Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

λακκώματα: Τρανός Λάκκος




    Από τα νδ της Άνω Σκοτίνας (δάσος Σκοτίνας-Παντελεήμονα) ξεκινάνε λακκούλια, «μαζέματα», τα οποία σχηματίζουν τον  Τρανό Λάκκο. Ο Λάκκος τραβάει προς τα κάτω ώσπου συναντάει τη Σμίξη (εξ ου και η ονομασία). Από το αναβρικό «Κουτσούρα» (στο μονοπάτι προς Πρίπορα)  ο Λάκκος αποτελεί σύνορο Παντελεήμονα-Σκοτίνας. Ο Τρανός Λάκος λέγεται και Λάκος Ιμπραήμ. Πιθανόν εκεί να σκοτώθηκε κάποιος Τούρκος με το όνομα αυτό.
            Ο μακαρίτης Γιάννης Στύλος-Τσιακμάκης (καλοκαίρι 2003) θυμίζει: «Βγαίνουμι ψηλά στ' Αντουνόπλ', στου λάκκου του Ντρανό. Τραβά παραπάν στου πιριβόλ' τ' Χασιώτ'. Απ' του λάκκου  του Ντρανό αριστιρά Παντλιμουνίτκα κι διξιά δικά μας. Μιτά ζ ντ Μπάρα ντ Γκαλιαμπού. Ο λάκκος πάει στ' Πρότσ' κι συνιχίζ' μέχρι τ' Κατή» [Ανοιγόμαστε προς την ανηφόρα, στο κτήμα του Αντωνόπουλου και συνέχεια προς τον Τρανό Λάκκο. Στη συνέχεια προχωράμε και συναντάμε το περιβόλι (κασταναριό) του Χασιώτη. Στα αριστερά είναι κτήματα Παντελεημονίτικα, στα δεξιά δικά μας. Πιο πάνω δεξιά βρίσκεται η μπάρα του Καλιαμπού. Ο λάκκος τραβάει προς την Πρότση και συνεχίζει μέχρι τη λίμνη του Κατή]. Επιπλέον ο Θωμάς Ε. Μάνος (11.2.15) τονίζει: «Πιο πάνω (ο Λάκκος) πααίν’ στ’ αναβρικό τς Κατσούρας, ψηλά ‘π’ του δρόμου όπους πάμι κα του Παντιλέμινου, βγαίν’ πάλι κα τ’ Σαλτάν’, στα Χασιωτάτκα δεξιά». 

Βασικά τοπωνύμια που προσεγγίζουν τον Τρανό Λάκκο και έρχονται στη μνήμη μου είναι:  
1. Πρίπουρας, οροπέδιο με πολλά κασταναριά (λάκκα ή μπάρα Καλιαμπού) ανάμεσα στη Γκλιζμούρα* και Τρανό Λάκκο. Απ' εκεί περνάει ο αγροτικός δρόμος που ξεκινάει από τον άγιο Παντελεήμονα και τραβάει προς Άνω Σκοτίνα.
          Πρίπουρας, η φωτογραφία είναι παρμένη από τον " Πλάτανο" της Άνω Σκοτίνας

2. Πρότση (η), σύνορο (λάκκος) περιοχών Άνω Σκοτίνας και Αγ. Παντελεήμονα. Τοπίο άγριο με καθαρά νερά. Έλατα και οξιές σκοτεινιάζουν τον τόπο.
        ----------  
* Γκλιζμούρα (η), στην απέναντι ράχη της Άνω Σκοτίνας, "παναθέ 'π' τζ Ζγκούρα". 'Ισως από το γκριμούρα, γκρέμουρας (κρημνός). Εκεί ο γκρεμός είναι πολύ απότομος, καταλήγει στην πηγή Ζγκούρα. Θυμάμαι το περιστατικό που μου συνέβη το καλοκαίρι του 1946. Στον «Παλιόμπλο» (κοντά στη Ζγούρα) στάλιζα τα γίδια. Τα γίδια παίζανε, πέφτανε στη μπάρα και κολυμπούσαν. Για να δροσιστώ κι εγώ ρίχνω στη «μπουλντούκα» ένα κούτσουρο. πουλντούκα (η), γούρνα όπου χύνεται το νερό με ορμή, μεγάλη μπάρα. Αλλού βόθανος=λάκκος, όρυγμα, ρέμα, ποτάμι (Θεσσαλία), μπουντουράγια (Κολινδρός), "μπουλντιούκα" (Μηλιά Πιερίας). Πάω κι εγώ να καβαλήσω το κούτσουρο. Αυτό αναποδογυρίζει κι εγώ κρεμασμένος στα βαθιά νερά. Κόντεψε να πνιγώ. Ευτυχώς αγκαλιάζω το κούτσουρο και βγαίνω σώος στην απέναντι όχθη. Τα γίδια παίρνουν το μονοπάτι που βγάζει στον Πρίπορα. Ακολουθώ τα γίδια, βγαίνω στο ξέφωτο, στη μπάρα-λάκκα Καλιαμπού. Εκεί εμφανίζεται στρατός (εθνικός ή δημοκρατικός δεν ξέρω). Πήγαινε από Παντελεήμονα προς Άνω Σκοτίνα κι από κει στην Καλλιπεύκη. Δεν με πείραξαν. Μάλλον με λυπήθηκαν γιατί με είδαν «πιστίλ» μούσκεμα. Μερικοί στρατιώτες γέλαγαν γιατί τους παραξένεψε το παντελόνι μου. Χάζευαν γιατί τα μπαλώματα ήταν περισσότερα από το κύριο παντελόνι.
        ----------
Σημείωση: Στην Πρότση συναντιόμασταν οι τσοπάνηδες των δυο χωριών (Παντελεήμονας και Σκοτίνα). Το μεσημέρι, που τα γίδια στάλιζαν, εμείς το ρίχναμε στην πάλη (αντίπαλα μέρη τα δυο χωριά). Συγκεκριμένα θυμάμαι οι δυο από τη Σκοτίνα (Καλιαμπός και Πινακάς) παλεύαμε με δυο τσομπανόπουλα του Παντελεήμονα. Ο Χρήστος Θ. Σακελλάρης μου εκμυστηρεύτηκε (14.2.15): «Ικεί στ’ Πρότσ’ ήταν 7-8 Παντλιμοτάκια μι μανάρια (κατσίκια). Ήταν ένα μεγάλο κρεβάτι (ξυλοκρέβατο). Το έφκιασαν οι μεγάλοι τσομπαναραίοι Παντλεμονίτες. Μαζεύονταν εκεί και ξάπλωναν. Ήταν δυο δέντρα στα οποία στήριζαν τα μεγάλα ξύλα της κρεβατίνας». Από τη μέρα που έγινε το μακάβριο φονικό (Γενάρης 1944) στη σκοτεινή ρεματιά της Πρότσης, πάψαμε να πλησιάζουμε το τοπίο. Μικρά παιδιά ήμασταν και τρέμαμε ακόμα και στο άκοσμα της λέξης «Πρότση». Λέγανε ότι μέσα στη ρεματιά βογκούσε το αίμα των νεκρών.
----------
Επεξηγήσεις στο σχήμα

1. Δημόσιος ασφαλτοστρωμένος δρόμος (Παντελεήμονας-Καλλιπεύκη). . Εξυπηρετεί τη συγκοινωνία Θεσσαλία-Μακεδονία όταν κλείνουν τα Τέμπη.
2. Αγροτικός δρόμος (Παντελεήμονας-Άνω Σκοτίνα).
3. Σαλτάν, τοπωνύμιο απέναντι από την Πρότση στο Παντελεημονίτικο.
4. Κατσούρα, αναβρικό στο σημείο που ο δρόμος 2 ενώνεται με τον Τρανό Λάκκο, λίγο παρακάτω από την Πρότση.
5. Πρίπορας (λάκκα-γούρνα Καλιαμπού).
6. Κουρκουφωλιά, ο βράχος απέναντι (ανατολικά) από τη Σμίξη.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Εμφύλιος: Αθανάσιος Κουμουρτζής


             Ο Βαγγέλης Κουμουρτζής του Αθανασίου (1933-2008, βλέπε φωτογραφία)  εξιστορεί το άτυχο τέλος της ζωής του πατέρα του στα χρόνια του Εμφυλίου. Ο δύστυχος πατέρας εκτελέστηκε από τους αντάρτες το 1947 στις νότιες πλαγιές του Ολύμπου. Η συνέντευξη με τον Βαγγέλη έγινε το καλοκαίρι του 2005:

       Ήταν άνοιξ' του '47. Μι τουν Απουστόλ' βουσκούσις τα γίδια στα Καμίνια. Ικειν’ τη μέρα πήραν οι αντάρτις του μπατέρα μ’. Ιγώ είχα τα ζγούργια, αυτού κάτ' στ' Μανόλ' τ' Κουμουρτζή απ’ του ‘χι μουργιές. Απού ‘κεί πήδησι ι μπαμπάζ μ' κάτου, απ' τ' μουργιά βγήκι όξου, δε ντουν ξαναείδα. Είχαν πάρ' του μουλάρ'. Πάει ι Μήτσιους ι Χασιώτς, λέ': «Κυρά Νάσινα, πού 'νι, θέλν του μουλάρ' όξου» (δηλαδή στην πλατεία). «Μ' τώρα κατέφκι, καλό μ', λέ' η μάνα μ', μι του μουλάρ'».
      Ι μπαμπάζ μ' ήρθι ικεί στα ζγούρια κι μι λέ': «Κατέφκι ι Μήτσιους μι του μπλάρ'»; «Κατέφκι, μπαμπά, αλλά ήρθι ι Μήτσιους ι Χασιώτς κι... μπαρμπα Γιάντζ ι Παπαζιώγας…» Τουν φουνάζ' ι πατέρας: [Ήταν άνοιξη του 1947. Εγώ ήμουνα απασχολημένος με τα ζυγούρια. Τα βοσκούσα εκεί κάτω, στο κτήμα του Μανόλη Κουμουρτζή, που ήταν γεμάτο από μουριές. Θυμάμαι, πώς από εκεί, από μια μουριά πήδησε κάτω ο πατέρας μου, εξαφανίστηκε έξω στο βουνό και, έκτοτε, δεν τον ξαναείδα. Ναι. Μόλις επέστρεψε το ζώο, εμφανίζεται ο Μήτσος ο Χασιώτης και λέει: «Κυρά Νάσινα, πού είναι ο Θανάσης; Ζητάνε να πάτε το μουλάρι έξω στα καφενεία, στο Κουτσέκι.  «Μα, παιδί μου, ο άντρας μου μόλις έφυγε με το μουλάρι».
     Ο πατέρας μου ήρθε εκεί στα ζυγούρια  και μου λέει: «Κατέβηκε ο Μήτσος με το μουλάρι»; «Κατέβηκε, πατέρα, αλλά παρουσιάστηκε ο Μήτσος ο Χασιώτης ...κι ο μπάρμπα Γιάννης Παπαζιώγας. Τον φωνάζει ο πατέρας]:

      -Ω Γιάν'!
      -Όι.
-Σι ζήτσαν ισένα του μπλάρ';
-Όχ'.
       Ήρθι ι Μήτσιους απού πάν' μι τα πρόβατα, πάει τουν βρήκι διμένουν. Τουν έδισαν στ' Κουκουλιάρα του καφινείου. Βγήκι ι μπαμπάζ μ' στου καφινείου χουρίς να ξέρ' τι συμβαίν'. Για του ζώου βγήκι, Αυτοί μάζιβαν τα ζώα όξου στου Κουτσέκ'. Ικεί ήταν πουλλοί, ι Απουστόλς ι Κουκράντζ, ι Κουλιός. Αφνούς δε τς έδισαν όμους. Ι Απουστόλς ι Ντάμπλιας, ι Νάσιους ι Τσιούρβας. Στουν (στήνουν) του πουλυβόλου ζ μπόρτα, έβγαλαν του φόρτουμα 'π' του Νικόλα, τ' Κουλιού τ' άλουγου κι τς έδισαν τα χέργια πίσου. Το ‘βαλαν δρόμουν, κα τουν άγιου Νικόλα. Μ' ένα φόρτουμα.
[Έρχεται ο Μήτσος από πάνω με τα πρόβατα και τον βρίσκει δεμένο. Τον δέσανε στο καφενείο του Κουκουλιάρα. Εντωμεταξύ ο πατέρας μου βγήκε έξω στο καφενείο χωρίς να ξέρει τι συμβαίνει. Βγήκε για να προστατέψει το ζώο. Σκοπός των ανταρτών ήταν να συγκεντρώσουν τα ζώα στην πλατεία. Εκεί είδε πολλούς μαζεμένους. Ήταν ο Αποστόλης ο Κοκράνης, ο Νικόλας ο Δάμπλιας-Κολιός. Μερικούς από αυτούς δεν τους έδεσαν. Όπως τον Αποστόλη Δάμπλια, το Νάσιο Καρκαφίρη-Τσιούρβα. Στήνουν το πολυβόλο μπροστά στην πόρτα του καφενείου. Βγάζουν το μεγάλο χοντρό σκοινί από το άλογο του Νικόλα Δάμπλια και τους δένουν τα χέρια πίσω. Ύστερα αποφασίσανε να προχωρήσουν προς το δρόμο που φέρνει στον άγιο Νικόλαο. Με ένα φόρτωμα -σκοινί- τους δέσανε].
      -Πόσοι ήταν δεμένοι εδώ στο Κοτσέκι (πλατεία);
     -Τέσσιρα άτουμα: ι πατέραζ μ', ι Νικουλής ι Γιργουλάς, ι Απουστόλς ι Κουκράντζ κι ι Νικόλας ι Ντάμπλιας. Απ' τουν άγιου Νικόλα, 'π' του νικρουταφείου, στ' Αλώνια, στα Σιντούκια απάν κι βγήκαν ζ Ντουργιανή. Ζ Ντουργιανή ανήλια, ικεί τς έκουψαν. Απ' τ' αναβρικό τ' Αλέξ' πιο 'πάν'. Ε, ικεί σ' ένα μπαϊράκ' αφού τς σκότουσαν, τς έκαμαν, τς έρξαν απ' του βριάχου κάτ'. Ε, τς έρξαν ζουντανοί, αρά Γιάν', όπους σταύρουσαν του Χριστό. Τέτοιου θάνατου είδαν. Πρώτα τς τυράγνισαν. Μι τα μαχαίρια τα τέτχια.  Ήταν κι μια γυναίκα απ' τ' Λιφτουκαρυά. Ντ Γιάν' του Γκουνό. Τ' άλλα τ' αδέρφια βγήκαν όξου, ι Σταύρους ι καπιτάνιους κ.τ.λ., πήραν κι αυτόν, αλλά τουν απόλκαν. Τ' νύφ' ν' έκουψαν. Τ' νύφ' απ' τουν αδιρφό τ'.
[Τέσσερα άτομα. ο πατέρας μου, ο Νικολής ο Γεργολάς, ο Αποστόλης Κοκράνης και ο Νικόλας ο Δάμπλιας. Αφήνουν τον άγιο Νικόλαο, το νεκροταφείο, προχωράνε προς τα Αλώνια, ανηφορίζουν τα Σεντούκια και βγαίνουν στη Δουργιανή. Καταλήγουν στην ανήλια πλευρά της Δουργιανής. Εκεί τους εκτέλεσαν. Συγκεκριμένα πιο πάνω από την πηγή νερού του Αλέξη. Ε, εκεί πάνω σε ένα ξέφωτο, αφού τους εκτέλεσαν, πώς τους τυράννησαν, του πετάξανε κάτω στους βράχους. Μωρέ Γιάννη, τους πετάξανε ζωντανούς. Πάθανε αυτά που υπέφερε ο Χριστός. Τέτοιο θάνατο γνώρισαν. Αρχικά τους τυράννησαν. Με μαχαίρια και τα τοιαύτα. Στο μαρτύριο ήταν και μια γυναίκα από τη Λεπτοκαρυά. Κόρη του Γιάννη του Εγγονού. Τα άλλα της τα αδέρφια βγήκανε έξω στο βουνό, ο Σταύρος ο καπετάνιος. Αλλά αυτούς τους απελευθέρωσαν. Και τον Σταύρο τον απέλυσαν, ενώ τη νύφη την εκτέλεσαν. Δηλαδή τη γυναίκα του αδερφού του]. 
      -Για ποιο λόγο σκότωσαν τον πατέρα σου;
  -Τάχα συνιργάζουνταν στου Λιτόχουρου μι ν' αστυνουμία. Ήταν χουρουφύλακας ι μπαμπάζ μ', είχι απουλυθεί ιτότι. Έκαμι καναδυό χρόνια χουρουφύλακας. Υπηρέτσι Ιδώ ζ Μπλαταμώνα.  Ήταν διμοιρίτς, ινουματάρχης. Δεν ήταν απλός χουρουφύλακας. Μιτά απού πιντέξ μέρις ήρθι η ταξιαρχία του Ρίμινι. Πήγαν πιντέξ χουρουφύλακις κι τς πήραν απ' αυτού πάν'. Κάνα μήνα, δυο έκατσι η ταξιαρχία του Ρίμινι. Ι Γιάντζ αυτός ι πασιάς  ι Τσινιάνης ήταν χουρουφύλακας ακόμα. Τς πήραν απού 'κεί, μύρζαν ακόμα. Είχαν μσουλιώσ'. Είχαν ένα μήνα αυτού, πιταγμέν' κάτ'. Η μάνα μ' πήγι, ι αδιρφόζ μ' ι Μήτσιους ι μιγάλους πάει. Απ' τζ Γιργουλαί ήταν οι χουρουφυλάκ', ι Μανόλς κι ι Γιώρς. Ήταν τρια πτώματα, ι μπαμάζ μ', ι Νικουλής ι Γιργουλάς, κι μια γναίκα. Αλλά ήταν κι ένα πιδί ντ Μπατάλα, είκουσ' χρουνών πιδί, απ' τ' Λιφτουκαρυά, τς είχαν ούλ' μαζί. Τα πτώματα τα φέραμι ιδώ. Τς θάψαμι κιόλα. Ήταν μσάλιουτ', τς θάψαμι στου νικρουταφείου. [Είχαν υπόνοιες ότι αυτός συνεργάζονταν με την αστυνομία Λιτοχώρυ. Ο πατέρας μου υπηρετούσε στη χωροφυλακή και μόλις είχε απολυθεί. Υπηρέτησε στη χωροφυλακή γύρω στα δυο χρόνια. υπηρέτησε εδώ στον Πλαταμώνα. Ήταν διμοιρίτης. Είχε το βαθμό του ενωμοτάρχη ο πατέρας μου. Δεν ήταν απλός χωροφύλακας. Ύστερα από πεντέξι μέρες κατέφτασε στο χωριό η ταξιαρχία του Ρίμινι. Οπότε αποφάσισαν να πάνε στον τόπο της εκτέλεσης μερικοί χωροφύλακες και φέρανε τα πτώματα. Η ταξιαρχία του Ρίμινι κάθισε εδώ ένα με δυο μήνες. Ο Γιάννης Τσινιάνης, που τον λέμε πασιά,  υπηρετούσε ακόμα στη χωροφυλακή. Πήραν τα πτώματα από εκεί πάνω. Ακόμα είχαν μια μυρωδιά. Είχαν μισολιώσει. Ένα μήνα ήταν πεταμένα τα πτώματα κάτω στους βράχους. Πήγε η μάνα μου και ο μεγαλύτερος αδερφός μας Μήτσος. Από τους Γεργολαίους ήταν ο Μανόλης και Γιώργος, χωροφύλακες και οι δυο. Ήταν τρία πτώματα, ο πατέρας μου, ο Νικολής Γεργολάς και η γυναίκα από τη Λεπτοκαρυά. Αλλά ήταν κι ένα παιδί του Μπατάλα, από τη Λεπτοκαρυά. Παιδί είκοσι χρονών. Τους είχαν όλους μαζί συγκεντρωμένους. Τα πτώματα τα μεταφέραμε εδώ στο χωριό. Εδώ τους θάψαμε. Είχαν μισολιώσει. Τους θάψαμε στο νεκτοταφείο].
      -Τελικά, ποιος σκότωσε τον πατέρα σου;
      -Πρόδουσαν απού 'δώ. Βρήκα του Γαλάν αυτόν τουν Απουστόλ' ικεί στα Κουλουρίζια, ιγώ πάηνα ψλά, έκουβα ξύλα κι αυτός είχι πιριβόλ' ικεί. Κι καθόμασταν, μ' έδουσι κι τσιγάρου, να πιούμι. Ήταν τότι προεκλογικά κι μι λέ': "Βαγγέλ' τώρα θα μας ψηφίεις". Τουν λέου : "Πού θα ψηφίσου, αρά Απουστόλ', ισάς θα ψηφίσου; Του μπαμπά μ' τουν έγδαρέτι ζουντανό". «Δε ντουν έκουψαν οι αντάρτις του μπαμπά σ'. Τουν έκουψαν απ’ του χουργιό σ’». [Έπεσε προδοσία από εδώ. Συνάντησα εγώ τον Γαλάνη τον Αποστόλη, το γνωστό Παντελεημονίτη. Τον συνάντησα στα Κολορίζια. Πήγαινα εγώ εκεί πάνω για να κόψω καυσόξυλα και αυτός είχε εκεί κοντά το περιβόλι. Καθόμασταν εκεί, αυτός προσφέρθηκε να μου δώσει τσιγάρο. Τύχαμε σε περίοδο προεκλογικού αγώνα. Μου λέει: "Βαγγέλη, φαντάζομαι να μας ψηφίσεις". Εγώ του απαντώ: " Μωρέ Αποστόλη, πού να ψηφίσω; Να ψηφίσω εσάς; Το  πατέρα μου τον γδάρατε ζωντανό".  «Τον πατέρα σου  δεν τον εκτέλεσαν οι αντάρτες, μου λέει. Τον φάγανε οι χωριανοί σου».
      -Τι ηλικία είχε τότε ο πατέρας σου; 
      -Να είχι 47,48 χρόνια...
--------
Επεξήγηση τοπωνυμίων:
Αλώνια (τα), τοπων. στην Κάτω Σκοτίνα προς τη Λεπτοκαρυά, πλάι στα Λείβηθρα.  Παλιότερα εκεί υπήρχαν πέτρινα αλώνια κι ο κόσμος αλώνιζε τα στάρια "μι τζ δουκάνις, μι βόδια, μι γιλάδγια. . . " (Διονύσης Στύλος-Τσιακμάκης). Με την περιοχή αυτή συνδέεται το Σκοτινιώτικο τραγούδι: «Κάτου στα πέντι αλώνια, Γιάννη μ', παίζ’ ι βασιλιάς…».
Δουργιανή (η), τοπων. όρος προς β. της Άνω Σκοτίνας. "Παρατηρούμεν εις το αυτό μέρος (νότια του Ολύμπου) διανοιγομένας τέσσαρας στενάς φάραγγας εισχωρούσας βαθέως εις τα πλευρά του όρους. Δι αυτών εκχέονται τέσσαρες χείμαρροι, οίτινες ενούμενοι αποτελούσι την Ζιλιάναν. Αι δύο πρώται εξ αυτών κατέρχονται εκ του όρους προς β. του χωρίου Σκοτίνα, κεχωρισμέναι των άλλων υπό μεγάλου βράχου κατά κορυφήν τετμημένου, όστις ορθούται μεταξύ αυτών ως μεσότοιχον και καλείται Καραβίδα ή Δουργιανή. Η τρίτη είναι το στενόν της μονής των Κανάλων, δι ού κατέρχονται τα ύδατα της πεδιάδος της Καρυάς, η δε τέταρτη κατεβαίνει έκ τινος άλλου μικρού οροπεδίου, το οποίον καλείται Μπεκλέση» (Δημήτριος Δάμπλιας).
Καμίνια: ανοιχτός χώρος για στάλισμα. Κι εγώ τη μέρα της εκτέλεσης του Αθανασίου Κουμουρτζή στάλιζα τα γίδια στα Καμίνια παρέα με τον αδερφό του Βαγγέλη Αποστόλη.
Σεντούκια (τα), τοπων. βδ. της Κάτω Σκοτίνας, παραπάνω απ' τ' Αλώνια, κοντά στη Ζλιάνα. Έχουμε άνω και κάτω Σεντούκια, από τις δυο βαθιές μπάρες που σχηματίζουν δύο, αντίστοιχα, καταρράκτες. Αυτές οι μπάρες μοιάζουν με  σεντούκια.

Συγκενολόι Κουμουρτζή (μερικώς)

Α. Μήτρος, σύζυγος Καλλιόπα ντ Μπιμπέ             
1. Αθανάσιος, σ. Πηνελόπη Απ. Κοκράνη
α. Ελένη, σ. 1. Δ. Κουκουσάς, 2. Αθ. Γεργολάς                
β. Δημήτριος, σ. Μαριγούλα  Εμ. Μερίκου   
γ. Απόστολος, σ. Στάμω Κ. Βλέτση 
δ. Ευάγγελος, σ. Πηνελόπη Αντ. Χριστινόπουλου
ε. Κων/νος, σ. Καλούδα Ιω. Γερομιχαλού.      
στ. Γρηγόρης, σ. Θεοδώρα Λ. Συντριβάνη     
              ζ. Φωτεινή, σ. Λεωνίδας Τσιαπάρης    
              η. Δήμητρα, πέθανε μικρή                                                  
               2. Καλλιόπα                                        
               3. Τσιβώ
Β. Μανόλης, σ. Γραμματή                 
               1. Γιάννης, σ. Ασπασία Ν. Καρκαφίρη
              α. Μανόλης, σ. Ολυμπία Καρκαφίρη  -Τσιούρβα
              β. Γραμματή, σ. Νικόλαος Αθ. Μαρνέλας 
              γ. Τασούλα, σ από ξένα      
              δ. Ολυμπία, σ. Βασ. Γερομιχαλός 
              ε. Μαρία, σ. από ξένα
               2. Καλλιόπα, σ. Αθ. Κουκουσάς                                       
               3. Τασιούλου, σ. Ιω. Μπιλιάγκας
Γ. Κων/νος, σ. από Λιτόχωρο                      
Δ. Καλούδα. σ. Γεώργιος Βλέτσης  
Ε. Κατερίνα, σ. Ιω. Στύλος

ΕΙΚΟΝΕΣ



Το σπίτι του Κουκουλιάρα στο Κοτσέκι (πλατεία Κάτω Σκοτίνας). Στο ισόγειο (παλιότερα) υπήρχε καφενείο. Εκεί ανακρίνονταν όσοι προορίζονταν για το δρόμο της εκτέλεσης (Εμφύλιος). 



Ο Μπάμπης (Χαράλαμπος) Μητός μου δίνει συνέντευξη που αναφέρεται στον αντάρτη του 1947. Αυτός έδεσε τους ανθρώπους (καφενείο Κουκουλιάρα) που προορίζονταν για εκτέλεση. 



                                    Η Όλγα, σύζυγος του Μπάμπη και .
                                εγγονή του θύματος Νάσιου Κουμουρτζή