Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

ΕΜΦΥΛΙΟΣ: ο «Κατσαπλιάς»


 
 
                                                                 1930-2017
 
Αθανάσιος Α. Μήτσιος στον Εμφύλιο

          Έρχονται στιγμές που η μνήμη ξαναγράφει ιστορία. «Κατσαπλιά» λέμε στη Σκοτίνα τον Θανάση Μήτσιο επειδή κρατήθηκε ως όμηρος από τους αντάρτες του Εμφυλίου. Κι αυτός άκουγε την προσωνυμία περιχαρής. Επίμονα μου έλεγε: «Γιαννάκη (έτσι με αποκαλούσε) να με λες «Κατσαπλιά».
Στην επίμαχη περίοδο η ποιμενική του ζωή σκόνταφτε σε δυο μέτωπα: α) τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος (Δ.Σ.Ε), δηλαδή τους αντάρτες και β) τον Εθνικό Στρατό, δηλαδή τους Έλληνες στρατιώτες. 
Ύστερα από μισό αιώνα, συγκεκριμένα στις 17 Μαρτίου του 2001 τον συναντώ να βοσκάει τις κατσίκες (όχι κοπάδι) στον ελαιώνα του Καλιαμπού στη «Βασίλα» Σκοτίνας. Τον πλησιάζω κρατώντας στο χέρι μου το εργαλείο-κασετόφωνο. Η κουβέντα στρέφεται σε γνωστά και άγνωστα περιστατικά του Εμφυλίου. Από τα πολλά που μου είπε θα επιδιώξω να τα συμμαζέψω στις παρακάτω (4) ενότητες.

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ: ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΣΤΡΑΤΟ ΚΑΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ

ΙΔΙΩΜΑ: σύ λέγεσαι Αθανάσιος Μήτσιος του Αθανασίου. Γιατί του Αθανασίου;
          -Ιμένα μι’ άφσι στη γκλιά ι πατέραζ μ’. Πέθανι ι πατέραζ μ’ κι μ’ είπαν Νάσιου, στου μπατέρα μ’.
          -Λοιπόν, ποια είναι η ιστορία σου στον Εμφύλιο;
Ήμασταν τέσσιροι τζιουμπανοί. Τρεις απ’ τ’ Λιφτουκαρυά. Τουν έναν τουν ήλιγαν Γιώργο κι τουν άλλουν τουν ήλιγαν Χρήστου. Είχαμι πεντακόσια κιφάλια γίδια. Του ’49 τουν Ιούλιο τα στάλζαμι στου Γκάναλου.
          Νειρεύβιτι ένας τζιουμπάνους τάχα κατέβασι ι λάκκους  νιρό, θουλό νιρό κι μας έμασι τα γίδια.
          Τα σκώνουμι τα γίδια ‘π’ του στάλου, τα κάνουμι σιαπάν’, κα του χουργιό, τ’ Λιφτουκαργιά. Ιδώ απαγουρεύουνταν να τα φέρουμι. Φτάν οι αντάρτις, έμασαν διακόσια κιφάλια γίδια ‘π’ τα Γκαλιαμπάτκα. Τα μαζεύν κι τα παν ικεί ζ’ ντ Γιάν’ ντ Γκριμούρα του ιλιουτριβείου. Έφυγα απ’ ντ Γιάν’ ντ Γκριμούρα, απ’ τς Κιρασιάς τ’ αυλάκ’, σ’ τ’ Κουμουρτζή. Φέγου ‘γώ πάνου σ’ τς μάυδις. Τζ βρήκα ‘κεί ζ ντ’ Μαζντέκ’, ζ ντ Ζλιάνα. Μάυδις (ΜΑΥ=Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) κι στρατός μαζί. Λέ’: "Γιατί τα πήγιτι τα γίδια στ’ απαγουρημένου"; Αρχινούν  ιμένα μια παταριά, ι ένας κλουτσιά. Του σκάζου, φέγου. «Πάνου σ’ τς αντάρτις, λέου, μήπους μι γυρίσν ιμένα τα γίδια».                   
Στου Παντιλέμηνου, στ’ απαλνό του χουριό βρίσκου έναν Κώτα απ’του Λιτόχουρου. Τα γίδια τα 'φιβγαν απάν για τ’ Κατή. Πήγα κι τουν βρήκα ικεί, μπαλώνουνταν, απόξου, σι  μια βρύσ’. «Αρά, μας έβγαλις τη Μπαναγία. Είπαμι να μην πήγις κα τς μάυδις», είπαν αυτοί. «Πχοι μάυδις, αρά».        
Τς είπα ψέματα. Θα είχαν μείν’ ακόμα τριακόσια κιφάλια γίδια. «Αρά δε μπόρισέτι να πάρτι κι τ’ άλλα να τα φαν οι λύκ’».
          Κι σκώνιτι, Γιάν’, κι παίρ’ τ’ αυτόματου: «Θα σι δώσου μια, μι λέ’, κι δε θα σι κλάψ’ η μάνα σ’».

ΚΟΙΝΗ: Θανάση,εσύ λέγεσαι Αθανάσιος Μήτσιος του Αθανασίου. Γιατί του Αθανασίου;
Πεθαίνοντας ο πατέρας μου, εγώ ήμουνα στην κοιλιά της μάνας μου. Γι’ αυτό και με βάφτισαν Θανάση, μου δώσανε το όνομα του πατέρα.
-Λοιπόν; Πες μου την ιστορία σου. Αυτά που πέρασες στον Εμφύλιο.
Ήμασταν τέσσερις τσοπάνηδες, από τους οποίους οι τρεις κατάγονταν από τη Λεπτοκαρυά. (Από τους τρεις) τον ένα τον λέγανε Γιώργο και τον άλλο Χρήστο. Βοσκούσαμε πεντακόσια γίδια. Τον Ιούλιο του ’49 τα σταλίζαμε στην τοποθεσία «Κάναλος»  (όπου υπάρχουν πανύψηλα πλατάνια).
Ένας βοσκός βλέπει όνειρο ότι τάχα πλημμύρισε ο λάκκος, κατέβασε θολό νερό και πήρε σβάρνα τα γίδια.
Ξεσηκώνουμε τα γίδα από το στάλο, τα αναγκάζουμε να τραβήξουν προς τα πάνω, προς το χωριό, τη Λεπτοκαρυά. Στα μέρη μας απαγορεύονταν η βοσκή. Καταφτάνουν οι αντάρτες, μαζεύουνε διακόσια γίδια από την περιοχή «Καλιαμπάτικα». Τα πάνε στο σημείο όπου σήμερα υπάρχει το ελαιοτριβείο του Γιάννη Γκριμούρα. Φεύγω από το κτήμα του Γιάννη Γκριμούρα, περνάω το αυλάκι της Κερασιάς και έρχομαι στα μέρη του Κουμουρτζή. Μια και δυο στους μάυδες (ΜΑΥ=Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου).  Τους συνάντησα εκεί στου Μπασδέκη, στη Ζλιάνα. Με παρατηρούν: «Γιατί πήγατε τα γίδια στο απαγορευμένο μέρος»; Κι αρχίζουν να με δέρνουν. Ο ένας μου δίνει μια σφαλιάρα, ο άλλος κλωτσιά. Εγώ δεν άντεξα. Το σκάζω, φεύγω. Τους λέω: «Πάω στους αντάρτες, μήπως μου επιστρέψουνε τα γίδια».

Φεύγω, τρέχω. Στον Παντελεήμονα συναντώ κάποιον Κώτα, από το Λιτόχωρο. Εντωμεταξύ, τα γίδια τα φέρανε στην Κατή. Τον συνάντησα να μπαλώνει τα ρούχα εκεί κοντά στη βρύση. Μου λέει: «Πού χάθηκες, μωρέ; Μας έβγαλες την Παναγία. Μήπως πήγες με τους μάυδες, είπαν αυτοί. «Μωρέ για ποιους μάυδες μιλάτε»;
Τους είπα ψέματα. Θα είχαν απομείνει ακόμα τριακόσια γίδια. Τους λέω: «Μωρέ. δεν παίρνατε και τα υπόλοιπα γίδια να τα φάνε όλα οι λύκοι»;
          Και σηκώνεται, Γιάννη, αρπάζει το αυτόματο: «Θα σου δώσω μια και δεν θα σε κλάψει η μάνα σου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου