Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΜΦΥΛΙΟΣ: Όλγα Βαγγελάκινα



Περιπέτεια που δεν ξεχνιέται

          Η Όλγα Κοκράνη, σύζυγος του Βαγγέλη Βαγγελάκου (1914-2009) μου δίνει συνέντευξη στις 25 Αυγούστου 1996 για μια προσωπική περιπέτεια στα χρόνια του Εμφυλίου. Η συζήτηση γίνεται στο σπίτι του Ποτιού Καρκαφίρη (1907-2003), που βρίσκεται στην τοποθεσία «Κλήμα» στην Κάτω Σκοτίνα.

1. ΛΙΤΟΧΩΡΟ. Κάπουτι μι τ’ ανταρτικά  πήγα στου Λιτόχουρου. Έμασα απουστουλιάτκα μήλα να πά’ να πα τα πλήσου να φέρου τα κουρίτσια μ’ του λάδ’, ζάχαρη, του ένα να φάν’ Πήρα ξένου γαϊδούρ’. Φόρτουσα τα μήλα. Στου Λιτόχουρου μας πιρικύκλουσι του στρατό. (Κάποτε, στην περίοδο των ανταρτών ταξίδεψα για Λιτόχωρο. Μάζεψα μήλα αποστολιάτικα και πήγα να τα πουλήσω για να φέρω στα κορίτσια μου τα απαραίτητα τρόφιμα, λάδι, ζάχαρη, το ένα, το άλλο για να φάνε. Στο Λιτόχωρο ήρθα με ξένο γαϊδούρι. Έρχεται ο στρατός και μας περικυκλώνει):
-Τι χαμπάργια ’π’ τ’ Σκουτίνα (τι νέα από τη Σκοτίνα);
-Καλά.
-Τηρήστι, λέ. Άμα μάθουμι ότι πήραν άτουμα κι δε μας λέτι, άλλ’ φουρά που θα ’ρθείτι θα σας πατήσουμι μι τα πουδάργια. «Προσέξτε, μας λέει ο υπεύθυνος. Σε περίπτωση που έρθουν στα αφτιά μας, ότι οι αντάρτες συλλάβανε άτομα και μας το κρύβετε, την επόμενη φορά που θα ξανάρθετε, θα σας κάνουμε λιώμα καταγής».

2. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΚΡΑΝΗΣ. Σι λίγου γλέπουμι τουν Απουστόλ’ του Γκουκράν’, του πανταλόν’ ξισκιζμένου ώς ιδώια σιαπάν’. Κι λέου: «Η Αντρουνίκ’ έστειλι τουν Απουστόλ’ μι του πανταλόν’ ξισκιζμένου! ε λίγα λεπτά βλέπουμε τον Αποστόλη τον Κοκράνη. Με το παντελόνι του όλο κουρέλι, σχισμένο μέχρις εδώ πάνω. Και λέω μέσα μου: «Πως το έπαθε αυτό η Αντρονίκη -τη γνωρίζεις την Αντρονίκη- να στείλει τον άντρα της τον Αποστόλη στα ξένα με σχισμένο παντελόνι!»).
Έρχιτι ι Απουστόλς, μι λέ’: «Όλγα, να σι πω ένα μυστικό».
-Τι Απουστόλ’;
-Θα πας στου χουργιό κι θα πεις ν’ Αντρουνίκ’  να πάρ’ του γαϊδούρ’ κι να σκουθεί να ’ρθεί στου Λιτόχουρου. Ιγώ έφυγα ’π’ τς αντάρτις, Όλγα. Τήρα τι πανταλόν’! τσι κι έτσι. Θα πας στο χωριό και θα πεις στην Αντρονίκη, τη γυναίκα μου, να πάρει το γαϊδούρι και να σηκωθεί να έρθει γρήγορα στο Λιτόχωρο. Εγώ δραπέτευσα από τους αντάρτες, Όλγα. Κοίταξε τι παντελόνι έχω).
-Καλά, θα πάνου να πα μπώ. (Καλά, θα πάω να της το πω).
Έφυγάμι. Τα πούλσαμι τα μήλα. ρθε η ώρα, φύγαμε από το Λιτόχωρο. Τα πουλήσαμε όλα τα μήλα).

3. ΑΓΩΝΙΑ. Φέγουμι. Μόλις ήρθαμι στου Καραγάτσ’ απ’ τουν Αγιώρ’ (μόλις φτάσαμε στο μεγάλο δέντρο καραγάτσι, που δεσπόζει μπροστά στον Αϊ-Γιώργη) γλέπουμι τ’ Φουτεινή, ντ Βσίλ’ τς Τσιόμ’ του κουρίτσ’. Λέ’:
-Αχ, πού είστι, μουρή! Σας αραδάει ι αντάρτς ι Κακαλόπουλους όξου. (Σας ψάχνει ο Κακαλόπουλος έξω στην πλατεία-Κοτσέκι).
Λέ’ η καημέν’ η πιθιρά μ’ -θέσχουρέστην-:
-Ε, Όλγα, να μη βρίσκουνταν τα μήλα αυτά! (Αμάν, βρε Όλγα! Που ήταν η ώρα και μπλέξαμε με τα μήλα αυτά!).
Ιγώ είχα ντ Βασιλεία. Ήθιλι να φάει βζί. (Εγώ κρατούσα στην αγκαλιά τη νεογέννητη Βασιλεία. Σαν μωρό, ζητούσε να βυζάξει).
Έκατσα στου παράθυρου, πήρα του κουρίτσ’ κι του βύζανα. Μι φουνάζ’  ι Βασίλς ι Τσιόμς. (Με φωνάζει ο βασίλης Γερομιχαλός-Τσιόμης):
-Ε, Όλγα, ε, Όλγα!
-Ουρίστι, λέου.
-Έλα ιδώ, σι θέλν όξου. (Έλα εδώ. Σε ζητάνε να βγεις έξω στην πλατεία).
-Α, καλά, λέου. Θα βζάξου του κουρίτσ’ κι θα ’ρθώ.
‘Ως να βγώ όξου, παρουσιάσκι του Ρίμινι του στρατό. (Μέχρι να ετοιμαστώ εμφανίστηκε ο στρατός του Ρίμινι). Ι Κακαλόπουλος πού να πααίν’. Πάει κι κρύφκι στ’ μανιά ν’ Τζιόμινα (κρύφτηκε στο σπίτι της γιαγιάς Γρηγόρινας-Τσιόμη). Σ’ ντχιά ντ’ Γρηγόρινα. Κι του στρατό έφυγι. (Και ο στρατός έφυγε).

4. ΦΡΙΚΗ:

ΙΔΙΩΜΑ: Ιμείς ιτότι δεν είχαμι γκαμπινέδις να πάμι, Όπ’ πάηναμι. Ικεί που πήγα σ’ ν’ ακρίτσα, ζ μπιθιρά μ’ μέσ’ στα δέντρα, πήγα να κάνου του νιρό μ’, ακούου "κραπ, κραπ" μέσ’ στου λάκκου. Ι Κακαλόπουλος.
-«Άκου να σι πώ», μι λέ’. «Μη μιλάς. Αν βγάλς κουβέντα ότι φέγου απού δω, θα σι βγάλου λουρίδις τα πόδια ώς ιδώ σιαπάν’».
-Μπά! Ιγώ δε λέου, δε λέου.
Τα Βαγγιλακούλια ικείνου του βράδ’ πήραν όπλα.  Ι Μήτσιους κι ι Μίχους.
-Τρέξτι, λέ’, τώρα πέρασι ι Κακαλόπουλος σιαπάν’.
Μι λίγις μέρις ύστρα, έμαθι ι στρατός πως είχι η μανιά Γρηγόρινα του Γκακαλόπουλο. Κι έφαγι ξύλου η μανιά η Τσιόμινα!

ΚΟΙΝΗ: Εμείς εκείνη την εποχή δεν είχαμε αποχωρητήρια για την ανάγκη μας, όπως έχουμε τώρα. Πηγαίναμε όπου τύχαινε. Μια στιγμή, αφού ξάκρισα για κατούρημα, ανάμεσα στα δέντρα της πεθεράς μου, ακούω ένα θόρυβο: «κραπ, κραπ», μέσα στο λάκκο. Μπροστά μου ο Κακαλόπουλος.
-«Άκου να σου πω, μου λέει. Βούλωσέ το. Αν βγάλεις κουβέντα ότι φεύγω από ‘δω, αν το μάθω ότι με παίρνουν από κοντά, θα σε σφάξω και θα βγάλω το σώμα σου λωρίδες. Από τα πόδια μέχρι την κορυφή».
          -Αποκλείεται. Δε λέω τίποτα εγώ. Απολύτως τίποτα.
          Τα παιδιά του Βαγγελάκου Μήτσιος και Μίχος εκείνη τη βραδιά οπλίστηκαν.
-Τρέξτε. Μη χασομεράτε. Μόλις πέρασε ο Κακαλόπουλος και τράβηξε προς τα πάνω.
Ύστερα από λίγες μέρες τα πληροφορήθηκε η στρατιωτική διοίκηση, πως η γιαγιά Γρηγόρινα-Γερομιχαλού φιλοξένησε τον Κακαλόπουλο. Αυτό της κόστισε.  Έφαγε πολύ ξύλο.
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ

 


                                     Απόστολος Κοκράνης και η σύζυγος 
                                     Ανδρονίκη Αθ. Καρκαφίρη-Τσιούρβα


                          Η βρύση στην τοποθεσία "Κλήμα" (Κάτω Σκοτίνα) 
                          στη γειτονιά του Ποτιού Καρκαφίρη-Τσιαούση. 
                          Η βρύση είναι έργο του συλλόγου των απανταχού 
                                                Σκοτινιωτών "ο Καλλίνικος"