Σάββατο 26 Μαρτίου 2022

ΙΕΡΑΤΕΙΟ: μια Χειροτονία (1945)

 

        

 

 Από την Σκοτίνα στα Σκοτεινά (Μόρνα)

 

     Άνοιξη του 1945, Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης. Χειροτονία «εις πρεσβύτερον» του Αποστόλου Καλιαμπού στο Λιτόχωρο. Γεγονός που σημάδεψε την έμμονη επιθυμία να ιερωθεί. Εξιστορεί ο ίδιος το γεγονός στην κουβέντα που είχαμε στις 2 Απρίλη 1982.  

 

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Τς εφτά Απριλίου 1945 χειρουτουνήθκα ιεροδιάκονος, στην Ανάληψη. Κι σ' τς ουχτώ ήταν Σταυρουπρουσκύνηση. Μπσοσαράκουστ'. Ι

δισπότς ήταν να πηγαίν' στου Λτόχουρου να κάν'

 
Δουξουλουγία. Κι λέ' ο πατήρ Οικονόμος: «Σεβασμιώτατε, αφού θα πας αύριο στο Λιτόχωρο, δεν είναι καλά να 'ρθεί κι ο διάκος να τον χειροτονείστε εκεί»;

        -Τώρα έχουμε Δοξολογία. Θα έχουμε και "Κέλευσον"; 

         -Σας παρακαλώ, πέντι λιπτά είνι. Πάρτι του διάκου
κι να πάμι.

-Μα είνι φουρτηγό.

-Επιτέλους, θα καθίσ' ζ γκαρότσα.

          Κι ανέφκα ζ γκαρότσα. Ι δισπότς καθόταν μέσα. Πήγαμι στουν Άγιου Νικόλαου. Φώναζαν "άξιος" οι Λιτουχουρινοί. Καλιμάφ' είχα ένα δώρο απ' του Λόφου, αλλά δεν ήταν τόσου καλό. Και θεώρησε ο αρχιερεύς: «Θα σας παρακαλέσω να δώσετε ένα καλό καλιμάφ' στο διάκο», είπι στους παπάδις.

          Τα ράσα τα έκανι η Μόρνα. Διότι τς είπα: «Θα πααίνου στου Σπί (Στουπί), αν δε μι κάμιτι τα ράσα. Κι κάποιος Παπανικουλάου είπι: «Θα μας φύγ'! Θα μας πααίν' στου Στουπί. Πρέπ' να κατιβάσουμι στιάρ'».

        Τα ράσα τα ‘κανι ι Μανουλόπουλους. Ιντάξ ιεροράφτς. Κι ου του καθιξής. 

          Ήταν κι ι ηγούμινους Γιννάδιους. Τα έξουδα τα πλήρουσι το Εκκλησιαστικό συμβούλιο.

Μιτά βγήκαμι έξου κι λέου στο Σεβασμιώτατο: «Σεβασμιότατι, θα μι δώ 'ις άδεια να πάου στην πατρίδα, στ' Σκουτίνα;».  

          -Θα πας κι να γυρί 'ις μι του καλό.

 

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Στις 7 Απριλίου του 1945 χειροτονήθηκα διάκονος στην εκκλησία

 

«Ανάληψη» Κατερίνης. Την επόμενη μέρα ξημέρωνε η Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης (8.4.45). Το μέσο της Σαρακοστής. Ο δεσπότης Κοϊδάκης Κωνσταντίνος (βλ. φωτογραφία στο πλάι αριστερά)   είχε προγραμματίσει να πάει στο Λιτόχωρο να τελέσει Δοξολογία. Ο π. Οικονόμος (Καραλόπουλος, γενικός αρχιερατικός επίτροπος) λέει στον δεσπότη: «Σεβασμιώτατε, μια και θα πάμε αύριο στο Λιτόχωρο δεν είναι πρέπον να χειροτονείστε εκεί τον διάκο»;

-Πάμε για πανηγυρική δοξολογία και όχι για χειροτονία με «Κέλευσον», απάντησε ο δεσπότης (Σημαντική ώρα του Μυστηρίου. Ακούγεται η εκφώνηση: «Κέλευσον Δέσποτα άγιε, τον νυν προσφερόμενόν σοι»). 

-Σας παρακαλώ, πέντε λεπτά κρατάει η χειροτονία. Πάρετε τον διάκο και να πάμε.

-Μα, το αυτοκίνητο είναι φορτηγό.

-Δεν ενοχλεί αυτό. Ο διάκος ας καθίσει στην καρότσα.

Και ανέβηκα στην καρότσα. Ο δεσπότης καθότανε στη θέση του συνοδηγού. Εκκλησιαστήκαμε στον Άγιο Νικόλαο. Οι εκκλησιαζόμενοι


Λιτοχωρινοί φωνάζανε «άξιος». Το καλιμάφι που είχα  ήταν δώρο των ανθρώπων του Λόφου. Δεν ήταν τόσο καλό. Και ο δεσπότης επενέβη και είπε στους ιερείς: «Θα σας παρακαλέσω να δώσετε στο διάκο ένα καλό καλιμάφι». 

          Τα ράσα τα έκανε η Μόρνα. Διότι εγώ τους είχα προειδοποιήσει: «Αν δεν μου ετοιμάσετε τα ράσα, θα πάω στο χωριό «Στουπί». Και πετάχτηκε κάποιος Παπανικολάου λέγοντας στους Μορνιώτες: «Προσέξτε, ο παπάς θα μας φύγει και θα πάει στο Στουπί. Πρέπει να ετοιμάσουμε σιτάρι για να πληρωθούν τα έξοδα».

          Τα ράσα τα έραψε ο Μανωλόπουλος. Εξαιρετικός ιεροράπτης. Και τα λοιπά και τα λοιπά.

          Ανάμεσά μας ήταν και ο ηγούμενος του μοναστηριού Γεννάδιος. Τα έξοδα πλήρωσε  το εκκλησιαστικό συμβούλιο.

          Μετά πλησιάζω τον Σεβασμιότατο. Του λέω: «Σεβασμιότατε, θα μου δώσετε άδεια να επισκεφτώ την πατρίδα μου Σκοτίνα»;

          -Να πας και να γυρίσεις με το καλό (*).

----------

* Καημός του παπά ήταν να πάει στη γενέτειρά του την Σκοτίνα α) για να τον δουν με ράσο και β) να ευχαριστήσει τον Κουκουλιάρα, ο οποίος, ως πρόεδρος, είπε καλά λόγια στον δεσπότη: «Ι παπά ‘Πουστόλς είνι πρόβατου».

ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ: Στην πλαγιά, ανατολικά της «Παναϊάς, βοσκούσα τις γίδες (δεκάχρονο παιδί τότε).  Θυμάμαι την εσωτερική ταραχή που τράβηξα όταν είδα έναν παπά (ρασοφόρο πατέρα) να ανεβαίνει πεζός για την «Απαλνή». Από αμηχανία κοκκάλωσα.  Μου κόπηκε η λαλιά!

 

 


 

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΖΩΗ: Αθανάσιος Δ. Δάμπλιας (1935-2019)

Αφιέρωση. Η ανάρτηση που ακολουθεί αφιερώνεται με πολλή αγάπη στον αείμνηστο Θανάση Δάμπλια, φίλο συμπατριώτη. Έζησε ζωή άδολη, ζυμωμένη στην ομορφιά της φύσης. Η αφήγησή  του αποτελεί αντίδοτο στην ακεφιά που άναψε το δαυλί του πολέμου ετούτες τις ώρες.   

 Στα δεξιά η τοποθεσία "Μελίσσι". Προσωπικά, εκεί  έπαθα νίλα. Ξεσφαΐστηκαν οι πέτρες του βράχου και πέφτανε "βροχή" πλάι μου. Προχώρησα σύρριζα προς τα αριστερά κατεβαίνοντας στους "Κόκκινους φούρνους", όπου κι ο Θανάσης με τα γίδια. Εγώ τράβηξα προς το ανήλιο (Κουρουμπλές). Ο Θανάσης έμεινε στο προσήλιο. Η φωτογραφία (μερική άποψη του βράχου) πάρθηκε από την τοποθεσία "Πλάκες".


ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΜΕ ΤΑ ΓΙΔΙΑ

Τον Μάρτιο του 2012 ο Θανάσης Δάμπλιας του Διονυσίου μου

δίνει συνέντευξη στο σπίτι του (Βασίλα Σκοτίνας). Μου εκμυστηρεύεται παλιές περιπέτειες της κτηνοτροφικής του απασχόλησης. Η συζήτηση που ακολουθεί αναφέρεται σε επεισόδιο που έγινε το 1950, αμέσως μετά τον Εμφύλιο (επαναπατρισμός).


 

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Ήμαν δεκαπέντε χρονών. Βοσκούσα κι ξένα γίδια. Διακόσια κεφάλια. Τα χτύπσα στο λάκκο π’ τα Κριβάτια. Πατάου στου βριάχου, Γιάν’, κόπκι ι βριάχους κι μι παίρ’ αυτό του χέρ’, απλές, κι πήρι κι του κιφάλ’ λίγου, αλλά δε μι πήρι καλά. Θα μι το ‘κουβι.

        -Ο βράχος από πού ήρθε;

          -Μαναχός τ’, Κι αφού μι το ‘σπασι του χέρ’ αυτό, πέφτου μπρούμπτα καταή κι μι βάν τ’ άλλου του χέρ’. Ιτότι πιρνούσαν οι πόστις. Θα ήταν έντικα η ώρα. Μέχρι τς τέσσιρις η ώρα ήμαν ικεί. Μιλάνιασα ούλους. Φώναζα, φώναζα να μι ακούσ’ κανένας. Πήγα να βγάλου του σουϊά  να κόψου του χέρ’. Αλλά λέου: «Κι να του κόψου του χέρ’, δε ζω». Καμιά φουρά ακούου τα γίδια τα Μητσιάτκα. Ι Πουτιός τ’ Νάσ’ τ’ Μήτσ’ πιδί.  

    Ήρθι ι Πουτιός, φώναξι κι του Γιάν’ τ’ Ντήμ’. Έβαλαν φουρτουτήρις, σκώθκι λίγου ι βριάχους, τράβξα του χέρ’. Ήμαν ζαλζμένους, μ’ έρχουνταν να κάνου μιτό.

        -Πήγες στο γιατρό;

          Πήγα στου μπαππού αυτόν, τον Καϊάκα. Ι Νάσιους ι Καϊάκας έφκιανι χέρια. Κι αυτός ι παππούς ήταν τιχνίτς καλός, έφκιανι κλάπις μι σανίδια. Αυτός μι τα ‘φκιασι, μι κλάπις. 

ΚΟΙΝΗ: Ήμουνα στα δεκαπέντε μου χρόνια. Βοσκούσα και ξένα γίδια. Διακόσια κεφάλια. Τα σφύριξα να πάνε προς το λάκκο «Κρεβάτια».  Πατάω στο βράχο, Γιάννη, κόπηκε ο βράχος και μου παίρνει το χέρι και λίγο το κεφάλι. Παρά λίγο να μου το έκοβε.

        -Ο βράχος από πού ήρθε;

          Μοναχός του. Και αφού μου έσπασε το ένα χέρι, πέφτω μπρούμυτα καταγής και με πλάκωσε το άλλο χέρι. Τότε συνέπεσε στον κάμπο να περνάει το τρένο. Θα ήταν η ώρα έντεκα. Και ήμουνα εκεί εγκλωβισμένος μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα. Μελάνιασα ολόκληρος. Φώναζα, φώναζα να με ακούσει κανένας. Επιχείρησα να βγάλω το σουγιά και να κόψω το χέρι. Αλλά σκέφτηκα «και το χέρι να κόψω, αποκλείεται να ζήσω». Κάποια στιγμή ακούω τα κουδούνια από τα γίδια του Μήτσιου. Τσομπάνος ήτανε ο Πουτιός-Δημητρός, παιδί του Θανάση Μήτσιου.

Ήρθε ο Ποτιός, φώναξε και τον Γιάννη Δήμο-Νικολό. Βάλανε φορτωτήρες (δηλαδή διχαλωτό ξύλινο στήριγμα που στηρίζει το φορτωμένο ζώο). Σηκώθηκε λίγο ο βράχος, τράβηξα το χέρι. Ζαλίστηκα και είχα τάση για εμετό).

        -Πήγες στο γιατρό;

        -Πήγα στον παππού Καϊάκα. Ο Νάσιος Καϊάκας θεράπευε χέρια. Ήταν άριστος τεχνίτης, ‘Έφτιαχνε κλάπες με σανίδια. Αυτός μερίμνησε και για μένα Μου πέρασε κλάπα (δεμένα σανίδια).

 

  ΕΙΚΟΝΕΣ


 

             
Χρυσούλα Μητσιάνη, σύζυγος του Θανάση
                      
 
 
    Οι γονείς του Θανάση Διονύσης Δάμπλιας και

Μαριγούλα Παπαγεωργίου.






Το σπίτι του Δάμπλια στην "Βασίλα".





   ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΕΝΤΡΟ του Θανάση Δάμπλια (μερικώς).

Παιδιά του παππού Νικόλα Δάμπλια:

   1. Μιχαήλ, σύζυγος Πηνέλου ντ Γιαννούλ’ Ντήμ’ (του Ιω.Δήμου).     
   2. Διονύσης, σύζυγος Μαριγούλα Παπαγεωργίου     

   3. Θεοχάρης, σ. Χρυσούλα Xρ. Τράντα

   5. Φώτω, σ. Θωμάς Κοτσιβός  
   6. Ουρανία  σ. Γιώργος Πολυχρός
   7. Κουνιώ,  σ. Αθανάσιος Στύλος-Ματσιούλας
   8. Τριανταφυλλιά, Λιτόχωρο