Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Μαρία Καλιαμπού

    
                                                
                                       Το καινούριο βιβλίο

      Πρόσφατα κυκλοφόρησε το καινούριο βιβλίο της Μαρίας Καλιαμπού, καθηγήτριας στο πανεπιστήμιο του Γέιλ Αμερικής. Στον πρόλογο τονίζεται: «Το βιβλίο είναι γραμμένο στα ελληνικά από τη Μαρία Καλιαμπού, έμπειρη καθηγήτρια των ελληνικών στο πανεπιστήμιο  Yale. Είναι απαραίτητο εργαλείο για μαθητές και δασκάλους ελληνικών. Αποτελεί συμβολή όχι μόνο στην

εκμάθηση γλώσσας, αλλά και του πολιτισμού της Ελλάδας». Το ανθολόγιο περιλαμβάνει:

     -είκοσι πέντε ελληνικά παραμύθια. Ξεκινάει με εύκολες ιστορίες, προχωράει σε δυσκολότερα κείμενα και τελειώνει με τρία παραμύθια σε διαφορετικές ελληνικές διαλέκτους.
     -πλήρες λεξιλόγιο με μετάφραση στα αγγλικά, καθώς και κατάλογο με ιδιωματικές εκφράσεις.
     -ερωτήσεις κατανόησης κειμένου σε κάθε κεφάλαιο.
     -γλωσσικές ασκήσεις για λεξιλόγιο και γραμματική.

ΕΙΚΟΝΕΣ από σελίδες του βιβλίου












                         

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Εμφύλιος: Ελένη Καλιαμπού-Μπακάλη


 
ΜΑΥΡΗ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ‘48

      Η Ελένη Καλιαμπού-Μπακάλη (ξαδερφούλα μου) μιλάει για τις μαύρες μέρες του Εμφυλίου. Θυμάται τα «πάθη» που διαδραματίστηκαν  στις παραμονές του Πάσχα του 1948. Η συζήτηση γίνεται στο σπίτι της στη Λεπτοκαρυά (6 Ιουλίου 1982):


ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Ήταν άνοιξη, καρτιρούσαμι παραμονές Πάσχα. Μόλις έφτασι ικεί ι πατέρας, πέρα σ’ τς ιλιές, λέει στ’ μάνα μ’:
                  -Αύριου θα φύγου, Χρυσούλα.
                  -Καλά θα φύγς. Απόψι αν σας πάρν; Τώρα πού να σας κρύψουμι;
                  Του μπατέρα του γκρύψαμι ικεί ζ ντ Γιρμπχαλού τα μιλίσσια. Απού κάτ’ τς Αρακλήνινας τς ιλιές. Σι πατλιά. Ικείνις οι ζινιλιές που έχν πουλλά λουλούδια, καν’ σα γκαλύβις. Κι έτρουγαν κι τα μιλίσσια τα λουλουδάκια ικείνα. Η μάνα μ’ κι ’γω τουν λέμι:
                  -Φύγι, να μη σι πάρουν, πατέρα. Κάνι αυτούϊα σιακάτ’.
                  -Θά πάου να κρυφτώ, καλά λέτι.
                  Ήταν μούρκια, βράδ’. Μόλις πρόλαβι κι έφυγι ι πατέρας, πάρ’ τις απ’ ντάσκαλη (του δάσκαλου) τς καστανιές οι αντάρτις. Να μη τς ιδούν, δεν ήρθαν απ’ τιδώ του σουκάκ’ ντ Γανουτή, μα  ήρθαν απού κεί πέρα. Κατέφκαν απ’ Μπαναϊά κατιφτείαν, του μπαϊρί. Μόλις κατιβαίν’ ικεί, γλέπουμι καμιά βουλά γιόμσι ι τόπους. Του πιρικύκλουσαν ούλου του σπίτ’. Ανέφκαν ψηλά. Κοιτούσαν στα νταβάνια. 
Είχαμι ζμώσ’ ικείνου του βράδ’. Είχαμι φρέσκου ψουμί. Τα πήραν ούλα. Μι συγχουρείς, τς μάνας τα βρακιά που ‘ταν μαζιμένα στα πανέρια τα σήκουσαν ούλα. Τα ψουμιά μας τα πήραν, ιλιές, λάδια, όλα έρμα. Του μπατέρα δε μπόρσαν να τουν βρούν. Ήλιγαν: «Αφού τώρα, μας είπαν, ιδώ ήταν». «Να, ιδώ ήταν, λέει η μάνα μ’, πού να πάει, δε γξέρου. Θα είντους όξου. * Δε γξέρου». «Είντους ή έφυγι; Δε θα γλιτώσ’ άμα θα ’ρθεί».
                  ‘Υστιρα έφυγαν αυτοί.
Μιτά ακούμι απού κάνα βράδ’, δυό, ι πατέρας έφυγι ζ Γκατιρίν’, μας απαράτσι ‘μάς. Του επαύριου παίρν του μπαπά. Αφού πήραν του μπαπά, ξισκώθκαμι ούλ’ κι έφυγάμι. Είχαμι σκώσ’ τα πράματα τα μισά προυτού ν’ άρθουν οι αντάρτις.
Μιτά, αφού πήραν του μπαπά, α! κουμπούρ’ κι ‘μείς μι τα πόδια, στ’ Λιφτουκαρυά. Ενας, ένας, ούλ’ τραβιούνταν, πήγαν στ’ Λιφτουκαρυά. Ύστιρα πλάκουσι στρατό. Να φυλάγν τ’ Λιφτουκαρυά. Ακούμι απού καμπόσις μέρις, καμιά δικαπινταριά μέρις:
-E, πιδιά, πιδιά -θιός σχουρέστουν του μπαπά Γιάν’  -ιγώ είμι η παπάς απ’ τ’ Σκουτίνα!. . .
Τουν άφσαν οι αντάρτις κι αυτός κατέφκι απ’ του βνο. Φώναζι να μη ντουν σκουτώζν, απόξου που φύλαγαν για τς αντάρτις. Το στρατό. Νύχτα.
Μπροίκα μας, τζ βιλέτζις κ. ά. Τα πήγαμι στου Λτόχουρου μι ζώα. Τα πήγαμι σ’ τς Μαρούκινας του σπίτ’ (μάλλον τ’ αφήσαμι κάναν χρόνουν) κι ύστιρα τα πήγαμι στου Φούντου -τς ήξιραν τς Καλιαμπάδις οι Φουνταίοι, τς είχι φίλ’ ι παππούς ι Καλιαμπός -τα είχαμι ικεί τα μπαούλα, 4 δουχεία λάδ’ κλπ. Αλλιώς θα μας τα ‘πιρναν ούλα. Τς μανιάς τς Καλιαμπίνινας του μπαούλου βρίσκιτι ακόμα ικεί καταή (στο υπόγειο το θκό σας).

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ        Ήταν άνοιξη του 1948. Ακριβώς περιμέναμε τις παραμονές του Πάσχα. (Ο πατέρας μου ήταν κρυμμένος από το φόβο των ανταρτών). Ένα βράδυ εμφανίζεται στις ελιές, απέναντι από το σπίτι και λέει στη μάνα μου:
      -Αύριο θα φύγω, θα εξαφανιστώ, Χρυσούλα.
      -Καλά θα κάνεις, να φύγεις. Αν, όμως, σας συλλάβουν απόψε; Τώρα πού να σας κρύψουμε;
      Τον πατέρα τον κρύψαμε στο σημείο που ο Γερομιχαλός είχε τα μελίσσια. Ακριβώς κάτω από τις ελιές της Ηρακλήνινας (συζύγου του Ηρακλή Δάμπλια). Υπήρχε εκεί καλή κρύπτη από χαμόκλαδα. Υπήρχαν εκείνες οι ζινιλιές με τα λουλούδια τα πολλά. Αυτές έμοιαζαν σαν καλύβες. Και τα μελίσσια τρώγανε από τα λουλούδια εκείνα. Η μάνα μου κι εγώ του λέμε:
      -Φύγε, πατέρα, για να μη σε συλλάβουν. Κρύψου προς τα κει κάτω.
-Έχετε δίκιο. Θα πάω να κρυφτώ.
      Ήταν σούρουπο, βράδυ. Μόλις πρόλαβε και έφυγε ο πατέρας, να, πάρτους μπροστά μας αυτοί. Οι αντάρτες εμφανίστηκαν από τις καστανιές του δάσκαλου.** Για να μη τους πάρουν μυρωδιά αυτοί δεν ακολούθησαν το γνωστό μονοπάτι του Γανωτή, αλλά προτίμησαν να ‘ρθούν από κει πέρα, το περιβόλι του δάσκαλου. Από την Παναϊά κατέβηκαν κατευθείαν στο μπαΐρι του Καλιαμπού. Μόλις φτάσανε εκεί στο μικρό μπαΐρι, διαπιστώσαμε ότι ο τόπος γέμισε από αντάρτες. Περικύκλωσαν όλο το σπίτι. Ανέβηκαν στον επάνω όροφο. Ψάχνανε τα ντουλάπια.
      Εκείνο το βράδυ έτυχε να ζυμώσουμε. Είχαμε φρέσκο ψωμί. Οι αντάρτες μας τα πήραν όλα. Με συγχωρείς, και της μάνας τα βρακιά που ήταν μαζεμένα στο πανέρι, τα ξεσήκωσαν όλα. Μας πήραν τα ψωμιά, μας πήραν τις ελιές. Μας πήραν τα λάδια, δε μας άφησαν τίποτα. Ερημιά παντού. Τον πατέρα δεν κατάφεραν να τον βρουν. Απορούσαν και μας έλεγαν: «Αφού προ ολίγου ήταν εδώ» «Ναι, εδώ ήταν, λέει η μάνα. Πού πήγε τώρα, δεν ξέρω. Μπορεί να βρίσκεται στο καφενείο. Πού να ξέρω!» «Τελικά βρίσκεται στο χωριό ή έφυγε; Αλίμονό του αν έρθει. Δε θα γλιτώσει».
      Ευτυχώς που φύγανε, ύστερα, αυτοί.
      Πέρασε ένα ή δυο βράδια. Μαθαίνουμε ότι ο πατέρας μας είχε φύγει για Κατερίνη. Εμάς μας άφησε στο σπίτι, στη Σκοτίνα. Την επομένη παίρνουν όμηρο τον παπά. Η ενέργεια αυτή έκανε να ξεσηκωθεί όλο το χωριό. Φύγανε όλοι. Εντωμεταξύ, εμείς είχαμε προετοιμαστεί κατάλληλα· ξεσηκώσαμε το μισό νοικοκυριό προτού εμφανιστούν οι αντάρτες.
      Ήταν, λοιπόν, επόμενο, μόλις συλλάβανε τον παπά, να το σκάσουμε κι εμείς με τα πόδια για τη Λεπτοκαρυά. Ένας, ένας όλοι αποτραβιούνταν, πήγαν στη Λεπτοκαρυά. Ύστερα πλάκωσε στρατός. Να φυλάγουν τη Λεπτοκαρυά. Πέρασαν αρκετές μέρες, καμιά δεκαπενταριά μέρες, οπότε ακούστηκαν φωνές:
-Ε, παιδιά, ε παιδιά -θεόσχωρέστον τον παπά Γιάννη- εγώ είμαι, ο παπάς από τη Σκοτίνα
      Τον απελευθέρωσαν οι αντάρτες κι αυτός κατέβηκε από το βουνό. Φώναζε για να μη τον σκοτώσουν αυτοί που φύλαγαν το χωριό από τους αντάρτες. Έξω από το χωριό. Δηλαδή ο στρατός. Ήταν νύχτα.
Την προίκα μας, τα σκεπάσματά μας κ.ά. τα μεταφέραμε στο Λιτόχωρο με ζώα. Στο σπίτι της Μαρούκινας (εκεί τα αφήσαμε για κανένα χρόνο) και ύστερα τα μεταφέραμε στον Φούντο -οι Φουνταίο ήξεραν και σχετίζονταν με τους Καλιαμπαίους. Ο παππούς ο Καλιαμπός τους είχε φίλους-. Εκεί είχαμε φυλαγμένα τα μπαούλα, 4 δοχεία λάδι κλπ. Αλλιώς οι αντάρτες θα τα αρπάζανε όλα. Το μπαούλο της γιαγιάς Καλιαμπίνινας σώζεται ακόμα. βρίσκεται εκεί στο υπόγειο το δικό σας***.
----------
* στη Σκοτίνα ο όρος «όξου» δηλώνει, αποκλειστικά, έξω στο καφενείο, στην πλατεία.
** οι καστανιές του δάσκαλου Βλέτση βρίσκονται στο όμορο οικόπεδο των Καλιαμπαίων στην κάτω Σκοτίνα-Βασίλα.
*** το σπίτι του Καλιαμπού στην Κάτω Σκοτίνα μέχρι τη δεκαετία του 1970 ήταν χωρισμένο στα δύο (Αποστόλου και Διονυσίου). Το μπαούλο της γιαγιάς βρισκότανε στο υπόγειο του Αποστόλου (πατέρα μου).

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Εμφύλιος: Λεπτοκαρυά, απόηχος της μάχης του ‘48



     
Αφήγηση: Θανάσης Μπακάλης

                     Τα επακόλουθα της μάχης του 1948 (Λεπτοκαρυά) θυμίζει ο  Θανάσης Μπακάλης στη συνέντευξη της 24.8.2013:

      1. νάρκες

                     -Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη καταστροφή, μας περιορίσανε εντελώς για ένα χρόνο. Δεν έβγαινε κανένας έξω. Πείνα υπήρχε φοβερή, φοβερή πείνα, δουλειά δεν υπήρχε πουθενά, όλα καμένα, καμένη γη, που λέγαμε. Ο κόσμος ζούσε παίρνοντας άδειες. Ο πατέρας μου για να πάει να δουλέψει, έπρεπε να πάρει μια ομάδα στρατό και να ειδοποιεί κάθε Τετάρτη ότι την Πέμπτη θα είναι ο μύλος ανοιχτός, να φυλάγεται για να πάει ο κόσμος να βγάλει λίγο αλεύρι. Κι το ‘παιρνε ο κόσμος στον ώμο.  Στη Σκοτίνα δε μπορούσε να πάει ο κόσμος (για να αλέσει στους μύλους).
                     -Ο μύλος πού ήταν;
                     -Ο μύλος ήταν στη Ζλιάνα, εκεί πού είναι ο Ορφέας, πίσω από τον Ορφέα, στη νότια πλευρά. Ακριβώς εκεί που είναι τα αρχαία. Είχε πολύ νερό, το φέρνανε από την Καρυά, χειμώνα-καλοκαίρι, το φέρνανε από την Καρυά με κανάλι. Και ο πατέρας μου φοβότανε, γιατί σ’ αυτές τις τοποθεσίες πάντοτε οι αντάρτες πήγαιναν και τοποθετούσαν βόμβες. Και να πάει ο άλλος και να σκοτωθεί. Και πήγαινε πρώτα ο στρατός με ένα μαραφέτ’ εκεί πέρα για να κοιτάξουν αν έχει βλήματα και μετά λέγανε «ανοίξετε το μύλο να μπείτε μέσα».
                     -Θυμάσαι τον Γρηγόρη Μπιλιάγκα, θύμα νάρκας;
                     -Ο Μπιλιάγκας ήταν βοηθός σε ένα καΐκι, το οποίο από δω πήγαινε Κατερίνη μέσω θαλάσσης. Και τους είχαν βάλει νάρκα στο καΐκι κα μόλις πήγαν εκεί για να ταξιδέψουν, προτού μπούνε μέσα, κάποιος πάτησε τη νάρκα, η βάρκα ανατινάχτηκε, του κόψανε τα ποδάρια, όχι μόνο ο Μπιλιάγκας. Και ο Πατούνας ο μπάρμπα Βαγγέλης Αγγέλης είχε τραυματιστεί, κόπηκε το πόδι του και καναδυό Λεπτοκαρίτες τραυματίστηκαν και δεν τους πέταξαν τόσο τα βλήματα, όσο τα ξύλα της βάρκας. Και δε μπορούσες να πας πουθενά. Μας βάζανε στο δρόμο αργότερα το ’48 μέχρι το ’49 -τον Αύγουστο τελείωσε ο πόλεμος- μας βάζανε στο δρόμο να κατεβαίνουμε από Λεπτοκαρυά μέχρι εδώ στο τρένο να κοιτούμε το δρόμο αν δούμε κανένα άνθρωπο παράξενο να πούμε τι ήταν αυτός, τι έκανε στο δρόμο.
                     -Ποιος σας έβαζε;
                     -Ο στρατός βάζανε τα παιδιά. Είχαν βάλει και τον πατέρα μου κάποτε.
                     -Δηλαδή, κάνατε ανίχνευση στο δρόμο.
                     -Ναι. Και έλεγαν «θα πάτε στο δρόμο αυτό, εσύ θα πας από δω μέχρι εκεί. Αν δείτε άνθρωπο και δεν τον γνωρίζετε, που δεν είναι Λεπτοκαρίτης, να δείτε τι κάνουν στο δρόμο», γιατί βάζανε πολλές νάρκες. Είχαν βάλει τον πατέρα μου. Ο πατέρας είχε το μύλο. Δε μπορούσε να πάει και λέει: «θα πάει το παιδί». Άμα δεν ξέρει θα πάω να ειδοποιήσω τον από κάτω, τον επόμενο που ήμασταν φύλακες σ’ αυτόν τον δρόμο.
     
      2. ο τραυματίας

                     Εντωμεταξύ, θυμάμαι, ήταν Νοέμβριος του ’48 μετά τη μάχη αυτή. Ο πατέρας μου πήγε στη χωροφυλακή και είπε να πάει στο μύλο το παιδί. Είπαν αυτοί «ξέρει το παιδί»; «Ξέρει, γνωρίζει». Με βάλανε εμένα, πήγα εγώ, παίρνω ένα άλλο παιδί πάλι, το Λύρα για να πάμε το μισό δρόμο εγώ, το μισό δρόμο αυτός. Κων/νος Λύρας, ζει ακόμα. Μου λέγει: «Εσύ θα φυλάγεις μέχρι εκεί, εγώ θα κατέβαινα από δω, θα ανταμωνόμαστε, θα ξαναγυρίζουμε πάλι και θα τα λέμε αν βλέπαμε κανέναν. Αυτός ήταν 7-8 χρόνια μεγαλύτερος από μένα και μου λέει: «Άσε, δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα, πάρε μια κλάρα -είχε πολλούς κοσιαβαίους (κοτσίφια). Μόλις θα τινάζεις τη βατσινιά μέσα, ξέρω γω, κι εγώ με μια κλάρα θα τον σκοτώνουμε. Όντως έτσι κάναμε και είχε πολύ κοτσίφι. Χτυπούσαμε με κλάρα. Πάω εκεί δίπλα στο δρόμο που ήταν μια βατσινιά, μια πατλιά, κοιτάω, βλέπω μέσα ήταν ένα κουβάρι. Άνθρωπος τραυματισμένος -μου σηκώθηκε η τρίχα τώρα- «ω! μου λέει, τι είναι αυτό!», «δεν ξέρω», τον βλέπω εκεί όλο αίματα, το πόδι του εδώ πέρα, το πρόσωπο. Μέσ’ στη βατσινιά, ναι. Φεύγουμε από κει, κατεβαίνουμε στο Σταθμό (σιδηροδρομικό), ήταν οι μάυδες όλοι.
                     -Τον τραυματισμένο τον αφήσατε;
                     -Τον αφήσαμε εκεί και κατεβαίνουμε εδώ κάτω, λέμε: «Βρήκαμε αυτό κι αυτό στο τάδε σημείο, δίπλα στη βατσινιά, σ’ αυτήν την πατλιά είναι κάποιος άνθρωπος κρυμμένος». Είδαμε όλο αίματα, αλλά και το πόδι του πρέπει να το είχε σκοτωμένο. «Το είδατε καλά;», «καλά». Φέρει μια ομάδα από κει μαζί με μας με τα παιδιά, πάμε εκεί (πού είναι το γήπεδο τώρα της επάνω Λεπτοκαρυάς), το δείχνουμε την πατλιά. Μόλις τον είδαν αυτοί, ένας Λεπτοκαρίτης τον γνώρισε, ήταν από το Λιτόχωρο. Αυτός ήταν σύνδεσμος μεταξύ Παντελεήμονα και Λιτοχώρου, κατάλαβες; Επειδή αυτός, τον τραυμάτισε κάποιος, το παιδί ήταν μέρες εκεί, δε μπορούσε να κουνηθεί. Ήταν αντάρτης αυτός, τους αντάρτες υπηρετούσε και έμεινε εκεί. Είχε αδυνατίσει, δε μπορούσε να περπατήσει και λεγότανε Τριανταφύλλου. Λοιπόν, παν εκεί στη βρύση και τον αρχίζουν, τον ρίχνουν μέσα στο νερό. Ένας: «ε, λέει, τι το κάνετε», βγάζει ένα πιστόλι, «μπαμ, μπαμ, μπαμ», τον σκότωσε.
                     -Αλήθεια;
                     -Βέβαια. Φεύγουμε τροχάδην. Ναι, τον σκοτώνει, από λες, τον αφήνει. Έρχονται και τον παίρνουν ξανά, τον πήραν, φύγαμε εμείς. Πήγαμε στο χωριό εμείς, μας καλούν. Εγώ είχα χάσει τα πάντα, δεν ήξερα τι έλεγα. Εγώ, μόλις τον είδα σκοτωμένο, τα ‘χασα. Δεν ήξερα…Λέω στον πατέρα «δεν πάω άλλη φορά».
                     -Ο τραυματίας θέλει σέβας.
                     -Όποιος και να ‘ναι, και από τη μια πλευρά και από την άλλη. Εκ των υστέρων έμαθα ότι τον Τριανταφύλλου τον παίρνουν από δω και τον πετάζουν μέσ’ στο Μαυρονέρι. Ήρθαν κάποτε από το Λιτόχωρο κάτι συγγενείς του να μας ρωτήσουν και δε μ’ άφηνε ο πατέρας να πάω. Τους έλεγε ο πατέρας: «το παιδί δεν είναι εδώ, δεν είναι εδώ».

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Εμφύλιος: Λεπτοκαρυά, η μάχη του ‘48


  
              Στις 24 Αυγούστου 2013 ο Θανάσης Γ. Μπακάλης με υποδέχεται ευχαρίστως στο σπίτι του στη Λεπτοκαρυά. Μιλάει για τη δεύτερη μάχη  της Λεπτοκαρυάς που έγινε τον Σεπτέμβρη του 1948            :

Ο Θανάσης Μπακάλης αφηγείται:
     
1. περίγυρος του σχολείου

          -Εκεί που γινόταν η μάχη το 1948 ήμουνα 11 ετών.
          -Θυμάσαι καλά τα γεγονότα;
          -Βέβαια, διότι τα γεγονότα τα έζησα από κοντά. Ήμουνα μέσα στα γεγονότα. Μας κάψανε το σπίτι, καινούριο σπίτι, δέκα χρονών σπίτι. Μας πήραν τα ζώα, όλα τα γίδια, τα άλογα τα σκότωσαν όλα.
          -Γιατί κάψανε το σπίτι;
          -Γιατί το σχολείο, εκεί που ήταν ταμπουρωμένοι οι στρατιώτες και χωροφύλακες και για να βλέπουν αυτοί οι αντάρτες, κάψανε τα σπίτια που ήταν γύρω-γύρω στο σχολείο. Κάψανε τα σπίτια για να βλέπουν το οίκημα (το σχολείο), να πυροβολούν τα παράθυρα να μπαίνουν μέσα οι σφαίρες. Το σχολείο ήταν με ντουβάρια εξήντα πόντους. Δε μπορούσαν να το χτυπήσουν αλλιώς, μόνο από τα παράθυρα.
                     -Ποια άλλα σπίτια κάψανε;
                     -Κάψανε όσα ήταν γύρω από το σχολείο καμιά πεντέξι σπίτια.
                     -Πες μερικά, αν θυμάσαι.
                     -Ένας Κατσαρός Ιωάννης, Καζαμίας Δημήτριος, Μπακάλης Ιωάννης, ένας Γκατζάς ή Κουκάρας, ένας Γραβενίτης Γεώργιος. Αυτά τα σπίτια ήταν γύρω από το σχολείο, το οποίο ήταν κλεισμένο από τον στρατό.
                     -Μήπως θυμάσαι, Θανάση, τι ώρα ήταν;
                     -Ήταν 9-10.
                     -Μέσα στο σχολείο ήταν και ο Γρηγόρης Νικολός.
                     -Αυτός ήταν καλός άνθρωπος και πολεμιστής. Είχε ένα πολυβόλο, ήταν ασυρματιστής. Εντωμεταξύ, όμως, αφού είδε ότι δεν έρχεται δύναμη από πουθενά, πήρε το πολυβόλο, ήταν θαρραλέος, πήγαινε σε κάθε παράθυρο και πυροβολούσε σε όλες τις κατευθύνσεις. Μόνος του με κάτι άλλους. Και νόμιζαν οι αντάρτες ότι υπάρχουν πολλά πολυβόλα μέσα. Δεν πλησίαζαν κοντά. Εγώ κάθε μέρα μας φόρτωναν τα ζώα φαγητό και πηγαίναμε στα φυλάκια επάνω, το στρατό. Τους τάιζαν το μεσημέρι. Είχαν μαγειρεία μέσα στο χωριό. Τάιζαν τους φύλακες που ήταν στα φυλάκια, τους στρατιώτες, χωροφύλακες, τους μάυδες. Αυτοί που ήταν και από άλλα μέρη. Ήταν και από τη Σκοτίνα.
                     -Κουβαλούσατε εσείς;
                     -Βέβαια, εγώ με κάτι άλλα παιδιά. Μας έδεναν τα μουλάρια, τις χύτρες, τα φαγητά και πηγαίναμε, τόσες μερίδες θα πάρει το φυλάκιο αυτό, τόσες μερίδες αυτό και το φινάλε πηγαίναμε σε κάνα στρατιώτη εκεί πέρα: «εγώ δεν το τρώω όλο, φάτε και σεις». Και ζούσαμε και μεις.
        
      2. τα φυλάκια

                     -Ήταν πολλοί οι αντάρτες;
                     -Πάρα πολλοί, πάρα πολλοί, τρεις λόχοι.
                     -Από πού κατέβαιναν αυτοί;
                     -Αυτοί ήρθαν από κάτω τον Πλαταμώνα, πήγαν στη Σκοτίνα στο ξηροκάμι όλο, πήγαν στη Λεπτοκαρυά στο Σταθμό και με τα πόδια ανεβήκανε στην επάνω Λεπτοκαρυά. Αλλά ήρθε και μια άλλη δύναμη από την Καρυά Ελασσόνας και συναντήθηκαν εκεί πέρα και αρχίσανε να πυροβολούν. Πήραν τα φυλάκια όλα. Φυλάσσονταν η Λεπτοκαρυά γύρω-γύρω με φυλάκια.  
                     -Πώς τα κατάφεραν και κατέλαβαν τα φυλάκια;
                     -Οι φύλακες που φύλαγαν τα φυλάκια ήταν Μάυδες Λεπτοκαρίτες οι οποίοι, μόλις είδαν το μπαμ-μπουμ, φοβήθηκαν. Τους είχαν περικυκλώσει, διότι μπήκαν σε ένα μέρος του χωριού απομονώσανε τα φυλάκια ύστερα και όσους πιάσανε τους σκοτώσανε κατευθείαν.
                     -Επιτόπου; -«Επιτόπου».
                     -Πες μερικά ονόματα, αν θυμάσαι.
                     -Κουκάρας Βασίλειος, ένας νεαρός 18 χρονών γείτονάς μου, ένας Κουκάρας Διονύσιος, το σπίτι μου απείχε εκατό μέτρα, ένας Μυλονέρος, ένας πάλι Κουκάρας, ένας Παπαβάρτσας Μιχαήλ. Αυτοί ήταν φύλακες εκεί, Μάυδες. Επειδή, όμως, τους εγκλώβισαν οι αντάρτες, πήραν ένα φυλάκιο από μια δίοδο. Ερχότανε από άνω την Καρυά, σπάσανε εκείνο το φυλάκιο, δεν κάνουν πυροβολισμούς, δεν προβάλανε αντίσταση αυτοί, μπήκαν μέσα, τους πιάσανε αυτούς και μετά σιγά-σιγά μπήκαν πολλοί αντάρτες μέσα και κατεβήκανε μέχρι το σχολείο.
                     -Τι ώρα κάψανε το σχολείο;
                     -Δέκα με έντεκα το βράδυ. Όταν δε μπορούσαν να καταλάβουν το σχολείο, επεκτάθηκαν προς τα άλλα φυλάκια που ήταν προς το βόρειο τμήμα.
                     -Ήταν πολλά φυλάκια;
                     -Βέβαια. Κάθε ύψωμα και φυλάκιο.
                    
      3. καταστροφή

                     Ήθελαν να πάρουν το στρατηγείο που ήταν τα όπλα, τα γραφεία τους, του στρατού και των ΜΕΑ και της χωροφυλακής. Εξολόθρευσαν τις νότιες περιοχές βομβαρδίζοντας αυτές. Ο στρατός άρχισε να βομβαρδίζει τα φυλάκια που έχουν ήδη καταληφθεί. Δεν υπήρχε τίποτα όρθιο. Και σκοτώθηκαν πάρα πολλοί αντάρτες. Πάρα, πάρα, πάρα πολλοί. Σκότωσαν και τους δικούς μας μάυδες και χωροφύλακες. Ήταν πολύ φεγγάρι, πάρα πολύ φεγγάρι, ήσυχος καιρός, ζέστα που και οι στρατιώτες όποια κίνηση έβλεπαν στα υψώματα, βομβάρδιζαν εκεί πέρα. Και όποιος ήταν εκεί σκοτωνότανε. Κατά η ώρα δώδεκα περίπου μεσημέρι ο κόσμος ήταν κλεισμένος μέσα. Καταστροφή μεγάλη, σπίτια καμένα, άνθρωποι σκοτωμένοι, καμένοι.
     
      4. η δασκάλα

                     Η δασκάλα εκεί στο σχολείο, την κάψανε αυτήν ζωντανή. Το όνομά της Σοφία, το ’48 κάηκε το Σεπτέμβριο μήνα. Αυτή ήταν σε ένα σπίτι το οποίο το κάψανε. Εκεί νοίκιαζε. Γειτονιά ήμασταν. Τα σπίτια μας ήταν 20 μέτρα το ένα με το άλλο.
                     -Με ποιο τρόπο την σκότωσαν;
     

Στο σχολείο της Λεπτοκαρυάς

                -Αυτή, όταν κάψανε το σπίτι, δεν πήγε σε καμία οικογένεια να χωθεί. Και πήγε σε μια καλύβα. Ήταν κοντά στο σχολείο. Νόμιζε ότι στην καλύβα θα προστατευθεί.
                     -Αυτή η καλύβα τίνος ήταν;
                     -Ήταν απ’ αυτόν τον Κατσαρό που κάηκε το σπίτι. Η οικογένεια του Κατσαρού έφυγε και δεν την πήραν μαζί αυτήν. Έφυγε εκεί στη γειτονιά, στα άλλα τα σπίτια. Δεν κάψανε όλα τα σπίτια. Εντωμεταξύ, αυτή όπως πήγε εκεί πέρα, κάηκε η καλύβα, πήρε φωτιά η καλύβα κι αυτή βγήκε έξω και την πυροβόλησαν. Ήταν πολύ κοντά. Γινότανε χαμός. Ήταν αυτά τα διασταυρούμενα πυρά. Αφού είχαν καεί όλα εκεί γύρω-γύρω, εμείς, όταν πήγαμε, την βρήκαμε καμένη. Εντεκάμισι με δώδεκα η ώρα. Αλλά φαινόταν, όμως και τραυματισμένη η κοπέλα. Κάπου εδώ στα πόδια ήταν τραυματισμένη.  
                     -Πού τη θάψανε;
                     -Υπάρχει το μνήμα της στα μνήματα της Άνω Λεπτοκαρυάς.
     
      5. ο στρατός

                     Εντωμεταξύ, όμως, ήρθε ένα τανκ εκείνη την ώρα. Κατά η ώρα δωδεκάμισι. Γινότανε πόλεμος με πολλά βλήματα, όλμοι, δεν ήξερε κανένας τι γίνεται. Ζώα καμένα, σκοτωμένα ζώα, άνθρωποι πεθαμένοι, κάτω σκοτωμένοι, πρησμένοι. Τρομοκρατήθηκε ο κόσμος και ήρθε να δει τι γίνεται. Και ήρθε αυτό το τανκ εκεί πέρα. Ήταν επανδρωμένο το στρατό και οι αντάρτες, μόλις είδαν αυτό, έφυγαν. Φύγανε και πήγαν μέσ’ στα ρέματα. Όταν πήγαν στα ρέματα, φύγανε από την άλλη μεριά.
                     -Ποια ρέματα;
                     -Στο Μέγα Λάκκο. Μέγας λάκκος είναι στο νότιο τμήμα της Λεπτοκαρυάς, στον οποίο Μέγα λάκκο ήταν παρατεταγμένα φυλάκια γύρω-γύρω. Κατά διάστημα 50 μ., κατά 100 μ., 200 μ. ανάλογα. Και μετά πήγαν σε ένα ύψωμα από την άλλη πλευρά της Λεπτοκαρυάς και βομβάρδισαν μέσα στο σχολείο. Στη νότια πλευρά της Λεπτοκαρυάς.
                     -Πες μου τοποθεσίες, που πήγαν οι αντάρτες.
                     -Αυτοί είχαν πάει στην Τζιούκα, τώρα είναι οδός που πάει για την Καρυά (το ’52 έγινε). Από κει αυτοί πιάσανε τα υψώματα. Μόλις, όμως, πήγε ο στρατός και ξανακατέλαβε τα φυλάκια, βομβάρδιζε και ο στρατός αυτούς, τους έβλεπε όταν αυτοί τράπηκαν σε φυγή. Και δεν πήγαν μέσα στο χωριό, δεν πρόλαβαν να κάψουν κι άλλα σπίτια. Θα καίγονταν ολόκληρη η Λεπτοκαρυά.
                     -Ο στρατός ήταν επιτόπου ή ήρθε από αλλού;
                     -Ο στρατός ήταν στα επανδρωμένα φυλάκια. Αλλά είχε και μάυδες μέσα. Μετά το μεσημέρι ήρθε και άλλη δύναμη από το Λιτόχωρο, την Κατερίνη.

      6. η οικογένεια

                     Εμείς βγήκαμε έξω και έρχεται ο πατέρας μας και μας μάζεψε μέσα. Μάζεψε την οικογένεια και πήγαμε σε ένα διπλανό σπίτι εκεί. Τσαρούχας Ιωάννης λεγόταν-Χάρβας. Το σπίτι αυτό είχε έναν αντάρτη γιο, κατάλαβες; Και δεν το πυροβολούσαν. Εντωμεταξύ, τον είχαν βάλει επάνω στα νταβάνια, όπου ήταν καλαμπόκια, θηλιές καλαμπόκια. Και αυτός ήταν κρυμμένος εκεί πάνω και τι να κάνει ο άνθρωπος, κατουρούσε και κατουρούσε επάνω σε μας. Ήταν επάνω στα καλαμπόκια στην κουτλουγιόμς, που λέγαμε. Οι άλλοι φώναζαν «μην κατουράς», «δε μπορώ» έλεγε αυτός. Κρυμμένος ο άνθρωπος εκεί πάνω, γιατί θα τον σκότωναν.
                     Και μόλις βγαίνουμε εκεί πέφτει ένας πυροβολισμός από ‘να ύψωμα σε μας, γιατί είχαμε μετακομίσει σε άλλο σπίτι, το διπλανό, γιατί άρπαξε φωτιά το σπίτι αυτό, ρίχνουν πυροβολισμό και τραυματίζεται αυτή η Γενοβέφα του Τσιαπάρη.
                     -Το σπίτι που πήγατε τίνος ήταν;
                     -Μουσδράκας. Εντωμεταξύ, όμως, για καλή μας τύχη, τότε που φεύγαμε ήρθε το τανκ. Το μεσημέρι. Αυτοί έριχναν τις τελευταίες βολές, όποιον αρπάξ’ ο χάρος. Και πήγαμε εμείς στο άλλο το σπίτι, ήταν μεγάλο σπίτι αυτό, διώροφο, στου Μουσδράκα που λέμε. Ο στρατιώτης έβγαλε ρούχα και φόρεσε τα πολιτικά του παππού του και βγήκε και ήρθε κι αυτός μαζί με μας. Κρύφτηκε εκεί μέσα. Εντωμεταξύ ο πατέρας μου είχε κρυφτεί. Να μη τον πάρουν.
                     -Πού κρύφτηκε;
                     -Μέσα σε μια καλύβα, δικιά μας καλύβα, δεν είχε καεί αυτή. Καίγονταν το σπίτι, αλλά αυτή δεν καίγονταν, ήταν με λαμαρίνες. Και οι αντάρτες δεν είχαν την ευκαιρία να ψάξουν την καλύβα. Και όταν πήγαμε είδαμε καμένα όλα τα πράγματα, τα ζώα μας τα είχαν σκοτώσει όλα, διακόσια γίδια, πέντε φοράδες, μας τις σκότωσαν.
                     -Τα γίδια τα σκότωσαν ή τα πήραν;
                     -Τα γίδια τρομάξανε. Την ημέρα τα βγάζαμε έξω και το βράδυ η ώρα έξι μπαίνανε μέσα. Και τα μαζεύαμε μέσα στη στρούγκα, στο μαντρί. Πέσανε όλμοι και βλήματα και σκοτώθηκαν όλα. Θυμάμαι εγώ, ένα άλογο είχε μια άσπρη ωραία ουρά, καταστροφή. Δυο μουλάρια μας τα σκοτώσανε. Είχαν μείνει ένα μουλάρι κι ένα ζώο και το πήραν επιστράτευση μετά κι αυτό.
                     -Τελικά τι ώρα υποχώρησαν.
                     -Αυτοί υποχώρησαν μια με δυο το μεσημέρι. Όλοι φύγανε για την ίδια κατεύθυνση, προς την Καρυά.

ΕΙΚΟΝΕΣ

                                            
         Το μνήμα της δασκάλας    
          στα Κοιμητήρια της παλιάς 
          Λεπτοκαρυάς (Αγία Τριάδα)