Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Εμφύλιος: Πηνελόπη Τράντα - Οικονόμου

Ι
 


            Το καλοκαίρι του 1998 η Πηνελόπη Τράντα (1926-2011), χήρα του Διονύση Οικονόμου, επισκέπτεται το σπίτι μου στη Βασίλα (συνοικία Σκοτίνας) για να μου πει ιστορίες του Εμφυλίου (κασέτα 1998/1).


1. πρόσφυγες, ζωή…σκλαβιά

Μιγαλουβδόμαδα  τότι που έφυγάμι απού δω. Κι πήγαμι στ’ Λιφτουκαρυά κι απού κεί στου Λτόχουρου κι απού κει ζ Γκατιρίν’ κι ξαναγύρσαμι δω. Είχα κι τ’ Λιφτιρία γινμέν’ κι γύρσαμι του ‘50. Ζουή σκλαβιά! *. [Ήταν Μεγάλη βδομάδα (1948), όταν ξεκινήσαμε από δω για τον τόπο της προσφυγιάς. Στην αρχή πήγαμε στη Λεπτοκαρυά και στη συνέχεια στο Λιτόχωρο κι από το Λιτόχωρο στην Κατερίνη. Από την Κατερίνη επιστρέψαμε εδώ, όταν επαναπατριστήκαμε, το 1950. Μαζί μου είχα και την Ελευθερία, που μόλις είχε γεννηθεί. Ζωή σκλαβιά].
            -Με τι μέσο πήγατε στη Λεπτοκαρυά.
            -Πιρπατούντα. [Περπατώντας].
            -Πήρατε τίποτα μαζί σας; Τα σέια κλπ;
-Τίπουτα δε μπήραμι. Μόν’ μι του κουρμί μας. Καναδυό ρούχα πήραμι. Ιγώ, ι Τάσιους ι Γκλιμούρας, η Κουνιώ, η νιουλαία, κατάλαβις, ι Διουνύ ’ης, η νιουλαία κι πήγαμι σ’ ντ τχιά ν’ Όλγα, ν’ αδιρφή τς μάναζ μ’, Μπακάλινα. Στ’ Λιφτουκαρυά. Ιδώ τά ’φσαμι ούλα. Ήταν η πιθιρά μ’ ιδώ, ήταν ι Παναϊώτς, ι Παπαπαθανά ’ης ι σχουρημένους, βουσκούσαν πρόβατα. Η νιολαία έφυγάμι. Τα μικρότιρα έκατσαν ιδώ. Ύστιρα πήραν του μπαπά Γιάν’ κι πήρι ι Διουνύ ’ης άδεια απ’ του στρατό κι κουβάλσαμι τα πράματα μι του μπλάρ’. Κι ιγώ φουρτουμέν’. Ιγώ θυμούμι  του σιντούκ’ τς μάνας μ’ του πήρα φουρτουμέν’. [Απολύτως τίποτα. Μόνο το κορμάκι μας. Λίγα ρούχα πήραμε, τα πολύ απαραίτητα. Στη Λεπτοκαρυά μας φιλοξένησε η θεία μου Όλγα η Μπακάλινα, αδερφή της μάνας μου. Εκεί μαζευτήκαμε, εγώ με τον άντρα μου το Διονύση, ο Τάσος ο Γκριμούρας, η Κουνιώ, όλη δηλαδή, η νεολαία, κατάλαβες; Πάμε, λοιπόν, στη Λεπτοκαρυά. Εκεί αφήσαμε όλα τα πράγματα. Εδώ στο χωριό έμεινε η πεθερά μου, ο Παναγιώτης, κουνιάδος μου, ο συχωρεμένος παπά Θανάσης -τότε λαϊκός-, κουνιάδος μου. Αυτοί μείνανε εδώ γιατί βοσκούσαν τα πρόβατα. Φύγαμε από δω η νεολαία, ενώ τα μικρότερα παιδιά μείνανε εδώ. Τα πράματα άλλαξαν, από την ώρα που πιάσανε τον παπά Γιάννη. Ο άντρας μου Διονύσης, πήρε άδεια από το στρατό (υπηρετούσε τη θητεία του) και κουβαλήσαμε ό, τι μπορούσαμε με το μουλάρι. Και εγώ φορτωμένη. Θυμάμαι, πως το σεντούκι της μάνας μου το κουβάλησα μόνη μου].
        -Στο μουλάρι;
        -Αρά, στ’ τς πλάτις [Μωρέ, στις πλάτες μου].
        -Πώς μπορούσατε; Πόσες οκάδες...
        -Μόν’ ιγώ θαρείς; Οι κόζμ’ όλ’. «Μ’ του ζόρ’ βγάζ’ λάδ’;», λέν’. Τα πήγηνάμι ώς του Μπιστιρί, π’ του λεν’. Στ’ Λιφτουκαρυά, π’ τ’ ιδώ τη Ζλιάνα κι έμπινάμι μέσ’ στου Γκαλόηρου, στα πλατάνια κι απού κει στου τσκάρ’ σιαπάν’ ικείνου κι τά ’φναμι ικεί κι γυρνούσαμι πάλι. Ήταν ι Διουνύ ’ης ικεί κι τα φύλαγι. Καληνύχτα κουβαλούσαν πράματα μι του μπλάρ’. Νύχτουσι. Ήταν η γιαγιά παπαδιά ικεί. Κι τα πρόβατα τα ήφιράμι του αύριου. Ι παπά Θανά ’ης. Μας έβαλαν σ’ ένα σπίτ’, σ’ ένα δουμάτιου μαζί μι άλλ’ οικουγένεια. Ιγώ γκαστρουμέν’, αρχίντζι φούσκουνι η κλιά. [Μα, δεν είμαι μόνο εγώ που υπέφερα. Υπέφερε όλος ο κόσμος. Η παροιμία λέει: «Με το ζόρι βγάζουν λάδι;». Τα κουβαλούσαμε μέχρι την τοποθεσία «Πιστιριά», μία σπηλιά. Στο έδαφος της Λεπτοκαρυάς, δώθε από τη Ζλιάνα κι από κει χωνόμασταν μέσα στον Καλόηρο, μέσα στα πυκνά πλατάνια κι από κει σκαρφαλώναμε στην όχθη του ποταμού. Αφήναμε τα πράγματα εκεί για σιγουριά και πάλι ερχόμασταν πίσω. Ο Διονύσης αναλάβαινε να τα φυλάει εκεί. Ευχάριστο ήταν τη νύχτα να κουβαλούν τα πράματα με το μουλάρι. Μια στιγμή νύχτωσε. Στη Σκοτίνα έμενε η γιαγιά παπαδιά. Τα πρόβατα τα μετακινήσαμε την επομένη. Γι’ αυτό φρόντισε ο παπά Θανάσης (εννοείται πως τότε ήταν λαϊκός, νέος). Στη Λεπτοκαρυά μας δώσανε ένα σπίτι, μας βάλανε σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλη οικογένεια. Κι εγώ να βρίσκομαι σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Η κοιλιά άρχισε να φουσκώνει].
        -Σε ποια οικογένεια πήγατε;
-Σ’ ν’ αρχή σ’ ντ τχιά ν’ Όλγα, ντ Γιάννινα ντ Μπακάλινα. Ύστιρα, όταν ήρθαν όλ’, έκατσάμι σι’ άλλου σπίτ’. Μας έβαλι του στρατό (υποχρεωτικά). Σ’ τς Κοινότητας. Θυμούμι ήταν κουντά στου Τζιμπούρα ικεί. Ζ ντ Γκουγκουρέλα, απού ’ταν ζουγράφους, που ζουγράφσι ν’ ικκλησία. Τα πράματα τα ξιφόρτουνάμι σι’ αυτό του σπίτ’ που κάθουμάσταν. Ι Διουνύ ’ης, τουν έμειναν λίγα πράματα κι τα ’κρυψι. Στη Ζλιάνα που παναθέ, στου Μπιστιρί. Τα ’κρυψι μέσ’ ζ μπατλιά ικεί. [Στην αρχή μας φιλοξένησε η θεία Όλγα, η Γιάννινα η Μπακάλινα. Αργότερα, όταν φτάσανε όλοι οι υπόλοιποι, μας βάλανε σε άλλο σπίτι. Έγινε επίταξη από το στρατό. Σε σπίτι, που φρόντισε η κοινότητα. Θυμάμαι, ήταν κοντά στου Τσιπούρα. Στο σπίτι του Γκουγκουρέλα, του ζωγράφου. Αυτός που αγιογράφησε την εκκλησία. Τα πράματα τα ξεφορτώναμε στο σπίτι αυτό που κατοικούσαμε. Ο Διονύσης φρόντισε να κρύψει μερικά πράγματα, που του είχαν απομείνει. Τα έκρυψε πάνω από τη Ζλιάνα, στην Πιστιριά. Τα έκρυψε μέσα στους θάμνους εκεί].
        -Τι πράματα έκρυψε.
        -΄Εκρυψι γάβανουν μι λίγδα, φασόλια...Τα ’κρυψι για να κατιβούμι του προυΐ να τα πάρ’. Του στρατό, που λες, τς φύλαγι [Έκρυψε το πιθάρι, που μέσα είχε λίγδα. Έκρυψε επίσης φασόλια κ. ά. Τα έκρυψε με σκοπό να κατεβούμε το πρωί για να τα πάρουμε. Ο στρατός, που λες, τους φύλαγε].
----------
* Εντυπωσιάζει ο πρώτος συλλογισμός της Πηνελόπης, καθώς μπαίνει αμέσως στο κυρίως θέμα: στον κύκλο περιπλανήσεων των Σκοτινιωτών-προσφύγων στις μέρες του Εμφυλίου (Σκοτίνα-Λεπτοκαρυά-Λιτόχωρο-Κατερίνη-Σκοτίνα).

2. ζζζ...οι σφαίρες
      
 Κι απού κει έφτασαν στου πρώτου του φυλάκιου σιαπάν’ ζ γκαστανιά. Απού κεί πουλιμούσαν, ύστιρα, όλ’. Μαζεύκι ούλου του στρατό ικεί κι απού κεί πουλιμούσαν. Κι ι Γληγόρς* μέσ’ στου σκουλείου κι καίουνταν κι άλλ’ ψένουνταν κι του βιό ούλου ψήθκι. Ούλου. Να ’γλιπις ούλα τα καημένα καταή ψόφκια, γιλάδγια, γίδια. [Η μεγαλύτερη δύναμη του στρατού εγκαταλείπει το χωριό και στρατοπεδεύει στο πρώτο φυλάκιο, που ήταν στο επάνω μέρος του χωριού, στην Καστανιά. Όλοι τους, ύστερα, εκεί είχαν το ορμητήριο του πολέμου. Μαζεύτηκε όλος ο στρατός εκεί και από κει πολεμούσαν. Και ο Γρηγόρης μόνος του στο σχολείο, που αποτελούσε τον κύριο στόχο του εχθρού. Το σχολείο άρχισε να καίγεται, ο Γρηγόρης μέσα με τον ασύρματο. Να καίγονται όλοι και τα ζώα να γίνονται στάχτη. Να βλέπεις ψόφια ζώα, γελάδια, γίδια].
        -Τα είδες εσύ;
        -Μ’ δε ντα είδαμι; Τα είδαμι. Ιμείς ήμασταν ιδώ, ας πούμι, κι μέσα είχι έναν λάκκουν κι απού κείν τ’ μιργιά ήταν ι άγιους Νικόλας. παραπάν ήταν ντ μπάρμπα Γιάν’ τ’ Καραλή του σπίτ’. Το ’δουκαν φουτιά. Ικεί σ’ ν’ άκρια, ακριβώς ήμασταν σ’ ένα σπιτούλ’. Καλό σπίτ’, αλλά ήταν αμύστριτου (ασοβάτιστο, χωρίς να μπει μυστρί). ΄Ενα δουμάτιου. Ασουφάδιστου. Να πααίν’ οι σφαίρις  ζζζζζζ να χτυπούν. Να χτυπούν στα ντβάργια. Ι παπά Θανά ’ης ι σχουρημένους, μικρό πιδί, λέ’: «Μάνα, θα πά’ ν’ ανιβώ στου καβάκ’». Ήταν ούλου καβάκια ικεί μέσα ι λάκκους κουντά σ’ Τσιπούρα του σπίτ’. «΄Οχ! καλό μ’! Θα σι φαν οι σφαίρις», λέ’ (η μάνα). Κι δε μπάει. ΄Εκατσάμι ούλ’ ικεί. Μέσ’ στου δουμάτιου. Κι φαίνουνταν οι σφαίρις που πιρνούσαν του δουμάτιου, γιατί ήταν ασουφάτστου. Ζζζζζ. Στ’ άλλου του δουμάτιου του καλό ήταν ι Απουστόλς ι Τσινιάνης. Καμιά φορά έρχιτι -λιγόστιψαν λίγου- κι έρχιτι αυτός ι Γκουγκουρέλας ι σχουρημένους κι λέ’: «Ιλάτι να πάμι να κρυφτούμι. Να πάμι σ’ ν ‘ ιλιά αυτήν. Να κρυφτούμι»». ΄Εφαγα κι ξύλου. Μας χτυπούσι. Να μας κρύψ’. [Μα, δεν τα είδαμε; Τα είδαμε. Εμείς, ας πούμε, βρισκόμασταν σε τούτη την πλευρά του ρέματος. Από κείνη την πλευρά του λάκκου ήταν η εκκλησία του αγίου Νικολάου. Πιο πάνω ήταν το σπίτι του θείου μας Γιάννη Καραλή. Το έδωσαν φωτιά. Εκεί στην άκρη μέναμε σε ένα μικρό σπίτι. Καλό σπιτάκι, αλλά ήταν ασοβάτιστο. Ένα δωμάτιο ασοβάτιστο. Οι σφαίρες να βουΐζουν ζζζζζ να πέφτουν. Να πέφτουν στα ντουβάρια. Ο παπά Θανάσης, ο συχωρεμένος, τότε μικρό παιδί, να φωνάζει: «Μάνα, θα πάω να ανεβώ στο καβάκι». Εκεί ο λάκκος, κοντά στ σπίτι του Τσιπούρα, ήταν γεμάτος από καβάκια. «Όχι. καλό μου παιδί. Θα σε φάνε οι σφαίρες», λέει η μάνα του. Και δεν πήγε. Στρωθήκαμε όλοι εκεί, μέσα στο δωμάτιο. Και οι σφαίρες φαίνονταν να καρφώνονται στους τοίχους του δωματίου. Επειδή ήταν ασοβάτιστο ...ζζζζζ. Στο άλλο δωμάτιο, περιποιημένο, καθότανε ο Αποστόλης ο Τσινιάνης. Όταν τα πυρά είχαν λιγοστέψει για λίγο, εμφανίζεται αυτός ο Γκουγκουρέλας ο συχωρεμένος και λέει: «Ελάτε. Πάμε να κρυφτούμε. Να κρυφτούμε σ’ αυτή εδώ την ελιά» Απ’ αυτόν έφαγα και ξύλο. Μας χτυπούσε. Μας πίεζε να κρυφτούμε].
----------
* Πρόκειται για το παλικάρι Γρηγόρη Νικολό από τη Σκοτίνα. Αυτός, ως στρατιώτης ασυρματιστής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της μάχης στη Λεπτοκαρυά τον Σεπτέμβρη του 1948.

3. φωτιά στο Καραλάδικο

Ιγώ τς αντάρτις τς ήγλιπνα που κει ντ’ ντρύπα. Ήταν απέναντι. Ντ μπαρμπα Γιάν’ τ’ Καραλή του σπίτ’ βουγγούσι. Η τχιά Γιάννινα, η καημέν’, έβγαλι τα γιλάδγια όξου κι έφυγαν τα καημένα. Είχι τρεις γιλάδις θυμούμι: «Αχ, λέου, μάνα! Πάει του σπίτ’ ντ΄μπάρμπα Γιάν’. Τς  έψαν μέσα». Κι αυτοί έφυγαν στ’ μαστρου Κώστα του σπίτ’ απού κάτ’. Η μπάρμπα Γιάντζ’ μι ν’ οικουγένεια τ’ ούλ’. Ψήθκι του σπίτ’ ούλου. Μι του μαγαζί του μιγάλου. [Εγώ έβλεπα τους αντάρτες από κείνη την τρύπα. Ήταν απέναντι. Του θείου μου Γιάννη Καραλή το σπίτι ήταν όλο κοσμοσυρροή. Η θεία Γιάννινα, η καημένη, άφησε ελεύθερα τα γελάδια και αυτά τα κακόμοιρα φύγανε έξω για βοσκή. Θυμάμαι καλά, είχε τρεις αγελάδες. «Αχ, λέω, μάνα! Πάει κάηκε το σπίτι του θείου μας Γιάννη. Τους ψήσανε μέσα». Και οι αντάρτες φύγανε και πήγανε στο σπίτι του μαστρο -Κώστα, λίγο παρακάτω. Ο θείος μας Γιάννης με όλη του την οικογένεια ψήθηκε μέσα. Με το μεγάλο μπακάλικο].
-Τι “ψήθκι”;
     -Κάηκι. Έφαγαν, τα πήραν αυτοί τι ήθιλαν, οινουπνεύματα, ρακιά, κουνιάκια, όσα ήθιλαν να πάρουν κι ύστιρα το ’δουκαν φουτιά. Το ’βαλαν μπιζίν κι το ‘δουκαν φουτιά κι κάηκαν ούλα. [Κάηκε. Οι αντάρτες φάγανε τι φάγανε, αρπάξανε ό, τι ήθελαν, οινοπνεύματα, ρακιά, κουνιάκια. Πήραν τι πήραν και με τα δώσανε το σπίτι φωτιά. Βάλανε βενζίνη, το δώσανε φωτιά και κάηκαν όλα τα πράματα].     

4. πουτάνες

Έφιξι ι θιός τηρμέρα* κι βγαίναμι όξου κι κατιβαίν’ οι αντάρτις καβάλα. Μια ανταρτίνα καβάλα. Κι άλλις ήταν τραυματζμένις. Κι φώναξαν οι Λιφτουκαρίτις: «Πουτάνις! Πουτάνις!». «Πουτάνις θα μι γένιτι κι σεις τώρα, λέ’ αυτή. Κι άμα πρόλαβέτι κι έζησέτι. Ούλις απόψι πουτάνις, θελ’ να γένιτι». Γιατί τς πήραν απ’ τα σπίτια του γκόζμου. «Αντάρτις», γυναίκις, κουρίτσια. Φώναζαν οι Λιφτουκαρίτις: «Μας έκαψέτι, πουτάνις, μας έξαψέτι», φώναζαν. Μ’ πότι να φανιρουθεί ι θκόζ μ’ ι άντραζ μ’! Γιάν’. Φουβούνταν να’ βγούν. ΄Επριπι να καταλάβν πως δεν ήταν αντάρτις μέσ’ στου χουργιό κι έτσ’ να φύγν’ ύστιρα απού σιαπάν’, απ’ του φυλάκιου του τιλιφταίου. Λουχαγοί κι ανθυπουλουχαγοί κι ποιοι ήταν. [Ξημέρωσε. Έφερε ο θεός τη μέρα. Βγαίναμε στα παράθυρα και παρατηρούσαμε τους αντάρτες να φεύγουν καβάλα στα ζώα. Βλέπαμε και μια ανταρτίνα να είναι καβάλα στο ζώο. Παρατηρήσαμε και άλλες να είναι τραυματισμένες. Και οι Λεπτοκαρίτες με πολύ πείσμα διαμαρτύρονταν και φώναζαν: «Πουτάνες, πουτάνες!». «Θα κάνω εσάς πουτάνες, απαντάει η ανταρτίνα. Απόψε προλάβατε και επιζήσατε. Είχατε τυχερό. Απόψε έπρεπε να γίνετε όλες σας πουτάνες». Με το δίκιο τους οι Λεφτοκαρίτες διαμαρτύρονταν, γιατί τους άρπαξαν μέσα από το σπιτικό τους όλο τους το βιο. Εναντίον των ανταρτών φώναζαν γυναίκες, κορίτσια, από τη Λεπτοκαρυά: «Μας κάψατε, πουτάνες, μας κάψατε». Μα, πότε να φανεί ο δικός μου, Γιάννη; Ο άντρας μου; Οι οπλίτες φοβούνταν να φανερωθούν. Έπρεπε να σιγουρευτούν, ότι δεν υπάρχουν, πια, αντάρτες στο χωριό. Μόνο τότε θα απελευθερώνονταν από το τελευταίο φυλάκιο επάνω. Μαζί τους και οι λοχαγοί, υπολοχαγοί και όσοι άλλοι ήταν ταμπουρωμένοι εκεί].
-Τελικά, τι ώρα ήρθε ο άντρας σου.
-Α, κα του μισμέρ’. Πότι να τιλειώσν’ ύστιρα. Ι Γληγόρς είχι καεί. Του μπήραν. Του μπάν να τουν σώσν’. Ιτότι κάηκι ι Γρηγόρς ι Ντήμους. Θελ’ να πιθάν’. ΄Εζησι όμους. Πώς έζησι! Ιτότι κάηκι. [Α, κατά το μεσημέρι. Πότε να πάρει τέλος η μάχη στο σχολείο; Ο Γρηγόρης είχε ψηθεί. Όταν τέλειωσε η μάχη τον πήρανε, προσπαθούσαν να τον γλιτώσουν. Ήταν μέσα στη φωτιά ο καημένος ο Γρηγόρης ο Δήμος (Νικολός). Παρά τρίχα να πεθάνει. Ευτυχώς που έζησε. Και πώς έζησε! Μαζί του κάηκε το σχολείο].
-Τι κάηκε;
-Κάηκι. Αυτός πουλιμούσι απ’ του παραθύρ’. Κι του μπήγαν στου γιατρό. ΄Εγινι καλά. ΄Εζησι ι καημένους. Μιτά ήρθι ι Διουνύ ’ης κι μας τα μουλουγούσι. Πήγαν να πουλιμήσν’ κι ούτι σφαίρις δεν είχαν. [Το σχολείο πήρε φωτιά. Ο Γρηγόρης πυροβολούσε από το παράθυρο. Στο τέλος, μετά τη μάχη, φρόντισαν να τον πάνε στο γιατρό. Γιατρεύτηκε. Κι έζησε ο κακόμοιρος. Ήρθε, αργότερα, ο Διονύσης και μας τα ομολογούσε όλα. Πήγαν, οι αφιλότιμοι, στον πόλεμο χωρίς σφαίρες].
----------
*  «έφιξι ι θιός τηρμέρα», να η ομορφιά της λαίκής σοφίας, όπως αυτή εκφράζεται στη γλώσσα του τόπου.
           
5. Πρωτοχρονιά
-Μετά φύγατε από τη Λεπτοκαρυά; Και πού πήγατε;
 ΄Εφυγάμι ύστιρα. Δεν είχαμι πού να ξιχειμουνιάσουμι. Μέσ’ στου τρύπχιου του δουμάτιου; Μπαραμουνή τ’ άι-Βασίλ’. Νέου έτους κι πήγαμι στου Λτόχουρου. Κι χιόν’. Κι πλάτς πλούτς μι τα πουδάργια. Να μην είνι νε αυτουκίνητα ιτότι νε τίπουτα. Φόρτουσάμι καναδυό στου μπλάρ’. Τυράγνια. Κι πάμι, θυμούμι, παραμουνή  τουν άι-Βασίλ’. Κι πού να πάμι; Πουθινά. Είπαν θα μας βρουν σπίτ’. Κι του βράδ’ ξημέρουσάμι στου Θουμά του Γκουκράν’. Ντ τχιά Γκαλλιόπα γΚουκράνινα ν’ είχι αδιρφή ι πιθιρόζ μ’. ΄Ηταν βράδ’ κι ι Διουνύ ’ης ξαφανίσκι. Πάει να παίξ’ χαρτιά. Μπαραμουνή π’ τουν άι-Βασίλ’. Κι η τχιά Καλλιόπα ικεί έφκιαναν πίτις. Ήταν  απού προυτίτιρα αυτοί παημέν’ (πααίνου=πηγαίνω) ικεί. Η Κουκράνινα. Απόχ’ ν’ Ιβγινιώ, του Μίχου. Κι σκώνουμέστι να φκιάσουμι πίτα. Μ’ πού να βρούμι πράγματα κι αλεύρ’. Ι Διουνύ ’ης πάει να παίξ’ χαρτιά. Μι Σκουτνιώτ’. Στου Χαΐρ’ ικεί σ’ ν’ άκρια. Κι έρχιτι του προυΐ ι Διουνύ ’ης κι καζάντζι λιφτά. [Ύστερα φύγαμε. Δεν είχαμε πού να ξεχειμωνιάσουμε. Μέσα στο δωμάτιο που ήταν γεμάτο τρύπες; Ήταν παραμονή του αγίου Βασιλείου (1949). Νέο έτος και πήγαμε στο Λιτόχωρο. Πολύ χιόνι. Βαδίζαμε με τα πόδια, πλάτσα, πλούτσα. Και τότε δεν υπήρχε ούτε συγκοινωνία ούτε τίποτα. Φορτώσαμε λίγα πράματα στο μουλάρι. Τυραννία! Κι φτάνουμε, θυμάμαι, την παραμονή του αγίου Βασιλείου. Και πού να πάμε; Στο άγνωστο. Μας υποσχέθηκαν ότι θα μας τακτοποιήσουν σε σπίτι. Πάντως, το βράδυ εκείνο κοιμηθήκαμε και ξημερώσαμε στο σπίτι που έμενε ο Θωμάς ο Κοκράνης. Τη θεία Καλλιόπη την Κοκράνινα την είχε αδερφή ο πεθερός μου. Ήταν βράδυ και ο Διονύσης εξαφανίστηκε. Πήγε στο καφενείο να παίξει χαρτιά. Ήταν άλλωστε παραμονή του αγίου Βασιλείου. Και η θεια μου η Καλλιόπα ετοίμαζε πίτες. Αυτοί είχαν εγκατασταθεί εκεί πρωτύτερα. Δηλαδή η Κοκράνινα. Που έχει κόρη την Ευγενιώ, γυναίκα του Μίχου. Και σηκωνόμαστε να ετοιμάσουμε πίτα. Αλλά πού να βρούμε τα απαραίτητα για την πίτα και ιδιαίτερα το αλεύρι; Ο Διονύσης έλλειπε για χαρτιά. Με Σκοτινιώτες. Εκεί στην άκρη της πλατειούλας «Χαΐρι».Το πρωί έρχεται ο Διονύσης στο σπίτι. Κέρδισε στα χαρτιά].
-Πόσα;
-Δε γξέρου, πάντους ήρθι χαρούμινους. ΄Εφκιασάμι κι πίτα. [Δε γνωρίζω. Πάντως ήρθε χαρούμενος. Ετοιμάσαμε και πίτα]. 
----------
Σημείωση: Συγγενείς της Πηνελόπης κατοικούν στη Λάρισα, οι γνωστοί Τρανταίοι. Φημίζονται για τα φιλόξενα αισθήματα. Το έζησα το 1957 ως σμηνίτης. Ευγνωμονώ τους αείμνηστους Νικόλα και Φώτω για την εγκάρδια περιποίηση. Ελάχιστο μνημόσυνο αποτελεί η παράθεση (περίληψη) του στενού οικογενειακού τους δέντρου.

ΤΡΑΝΤΑΣ, πατέρας του Γιαννούλη, (οι απόγονοι καταγράφονται όσους θυμάμαι και όπως τους λένε στο χωριό).

Α. Γαννούλς, σύζυγος (όπου σ= σύζυγος) Μαρία από Κρανιά Λάρισας.
            1. Πουτιός, σ. Μαρία Καραλού (Γεωργάκη).
                        α. Πηνελόπη, β. Γιώργος, γ. Γιάννης.
            2. Κώτσιος, σ. Αγγέλα Αθ. Καϊάκα-Καλαμάρα.

                   α. Γιάννης, β. Λάκης, γ. Πελαγία, δ. Αθηνά,

            3. Μιχάλης, σ. ξένη.
                        α. Γιάννης, σ. ξένη.
            4. Νίκος, σ. Φώτω Χρυσικού
                        α. Γιάννης, β. Μαριάνθη, γ. Γιώργος.
            5. Γιώργος, Σκοτώθηκε στον πόλεμο της Αλβανίας.
            6. Ελένη, σ. Απόστολος Συντριβάνης-μυλωνάς.
            7. Καλλιόπα, σ. Διονύσιος Πινακάς- «Βαρνάβας» (τον βγάλανε έτσι    γιατί είχε την ικανότητα να μιμείται τον Μητροπολίτη Βαρνάβα)
            8. Πηνέλου, σ. Νικόλας Πινακάς (η Πηνέλω πέθανε στην Κατοχή).
Β. Μιχάλης, αρραβωνιασμένος στο Παντιλέμινο. Αυτοκτόνησε από μελαγχολία.
Γ. Λένου,  σ. Ιωάννης Καλιαμπός.
Δ. Γραμματή, σ. Μανόλης Δάμπλιας.
Ε. Καλλιόπα, σ. Νικόλας Καρκαφίρης.

ΕΙΚΟΝΕΣ



                                         
                                       Διονύσης Λ. Οικονόμου, σύζυγος της Πηνελόπης
                                                      


Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Έθιμα: κάστανα Σκοτίνας


            Η Σκοτίνα από τις ακραίες κορυφογραμμές μέχρι την άμμο του Γιαλού καλύπτεται από ένα πελώριο κασταναριό. Έτσι η ζωή των κατοίκων είναι δεμένη  με δραστηριότητες που σχετίζονται με την παρουσία του κάστανου. Για να κατανοήσουμε τη σημασία του πράγματος θεωρώ αναγκαίο να κάνω την ακόλουθη περιγραφή.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: Άνω (απαλνή) Σκοτίνα-Καψάλα

Προπολεμικά (πριν τον Εμφύλιο) ο κόσμος κατοικούσε στην Άνω Σκοτίνα. Οι καστανιές ήταν, επί το πλείστον, άγριες και κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του δάσους. Ο καθένας είχε πρόσβαση στα κασταναριά. Με τον ερχομό του «χνόπωρου» (φθινόπωρου) οι κάτοικοι με πολύ κέφι μπαίνανε στ’ αρμάνια (Κτσιούκ’, Τρία Ναυρικά, Κατράνη, Κφάλες, Άγιος Νικόλας-Χαλάλιος, Δυο Καστανιές, Κυρίτσ’, Πρίπουρας-Μπάρα Καλιαμπού κλπ) για να μαζέψουν κάστανα. Στα μπαΐρια -ξέφωτα επίπεδα- ψήνανε τα κάστανα με πανηγυρική διαδικασία και φτιάχνανε τις παπαδούλες*. Συνήθης τόπος ήταν η κοντινή περιοχή «Καψάλα»**, ανάμεσα στον Μάρμαρο και Κελιά. Να θυμίσω ακόμη και την κοινωνική διάσταση του κάστανου καταχωρώντας δυο παραδείγματα:
1. σε κάθε επίσημη γιορτή (ονομαστική ή τοπική) η οικοδέσποινα κερνάει «παπαδούλες» ψελλίζοντας το τραγούδι του αρραβώνα (Οι στίχοι του τραγουδιού επαναλαμβάνονται μονοφωνικά από ομάδα  παρευρισκομένων).
.
Μη μι’ αρρα, τζιάνουμ’ μορ’ μάνα,
μη μι’ αρραβωνιάζεις ΄κόμα.
μη μι’ αρραβωνιάζεις ΄κόμα,
‘κόμα τούτουν του χειμώνα…
           
          2. σε καιρούς δύσκολους πολλοί κάτοικοι της Άνω Σκοτίνας χρησιμοποιούσαν το κάστανο ως βασική τροφή. Ο γράφων διατηρεί στη μνήμη προσωπική μαρτυρία: στα χρόνια της Κατοχής αρκετές οικογένειες φέρνανε στο μύλο μας*** παπαδούλες να τις αλέσουν. Πιτσιρίκος, τότε, εγώ, αντάλλασσα το καλαμποκάλευρο με μια χούφτα καστανάλευρου. Το δεύτερο ήταν ευχάριστο στη γεύση.  
----------
* παπαδούλα (η), ψημένο κάστανο, πιθανόν από την ομορφιά της και νοστιμιά (σαν την κόρη του παπά), "στα κόλιντα μας έδουκαν παπαδούλις" (στα Κάλαντα μας προσέφεραν παπαδούλες).
** Καψάλα (η), τοπωνύμιο πεντακόσια περίπου μέτρα από τον Πλάτανο (πλατεία της Άνω Σκοτίνας) βορειοανατολικά. Εκεί, μεταξύ Μάρμαρου και Καψάλας, οι χωριανοί υποδέχονταν τους επίσημους ξένους, όπως κάποτε (1910) τον Μητροπολίτη Κίτρους αείμνηστο Παρθένιο Βαρδάκα. Στην Καψάλα του Μάρμαρου, στο έδαφος, στρώναμε τα κάστανα με τη σειρά. Τοποθετούσαμε  πάνω στα κάστανα στεγνές φτέρες. Ανάβαμε τις φτέρες και τα κάστανα καψαλίζονταν. Στη συνέχεια φυσάγαμε τη στάχτη, αναποδογυρίζαμε τα κάστανα και με νέες φτέρες καψαλίζονταν και η άλλη πλευρά. Οι παπαδούλες έτοιμες. Στη Σκοτίνα υπάρχει η παροιμία: -καψάλα που σι πύρουσι, αναφέρεται στον ανήμπορο, τεμπέλη. Άλλη παροιμία στο Βόιο: "τη μελαχρινή μην πάρεις, το δαυλί το καψαλσμένο (Φ.  Παπανικολάου)
*** Στην Άνω Σκοτίνα υπήρχαν τρεις νερόμυλοι: α) του Δ. Γερομιχαλού ή «τς Μήτρινας» (έτσι τον ξέρανε οι πολλοί) «στ’ απακιφάλμα» (στην επάνω γειτονιά, β) του Καρκαφίρη «τ’ Λιόλια», στο κέντρο και γ) του Αποστόλου Καλιαμπού «ζ’ μπατουσιά» (στην κάτω πλευρά του χωριού, στο «Τρόχαλο»).

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Κάτω (ακατνή) Σκοτίνα

1. «αμπόλια»

Από τότε που ο κόσμος της Σκοτίνας εγκαταστάθηκε οριστικά στο κάτω χωριό, τα κάστανα παίρνουν άλλη μορφή. Για καλύτερη απόδοση όλοι σχεδόν οι ιδιοκτήτες άρχισαν να μπολιάζουν τα περιβόλια. Χαρακτηριστική είναι η σχετική συνέντευξη του Θωμά Α. Γερομιχαλού (καλοκαίρι 2012). Επιλέγω μικρό απόσπασμα:
[-Θωμά, τι πάει να πει «αμπολιάζω κάστανα»; -Οι καστανιές είνι άγριες κι τς αμπουλιάζν όπους ούλα τα δέντρα. Ολόκληρ’ επιστήμ’. -Δηλαδή; -Ιά, παίρνουν τ’ αμπόλ’, του μόσκιβμα, πώς ανοίγν μπληγή, πώς του βάν’, πώς του δεν’. -Ποιο μόσχευμα; -Του αμπόλ’. Παίρου του νιφρό απού σένα κι του βάζου σι μένα. -Αφού αμπολιάσουμε, σε πόσον καιρό θα φανεί ότι έπιασε το αμπόλι;΄ -Μιτά απού ένα μήνα δείχν’, απουλνάει. Άλλις φουρές τα βάζν στου ψυγείου. -Γιατί; -Γιατί στο βουνό η καστανιά αργάει την άνοιξη να φέρ’ ζουμό. Ενώ ιδώ κάτου [στην πεδιάδα] τα μπόλια φέρν νουρίτιρα ζουμό. Σι 3-5 χρόνια θα σι δώσ’ δείγμα. Ιδιαίτερα αν είνι σι κουφάλα θα σι δώσ’ ενωρίτιρα καρπό.. -Για να καρποφορήσει η καστανιά τι περιποίηση χρειάζεται; -Νιρό. Ιούλιο κι Αύγουστο 4-5 νιρά βαρβάτα. Κι αν βρέξ’ κι απού πάν’ ακόμα καλύτιρα. Άμα δε βρέξ’ τα κάτανα είνι λιανά].

2. αλληλεγγύη.

Στο χωριό δεν έχουν όλοι περιβόλια και καστανιές. Σ’ αυτούς δωρίζουν κάστανα αυτοί που διαθέτουν. Είναι συγκινητικό να βλέπεις τον γείτονα να σπεύδει αυθόρμητα, να ‘ρχεται στην πόρτα σου λέγοντας: «Σ’ ίφιρα μια βρασιά κάστανα». Όταν εσύ απουσιάζεις, ο γείτονας σκαλώνει τα κάστανα στα κάγκελα της αυλής σου.

3. καστανογιορτή.

Από το 2013 άρχισε ο θεσμός του εορτασμού του κάστανου στη Σκοτίνα. Εφέτος (2014) έχουμε τον δεύτερο εορτασμό, στο χώρο του σχολείου. Η παρουσία του πλήθους πρωτοφανής (από ντόπιους και ξένους). Τη σημασία της γιορτής τόνισαν οι παρακάτω φορείς:

α). Σεβασμιώτατος κ. Γεώργιος: Χαίρομαι διότι η Σκοτίνα, εκτός του ότι είναι ένας δημοφιλής προορισμός για το καλοκαίρι, με τις εκδηλώσεις αυτού του είδους γίνεται ένας πολύ καλός προορισμός και για τη μη θερινή περίοδο. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό  να βρούμε τρόπους και μέσα, ώστε ν’ αναδείξουμε τον τόπο μας, τα αγαθά του, τα προϊόντα του, όπως, εν προκειμένω, το κάστανο.
 

Κύριε δήμαρχε, είμαστε όλοι μαζί εδώ σήμερα για να γιορτάσουμε τη σημερινή αυτή γιορτή και θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό το ότι συμμετέχουν και πολιτιστικοί σύλλογοι, όπως του Κολινδρού, Αιγινίου, το Χαμόγελο του παιδιού και Περιβαλλοντική του δήμου Δίου-Ολύμπου και άλλοι φορείς. Οπότε η βόρεια Πιερία δι’ αυτού του τρόπου ενώνεται και συμμετέχει στην εορτή αυτή της νότιας Πιερίας.
(φωτ.Pieriki.blogsport.gr).
β). Όλγα Καλαμάρα, εκ μέρους του συλλόγου «Πνευματική Κίνηση» Σκοτίνας: Όλοι εσείς που παρακολουθείτε τη σεμνή αυτή γιορτή του κάστανου Σκοτίνας, μπορείτε να δοκιμάσετε το κάστανό μας σε όποια μορφή είναι, βραστό ή ψητό και να περάσετε καλά. Το κάστανο θεωρείται ο βασιλιάς του ξηρού καρπού με κύρια χαρακτηριστικά τη γλυκιά και πλούσια γεύση…

γ). Κώστας Γανωτής, πρόεδρος του συλλόγου Εθελοντών νέων φίλων  Σκοτίνας: Απηύθυνε χαιρετισμό προς τους επισήμους και το πλήθος της ομήγυρης τονίζοντας ότι εφέτος η παραγωγή κάστανου ξεπέρασε τους 500 τόνους.

        Αυτά είπαν οι παραπάνω ομιλητές κι εγώ επιθυμώ να προσθέσω ότι είναι επαινετή η προσπάθεια των συντελεστών της γιορτής και του προέδρου Σκοτίνας κ. Θανάση Στύλου-«Φουντούκα». Γνωρίζουμε όλοι, ότι τόσο ο εθελοντισμός όσο και οι πολιτιστικοί σύλλογοι στηρίζουν τον πολιτισμό του τόπου. Έπαινος ταιριάζει στα χορευτικά τμήματα (ντόπια και ξένα), καθώς και στους παράγοντες της ορχήστρας με επικεφαλής τον Μανόλη Τσιαπάρη στο κλαρίνο, τον Δημήτρη Καζακλάρη στο τραγούδι, τον Νικόλαο Πατρή στο λαούτο και τον Τάσο Κατσίβη στο αρμόνιο.  Αξιέπαινη η δουλειά του χοροδιδάσκαλου κ. Θανάση Αναγνώστου. Αυτός δίνει πνοή στα παιδιά μας, το μέλλον του τόπου.
----------
Σημείωση: Από τα έγκατα της ψυχής εκφράζω την ευγνωμοσύνη προς τους συμπατριώτες μου (κάθε ηλικίας), γιατί με ειλικρινή διάθεση βοηθάνε τη δικιά μου ενασχόληση.

ΕΙΚΟΝΕΣ



      Ο Κώστας Γανωτής ετοιμάζει την σοκολάτα





Ο Μανόλης Τσιαπάρης «ουντίζ’ (συντονίζει) την ορχήστρα


                            Ξένοι επισκέπτες απολαμβάνουν τη γιορτή του Κάστανου Σκοτίνας


        Δήμητρα, Γιώργος και Νούλη κάνουν σεργιάνι απολαμβάνοντας τη νοστιμιά της παπαδούλας

 

         Ο πάγκος του συλλόγου «Περιβαλλοντική Εκπαίδευση» του δήμου Δίου-Ολύμπου.




   Η Όλγα Καλαμάρα (αριστερά) και η Ελένη Πινακά «επί ποδός» στα δώρα και παπαδούλες.




                                      Το «Χαμόγελο του Παιδιού» με προϊόντα στον πάγκο

                                              Φίλοι εθελοντές ανακατεύουν τα κάστανα (φωτ. dionolympos.gr)





Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Αναμνήςεις; τα κάρβουνα.






Ευάγγελος Γερομιχαλός
(1900-1988)

Τα ξυλοκάρβουνα ή, γενικά, τα κάρβουνα στον Κάτω Όλυμπο, αποτελούν ένα μέρος  απασχόλησης (σήμερα μερικώς) των κατοίκων  ορεινών χωριών της περιοχής. Παλιότερα, οι πιο γνωστές τοποθεσίες της Σκοτίνας -στον τομέα που αναφερόμαστε- ήταν οι "Κφάλες" (στα βόρεια της Άνω Σκοτίνας, τα "Τρία ναβρικά"- "Μπιζινιά"- (βορειοδυτικά) και "Πρίπουρας" (στα νότια).
Για την προετοιμασία, τη διαδικασία, το φτιάξιμο του κάρβουνου, μας δίνει η παρακάτω γλαφυρή περιγραφή του Βαγγέλη Γερομιχαλού (1980).

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Του χουργιό του θκό μας είνι τρύπχιου απού καμίνια. Όπ' να πας ήγλιπις βλάχ' να φκιάν' καμίνια. Μαζών' ξύλα χλουρά. Όλου χλουρά. Στιγνά μόνου προυσάναμμα. Μαζών' καναδυό χιλιάδις ουκάδις ξύλα. Φκιάν' λίγου λακκούβα κι αρχινούν απού 'κεί να τιριάζν κι να ντανιάζν μι τρόπου μέσα. Γένουντι απάν'. Ύστιρα μαζών' φλάδ'. Δηλαδή φύλλα μι χώμα μαζί. Τα φύλλα που μαζώνουντι γίνουντι κουπριά. Χουνεύν αυτά μέσα κι του δάσους έχ' μιά πθαμή πάχους απού φλάδ'. Φλάδ' ίσουν κουπριά, να. Ρίχν κλουνάργια χλουρά απού κάτ' κι ουξυές παναθιό στα ξύλα. Κι παναθιό σι κείνα τα χλουρά ρίχν τ' φλάδ' αυτήν. Ντγιό πθαμές, τρεις πθαμές. Να μη βγάζ'  καπνόν όξου. Να μή καπνίζ' του καμίν' καθόλου. Είντζ καταπάν ικεί. Να μη σπάσ' του καμίν' πθινά. Του δίν' φουτιά 'που κάτ' -έχν πόρτα 'που κάτ'- μι στιγνά ξύλα, ώσπου παίρ', καμινιάζ' μέσα κι του κλουν απού δω. Βράζν μέσα αυτά, καίν' μέσα. Όλους ου καπνός μέσα. Άμα τρυπήζν πθινά, μι του φκιάρ' ρίχν’ χώμα. Πατμένου χώμα. Βράζν τα ξύλα. Γίνουντι κάρβνα. Βράζν μέσα μι μ' μπύρα. Ξέρν οι καρβνάδις. Μια βδουμάδα φλάχν' νύχτα, μέρα. Μι νούμιρα. Σ' ένα μέρους να σπάσ' μιά τρύπα, πάει, χάθκαν. Πάει του καλύβ'.
         Ικείνα τα κάρβνα, τα ουξύσια, λέγουντι μαγκανίσια. Ιτούτα, τα θκά μας, που έφκιαναν οι Κουκραναίοι -φκιάν κι τώρα- κι τα πλούσαν σ' τς σιδηράδις, λέγουντι γυφτουκάρβνα  (καστανίσια). Μι κείνα τα μαγκανίσια πιθαίντζ άμα τα βάλς αχώνιφτα στου μαγκάλ'. Είνι κρυμμένους ι άνθρακας ι ουξύσιους.
         Ιμείς, ιδώ σ' ν' Ιπιμιλητεία θα πιθαίναμι ουχτώ νουματοί, τότι που ήμασταν στρατιώτις. Του χώνιβάμι του μαγκάλ’ κάθι βράδ'. Τα 'φναμι όξου να καμινιάζν ούλα τα κάρβνα. Σκώνιτι, απ' λες, ένα βλαχούλ' νύχτα κι μας ρίχν' κάρβνα μέσα. Του '22. Μας ρίχτ' κάρβνα  κι σφαλνάει μπόρτα. Πι! . . Μας έρχιτι μιά ζάλ', μαυρή μέσα, χαμός. Γιατί ικείνους ι άνθρακας ήρθι κι ντουμάνιασι η κάμαρ' ούλ' μέσα. Ε! Άλλ' έβγαζαν αφρές καταή, άλλ' δεν ήγλιπαν πού πάηναν. Για πιθαμόν.
         Πουλλές οικουγένιις στου χουργιό μας έφκιαναν κάρβνα. Πάηνις μέσ' στα κασταναργιά, ήβρισκις μιά καστανιά στιγνή, νέ 'ρχνις καταή, τ' λιάντζις, νέφκιανις πηλικούδια κι άναβις τ' φουτιά. Έφκιανις τα γυφτουκάρβνα. Καμίνια ήγλιπις ένα σουρό. Τί Κφάλις, τί Κτσιούκια, τί Στρουγγλές, τι Πρίπουρας.
         Οι βλάχ' μι τα μπλάργια κατέβαζαν κάθι μέρα τα κάρβνα ζ μπαραλία. Αυτοί μι τς οικουγένις τους νοίκιαζαν στου χουργιό. Κάθουνταν στουν απάν' του μαχαλά κι έφιρναν νιρό απού τα πλατανούλια. Απ' τζ  βλάχ' αφνούς η  βρύσ' λέγιτι Βλαχάτ'. -

      ΚΟΙΝΗ: Το δικό μας το χωριό είναι σημαδεμένο από καμίνια. Όπου κι αν πήγαινες, έβλεπες βλάχους να φτιάχνουν καμίνια. Να μαζεύουν ξύλα χλωρά. Όλα χλωρά. Στεγνά μόνο για προσάναμμα. Συγκεντρώνουν κάπου δυο χιλιάδες οκάδες ξύλα. Σκάβουν και κάνουν στην αρχή μια λακκούβα κι ύστερα αρχίζουν να ταιριάζουν μέσα-έξω ξύλα σχηματίζοντας ντάνες. Πελώριες ντάνες. Στη συνέχεια μαζεύουν φλάδη. Δηλαδή μίγμα από φύλλα και χώμα. Γνωρίζουμε πώς τα φύλλα συγκεντρώνονται, χωνεύονται και γίνονται κοπριά με μια πιθαμή πάχος. Κοντολογής, φλάδη ίσον κοπριά, πώς να στο πω. Ρίχνουν, λοιπόν, χλωρά ξύλα από κάτω και πάνω στα ξύλα κλωνάρια από οξυές. Πάνω στα κλωνάρια ρίχνουν αυτή τη φλάδη (φυλλόχωμα) σε πάχος δυο ή τρεις πιθαμές. Κι αυτό, για να μη χάνει από πουθενά το καμίνι και βγάζει καπνό. Προσέχουν πολύ. Όλοι στο πόδι, μήπως και το καμίνι σπάσει πουθενά. Ανάβουν το καμίνι από κάτω -υπάρχει πόρτα από κάτω- με ξύλα στεγνά. Σιγά- σιγά ανάβει, καμινιάζει αυτό και κλείνουν την πόρτα. Αυτά καίνε, βράζουν μέσα. Όλος ο καπνός μέσα. Σε περίπτωση που τρυπήσουν κάπου, ξαναρίχνουν χώμα με το φτυάρι. Πατημένο, πεπιεσμένο χώμα. Βράζουν τα ξύλα, γίνονται κάρβουνα. Βράζουν με την πύρα της φωτιάς. Τα ξέρουν αυτά οι καρβουνιάρηδες. Και φυλάγουν εκεί μια βδομάδα, νύχτα μέρα. Με βάρδιες. Αλίμονό τους, αν κάπου σπάσει τρύπα. Χάθηκαν. Πάει το σπίτι.
         Τα κάρβουνα εκείνα, τα οποία προέρχονται από ξύλα οξυάς, λέγονται μαγκανίσια. Ενώ τα δικά μας, τα οποία έφκιαναν -και φτιάχνουν οι Κοκραναίοι (όχι οι βλάχοι, αλλά η οικογένεια Κοκράνη)- και τα οποία πωλούσαν στους σιδηρουργούς, λέγονται γυφτοκάρβουνα (είναι από καστανιά). Τα μαγκανίσια κάρβουνα, αν παραμείνουν αχώνευτα στο μαγκάλι, προκαλούν το θάνατο. Γιατί ο άνθρακας της     οξυάς είναι δεσμευμένος στα κάρβουνα αυτά.
Τον καιρό που υπηρετούσα στρατιώτης στην Επιμελητεία της Θεσσαλονίκης, θα πεθαίναμε παρά τρίχα οχτώ άτομα. Καταρχήν, το μαγκάλι κάθε βράδυ φροντίζαμε να μην έχει αχώνευτα κάρβουνα. Έπρεπε να καούν καλά έξω από το θάλαμο. Κάποια νύχτα, όμως, τι έγινε; Ένας στρατιώτης (βλάχος) σηκώνεται και ρίχνει κρυφά κάρβουνα μέσ' στο μαγκάλι. Θυμάμαι καλά. Ήταν το 1922. Μας ρίχνει, που λες, κάρβουνα και κλείνει την πόρτα. Αμάν! Τι πάθαμε! Μας έρχεται μια ζάλη, μια μαυρίλα, χαμός. Σηκώθηκαν αναθυμιάσεις και ντουμάνιασε όλος ο θάλαμος. Το αποτέλεσμα; Άλλοι πέσανε κάτω βγάζοντας αφρούς, άλλοι δε βλέπανε πού πήγαιναν. Ήταν για πεθαμό.
         Πολλές οικογένειες στο χωριό μας ασχολούνταν με τα κάρβουνα. Και δεν ήταν δύσκολο. Πήγαινες, φερειπείν, στους τόπους που υπήρχαν καστανιές, επισήμαινες μια στεγνή καστανιά, την έριχνες κάτω, την κλάριζες, έφτιαχνες πελεκούδια και άναβες τη φωτιά. Έτσι ετοίμαζες τα γυφτοκάρβουνα. Καμίνια παρατηρούσες σε διάφορα μέρη, όπως στις Κουφάλες, στο Κτσιούκι, στη Στρογγλή, στον Πρίπουρα.
         Οι βλάχοι με τα μουλάρια κάθε μέρα κατέβαζαν τα κάρβουνα στο γιαλό. Αυτοί μένανε με τις οικογένειές τους στην Άνω Σκοτίνα και συγκεκριμένα στην επάνω γειτονιά. Νερό προμηθεύονταν από την πηγή που βρίσκεται στα πλατανούλια. Απ' αυτούς τους βλάχους η βρύση ονομάστηκε Βλαχάτη.

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ:

Κφάλις (οι), κουφάλες, τοπων. προς β. της Άνω Σκοτίνας, από τις πολλές κουφάλες μέσα στο απέραντο κασταναριό. Κτσιούκ' (το), πευκόφυτος και καστανόφυτος τόπος προς δυσμάς. Το όνομα το πήρε από τον Κατσκιόγιαννο. Φαίνεται, πως κάποιος Γιάννης έκλεψε στο μέρος εκείνο μια γίδα-κατσίκα (κατσικόγιαννος), «του τζάκουσαν να κλέβ' γίδις, κατσίκις κι τουν έβγαλαν  Κατσκόγιαννουν. Κι απού 'κεί του Κτσιούκ', πιριβόλ'" (Διονύσης Στύλος-Τσιακμάκης). Πρίπουρας (ο), τοπων. νδ. του χωριού. Ίσιωμα-πλάτωμα με πολλές καστανιές (Καλιαμπάτκα-Νταμπλιάτκα). Ίσως το όνομα από τον πρίπουρα (= πικρό χνούδι στα κάστανα), "δε ντρώου ιγώ κάστανα μι πρίπουραν. Θέλου αμπουλιαζμένα (= μπολιασμένα)". Στρουγκλή (η), τοπων. προς δ. του χωριού. Από τη στρούγκα, "τα καλουκαίρια ικεί έκαμαν πουλλές στρούγκις, μαντριά" (Ιω. Δήμος). Δεν αποκλείουμε (προσωπική) άποψη, κατά την οποία το στρόγγυλο των κορυφογραμμών του τοπίου δικαιολογεί την ονομασία αυτή.  Τρία ναβρικά (τα), τρεις πηγές προς τα δυτικά. Εκεί κρυφτήκαμε τον Απρίλη του 1941, όταν οι Γερμανοί ανηφόριζαν προς Καλλιπεύκη.

(από το βιβλίο Ιω. Α. Καλιαμπού «Λαϊκή παράδοση στον Κάτω Όλυμπο, τεύχος δ’ «απ’ ν’ απαλνή  -ΣΚΟΤΙΝΑ- σ’ ν’ ακατνή», σειρά: ιστορίες γερόντων).                                                                                          

Γονείς του Βαγγέλη: Θανάσης, σύζυγος Καλούδα Μπιλιάγκα.
Αδέρφια του Βαγγέλη:

1. ΛιόλιαςΓεώργιος, σύζυγος. α. Τασιούλα Ντριάνη, β. Ελένη Ντριάνη  (τέκνα με τη β΄σ.).
2. Βαγγέλης, σ. ΄Ολγα Καλιαμπίνινα (κόρη Ιω. Καλιαμπού)
3. Απόστολος, σ. Ουρανία Αστερίου Μάνου
4. Διονύσης, σ. α. ΄Ολγα ντ’ Γόλ’–Πινακά, β. Σταματούλα -Νιζιρός (τέκνα από β. σ)
5. Ιωάννης, σ. Μπουλιώ Χρ. Στύλου
6. Βασίλης, σ. Ολυμπία τς Ασπασίας Ιω. Κουμουρτζή
7. Όλγα, σ. Λεωνίδας Συντριβάνης
8. Καλλιόπα, σ. Θωμάς Καρκαφίρης-Τσιούρβας-, «εισαγγελέας» (έλεγε πολλά στον «Πλάτανο»=πλατεία Άνω Σκοτίνας).
9. Μαρία, σ. Θωμάς Πινακάς-«μπέης»
10. Ευδοξία, σ. Μανόλης Παπαγεωργίου με το κλαρίνο
11. Μαρία, πέθανε στα 18 το 1918
12. Δημήτριος, σ. Ουρανία Τσινιάνη.  Ο Δημήτριος πέθανε στρατιώτης στα 22 το 1928. Η Ουρανία ξαναπαντρεύτηκε το Βαγγέλη Μητό

ΕΙΚΟΝΕΣ

Αθανάσιος Γερομιχαλός (1865-1940) και 
σύζυγος Καλούδα Μπιλιάγκα (-1955;)