πλευρά βγαίνανε τα κορδόνια και, όταν έβρεχε, η μύτη του ποδιού γύριζε προς τη φτέρνα και...δε συμμαζεύεται. Η καλύτερη ποιότητα τσαρουχιών ήταν αυτά που προέρχονται από βουβαλίσιο δέρμα. Αυτά ήταν ακριβά. Ήταν ενός πόντου πάχους. Σκληρό δέρμα το βουβαλίσιο. Το λέει και η παροιμία: «Και το βουβάλι να ψοφήσει, αξίζει η πέτσα του". Το δέρμα, δηλαδή, έχει την αξία του. Αρκεί να σκεφτείς, πως από ένα βουβάλι έβγαζες τσαρούχια για τη μισή Σκοτίνα].
          -Με τι τομάρια κατασκεύαζαν τα τσαρούχια;
          -Να σι πώ, άλλους έφκιανι κι απού γίδια, ιμείς ιδώ σ’ τ’ Σκουτίνα του πρώτου ήταν του χοιρινό. Κι άμα αγουράζαμι απου Γκατιρίν’, προυσπαθούσαμι να είχι στ’ ράχ’. ΄Ηταν πιο σκληρό, χουντρό ιδώ σιαπάν’ στ’ ράχ’. Η κοιλιά ήταν φτινό. Κι αυτά τά 'δουναν μι τιμή, να ξέρς, α! Εάν του τσαρούχ’ αυτό έπιρνις, προς τ’ ράχ’ μιριά είχι πέντι δραχμές, στη γκοιλιά είχι τρεις δραχμές. Πώς τα κατασκεύαζαν; Τα ‘βαναν κι φούσκουναν κατ’ αρχήν. Του τουμάρ’ φούσκουνι καλά. [Να σου πω. Άλλος έφκιαχνε από γίδια, Σε μας  εδώ το συνηθισμένο τομάρι ήταν το χοιρινό. Και όταν τύχαινε να αγοράζουμε από την Κατερίνη, προσέχαμε να είναι χοιρινή η ράχη. Το τομάρι από κοιλιά ήταν ψιλό. Και, όμως, γνωρίζεις, και τα τσαρούχια είχαν την ανάλογη τιμή. Αν αγόραζες το τσαρούχι με ράχη, έδινες πέντε δραχμές. Αν ήταν από κοιλιά, έδινες τρεις δραχμές. Το πώς τα κατασκεύαζαν; Καταρχήν τα βάζανε σε νερό να φουσκώσουν. Το δέρμα φούσκωνε καλά].
          -Μέσα στη λεκάνη;
          -Πού λικάν’, αρά! Πού 'χαν λικάνις ιτότι. Ιά, ή στ’ αυλάκ’ τα ’βαζις κι τα ‘βρισκι κάνας σκύλους κι στα ‘τρουγι, ή άμα είχι κανένα κουπανούλ’. Απού κουπανούλια είχαμι ειδιότητα (ειδικότητα). Είχαμι τέτοια κουπανούλια, είχαμι κι κουπάνα μιγάλ’. Είχαμι κι σκαφίδ’ από ‘φκιανάμι ψουμί μέσα. Κι ξέρς τώρα, να λούζισι σι μια κουπάνα μι ζιστό νιρό, ούλ’ η φαμπλιά. Τα τσαρούχια πρώτα τα μούστουναν. Μιτά ύστιρα του πίσου μέρους απού ‘ταν η φτέρνα το ‘πιρναν τζ γουνίις αυτές, για να γίν’ η φτέρνα καλή. Μπρουστά έφκιανι μύτ’. Είχις ένα σουγλί για ν’ ανοίξ’ τρύπα κι  μι του μαχαίρ’ το ‘κουβις. ΄Αντι λίγου παραπάν, άντι λίγου παραπάν, το ‘πλιγις. Του καρίκουνις μέχρι πίσου. Κι γίνουνταν καμπουρουτό. Κι σ’ έπιρνι του πουδάρ’ μια χαρά. Αλλά λάχ’ κι σ’ έπιρνι βρουχή, τιλείουνι. Η μύτ’ πάηνι στ’ φτέρνα κι δε συμμαζέβιτι. Προυτιμούσις να κόψ’ του ζνάρ’, να το ‘χς κριμαζμένου ιδώ στου ζνάρ’ μι τ’ νουζίτσα κι να πιρπατάς ξπόλτους, παρά να το ‘χς στα πουδάργια. Τέτοια τυράγνια. Κι να έχς σκουφούνια, κι αυτά μπαλουμένα. [Πού λεκάνη, μωρέ! Δεν υπήρχαν τότε λεκάνες. Απλώς τα βουτούσες στο αυλάκι που έρεε το νερό και αν περνούσε κανένα σκυλί σου τα άρπαζε και τα έτρωγε. Το ίδιο συνέβαινε όταν τα βουτούσες σε καμιά μικρή κοπάνα. Στις μικρές αυτές κοπάνες είχαμε αποκτήσει ειδικότητα. Είχαμε μικρές κοπάνες, είχαμε και μεγάλη. Διαθέταμε και σκαφίδι, όπου ζυμώναμε. Και υπολόγισε, τώρα, τι πάει να πει να πλένεσαι σε κοπάνα. Να βάζεις ζεστό νερό στην κοπάνα για ολόκληρη φαμιλιά. Αρχικά τα τσαρούχια τα μούστωναν. Έπειτα, το πίσω μέρος, στη φτέρνα, φρόντιζαν να είναι οι γωνίες βρεγμένες, έτσι, ώστε η φτέρνα να μένει σταθερή. Στο μπροστινό μέρος σχηματίζονταν μύτη. Ήσουνα εφοδιασμένος με ένα σουβλί, με το οποίο άνοιγες την τρύπα και με ένα μαχαίρι έκοβες ό,τι προεξείχε. Προχωρούσες λίγο παραπάνω, λίγο παραπάνω, έπλεκες το τσαρούχι. Το καρίκωνες μέχρι πίσω. Αποκτούσε σχήμα καμπουρωτό. Ταίριαζε στο πόδι σου μια χαρά. Αλίμονό σου, όμως, αν σου τύχαινε βροχή. Πάει, τέλειωνε. Η μύτη γύριζε προς τη φτέρνα και ...μη χειρότερα. Προτιμούσες να κόψεις το ζουνάρι, να κρεμάς το τσαρούχι εδώ στο ζουνάρι με το κορδόνι. Προτιμούσες να περπατάς ξυπόλυτος, παρά να το φοράς. Τέτοια βάσανα. Και να φοράς σκουφούνια, που κι αυτά να 'ναι  μπαλωμένα].
          -Τα τσαρούχια τα κάνανε ανάλογα με το πόδι του καθενός;
          -Βέβαια. ΄Εβαζις του πουδάρ’ απάν’. Αλλά ήξιρις περίπου πόσο μήκος έχς, πατούσις παναθέ κι έντάξ’, όπως έκανι. [Βέβαια. Έβαζες το πόδι πάνω στο δέρμα για να σου πάρουν μέτρο. Γνώριζες, όμως, τι νούμερο περίπου φοράς. Πατούσες πάνω στο απλωμένο τομάρι και σου κόβανε τα τσαρούχια ανάλογα με τα μέτρα σου].
----------
* Ήταν Μεγάλη Παρασκευή του 1946 στη Σκοτίνα. Έρχεται δέμα από τη Μόρνα (εκεί υπηρετούσε ο πατέρας μου ως ιερέας). Το δέμα περιείχε ένα ζευγάρι  κόκκινα σκαρπίνια της Ούντρας. Πάω να τα φορέσω, μου ήταν στενά. Οι κάλτσες ήταν χοντρές (σκουφούνια). Για να πάω στα Εγκώμια κόβω τις πατούσες (από φτέρνα και μπρος). Με γυμνά πόδια χώρεσαν τα σκαρπίνια. Ο μόνος που δε φορούσε τσαρούχια!.
---------
Άμεσοι συγγενείς, 1. γονείς: Απόστολος Γερομιχαλός, Ουρανία Μάνου
                            2. τέκνα:        
                                 α. Αθανάσιος, σύζυγος Καλούδα Απ. Συντριβάνη
β. Καλλιόπα, σ. Θωμάς Στύλος-Ντανός                              
γ. Στέργιος, σ. Χαϊμαδή Θ. Συντριβάνη                         
δ. Θωμάς, σ. Κατίνα Θεοχ. Ζιώγα-Ντουραλή
                                           

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Εκκλησίες: ΄Αγιος Νικόλαος-Κοιμητήρια






                             
          Στα «Πλατάνια» (τοποθεσία στο άκρο βορεινό μέρος της κάτω Σκοτίνας) βρίσκεται ο «Άγιος Νικόλαος», τα Κοιμητήρια του χωριού. Αρχικά ο ναός ήταν μικρός. Όπως μας πληροφορούν οι παλιότεροι, υπήρχε ένας ενιαίος χώρος, αρκετά χαμηλά* από την επιφάνεια του εδάφους. Για να κατεβείς στον κύριο χώρο του ναού, έπρεπε να περάσεις δυο στάδια. Στην αρχή κατέβαινες 2-3 πρώτα σκαλοπάτια και στη συνέχεια άλλα τόσα για να φτάσεις στο δάπεδο. Στη δεκαετία 1980 χτίστηκε εκ νέου με τη φροντίδα του εκκλησιαστικού συμβουλίου που απαρτίζονταν από τους: παπά Γιάννη  Σκρέτα, Νικόλαο Μαρνέλα, Δημήτριο Βαγγελάκο, Γεώργιο Πολυχρό, Παύλο Στύλο, Γεώργιο Δάμπλια και Νικόλαο Αγγέλη  (Πράξη 25/15.11.1986).
----------
* Αυτό παρατηρείται και σε άλλους ναούς (κυρίως εξωκκλήσια), όπως στον Άγιο Αθανάσιο στην Άνω Σκοτίνα και άλλού. Το φαινόμενο, βέβαια, δεν είναι τοπικό (βλέπε ιερό ναό της Γεννήσεως του Χριστού στη Βηθλεέμ). Η εξήγηση είναι απλή: ήταν η προφύλαξη των ναών από εξωτερικούς κινδύνους (είσοδος στο ναό ζώων-άλογα, μουλάρια κλπ). Ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
 ----------
ΕΙΚΟΝΕΣ


                                                          Η νότια πλευρά του ναού


                                               Η βόρεια πλευρά του ναού


                              Το καμπαναριό. Στο βάθος αριστερά η κορυφή της Δουργιανής



Απέναντι από τον ναό υπάρχει το Οστεοφυλάκιο. Διακρίνεται στην άκρη η είσοδος του χώρου.



                                                       Ιστορία χωρίς λόγια!!!




(Κώστας Ουράνης), «τίτλος αφιερωμένος εις το Ρωμαίικον Κοιμητήριον της Θεία Μεταμορφώσεως του Σισλί» 
 (εφημερίδα ELL NEWS Ιούλιος 2014).





                                                  Τοπωνύμια κοντά στον Άϊ- Νικόλα





Καστανιά (η), τοποθεσία στην περιοχή των κτημάτων του Διονύση Μήτσιου, πέρα προς το Ξηροκάμι. Υπάρχει εκεί πελώρια καστανιά.

Παλιάμπιλα-Παλιάμπελα, (τα), τοπωνύμιο στα βόρεια του Αϊ-Νικόλα, από τα πολλά αμπέλια. (Ενθυμίσεις: Ήταν σούρουπο (καλοκαίρι του 1946) κι εγώ μόλις επέστρεψα με τα γίδια από τη βοσκή (Άνω Σκοτίνα). Εναγώνια περίμενα τη Βαγγελούδα (αδερφή, τότε 18 χρονών)  να ‘ρθεί με τα σύκα. (η γιαγιά μου Όλγα Δάμπλινα είχε στα Παλιάμπελα αμπέλι και στη μέση μια μεγάλη «σκιά»-συκιά). Κλεισμένος στο «μπαλινώντα» (παλινώντας-παλιός οντάς) μέχρι που σκοτείνιασε για καλά. Μόλις έφτασε το καλάθι χώνω το χέρι στο καλάθι και λαίμαργα αρπάζω ένα σύκο κι αρχίζω να το μασάω. Ταράχτηκα όταν είδα ότι μασούσα «ζμπούρναρο» (έντομο με γυαλιαστερά φτερά). Έκτοτε δεν ξανάφαγα σύκα).

Φέσα (η), μικρός οικισμός στην Κάτω Σκοτίνα προς τα νότια του Αϊ-Νικόλα. Επικρατεί το κωμικό «κουντεύου στ’ Φέσα» που αναφέρεται σ’ αυτόν που «πνέει τα λοίσθια».
-Αρά, Γιάνν’, πώς πάει η υγεία σ’;
-Ιά, κουντεύου στ’ Φέσα, ισύ Νάσιου;
-Πάλι καλά, ιγώ κουντεύου στα Πλατάνια (δηλαδή κοντά στα μνήματα).

Άλλοι το ρίχνανε σε μακάβρια αστεία λέγοντας τη φράση «όνι, όνι, πατριόνι». Η φράση μας θυμίζει τον παπά που θυμιατίζει την ώρα που ο ψάλτης ψέλνει το «μετά των αγίων…». Θυμάμαι σχετικό παιχνίδι στην Άνω Σκοτίνα. Μαζεύαμε πέτρες και πλάκες και φτιάχναμε εκκλησίες. Ένας που έκαμε τον παπά  θυμίαζε με το ψεύτικο θυμιατό ψάλλοντας:

«όνι, όνι, πατριόνι,
πήγι ι παπάς στ’ αλώνι
κι κατούρσι μέσ’ στ’ αλώνι
κι έχασι του πανταλόνι».

          Η Φέσα ανέκαθεν ήταν υφαιστειογενής περιοχή (θυμίζει τη Ζλιάνα που κατέστρεψε τα αρχαία Λείβηθρα). Θυμάμαι (δεκαετία του 1950) έγινε καθίζηση,  το έδαφος υποχώρησε και πήρε σβάρνα σπίτια και καλύβες (σπίτι Θεοχάρη Κοτσιβού-Μακασή, καλύβα Θωμά Καρκαφίρη-Τσιούρβα-«εισαγγελέα». Το παρατσούκλι δόθηκε στον παππού του Θανάση επειδή έλεγε πολλά.

ΕΙΚΟΝΕΣ


                                          η τοποθεσία "Καστανιά", σπό την καστανιά στο
                                                    κτήμα της οικογένειας Μήτσιου
                                         (πίσω από την Καστανιά το σπίτι του Μήτσιου
                                                    (δεξιότερα από τα Κοιμητήρια)


                                      Διονύσης Μήτσιος και η σύζυγός του Φωτεινή Κοκράνη

                    Ο Θανάσης Μήτσιος με το κλαρίνο. Του άρεσε (και του αρέσει) να παίζει
                   παθητικά και να διακρίνεται για το προσωπικό ύφος στο δημοτικό τραγούδι.

                                               το ζεύγος Θανάση και Δήμητρας Μήτσιου