Η ονομασία «Μπουντίνος»
Στη Σκοτίνα Πιερίας η
επεξεργασία του μεταξοσκώληκα φέρει το όνομα «μπουντίνος». Αγνοώ την προέλευση του
όρου. Πάντως από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τη λειτουργία των κουκουλιών,
τον «μπουντίνο». Στην Κάτω Σκοτίνα όλοι οι χώροι του εσωτερικού του σπιτιού
ήταν γεμάτοι από μεταξοσκώληκες που κατέληγαν σε όμορφα πολύχρωμα
κουκούλια. Ο κάμπος του χωριού στα παλιά
χρόνια ήταν κατάφυτος από «μπρες»
(μουριές), γιατί τα φύλλα της μουριάς ήταν η καλύτερη τροφή του
μεταξοσκώληκα.
Η Ουρανία Δάμπλια (1923-2014), σύζυγος του Γεωργίου Πολυχρού, για
τα κουκούλια δίνει λεπτομερή περιγραφή. Μου έδωσε και σχετική συνέντευξη στις
12 Αυγούστου 1998:
ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Κάτσι να σι πώ ιγώ, Γιάν’. Δεν
είχαμι πού να βάλουμι του μπουντίνου κι τουν έβαλάμι στου σπίτι σας. Στου
Γκαλιαμπάτκου.
Αγόραζάμι έναν σπόρουν απ’ του
Παντιλέμηνου, όπους είνι του χάντρου, αν ξέρς. Στου σακκούλ’. Η μάνα μ’ ΄Επιρνι του σπόρου κι τουν
άνοιγι. Τουν έβανι ιδώια στου γκόρφου, τουν ζέστανι. Μια βδουμάδα μέσα
στου γκόρφου. Στου βζί ιδώια. ΄Υστιρα άνοιγι. ΄Εβγαζι σκληκούλ’ ‘που
μέσα. Μόλις άνοιγι έβανάμι σι ταψιά, σι
κόσκινα, φύλλα ‘που μπριά κι το ’βανάμι αυτό του σέ’ καταή κι γιόμζι αυτό
σκλήκ. Πώς λέν “μπουντίνους”.
Το ’πιρνάμι ικείνου του φύλλου, τα
’πλουνάμι στου κριβάτ’, στα κόσκινα, στα ταψιά. Να του τρων ένα κι ένα ούλου του φύλλου ικείνου. Κι
άνοιγι ως αγκίδα ούλους, απ’ λες, γιόμζαμι του σπίτ’. Τέτχιου σκλήκ’. Κι
έφκιανι κουκούλ’ κι κλειούνταν μέσα. Κι έτριβάμι μι του μαχαίρ’ τα φύλλα κι να
του τρών’ ώς να τρίψουμι, πώς λεν “μπουντίνους πέρασι”. ΄Υστιρα μιγάλουνι,
μιγάλουνι. Κι ύστιρα έκουβάμι σπάρτσα (σπάρτα), κλαδιά. Κι έφκιαναν κουκούλια κι
τα μαδούσαν να φκιάζν μαλλί.
-Σε
πόσο χρονικό διάστημα γίνονταν όλα αυτά.
-Τα ’βανάμι απ’ του Πάσχα
κι τα μάζουνάμι κα τουν Ιούλιου μήνα. Τα ’βανάμι στου τσιουβάλ’ κι τα ’πιρνι
έμπουρας απ’ του Παντιλέμηνου.
ΚΟΙΝΗ: Γιάννη, πρόσεξε αυτά που θα σου πω. Δεν είχαμε χώρο για
τον «μπουντίνο» και τον φυλάγαμε στο σπίτι σας, στο Καλιαμπέικο.
Για να επεξεργαστούμε έναν
μεταξοσκώληκα αγοράζαμε σπόρο. Χοντρό σπόρο σαν τα χάντρα, αν έχεις υπόψη. Μας
το πωλούσαν μέσα στο σακούλι. Έπαιρνε η
μάνα μου τον σπόρο και τον άνοιγε. Τον έβαζε εδώ μέσα στον κόρφο για να
ζεσταθεί. Εδώ ακριβώς στο βυζί. Έπειτα άνοιγε ο σπόρος. Έβγαζε μικρό σκουλήκι
από μέσα. Την ώρα που άνοιγε, τον βάζαμε σε ταψιά, σε κόσκινα που μέσα υπήρχαν
φύλλα μουριάς. Αυτό το πράμα το τοποθετούσαμε κάτω και γέμιζε ο περιβάλλων
χώρος από σκουλήκια. Αυτό το πράμα το λένε "μπουντίνο".
Παίρναμε στη συνέχεια
εκείνα τα φύλλα, τα απλώναμε σε κόσκινα πάνω στο κρεβάτι, σε ταψιά. Να το τρώνε
στα γρήγορα όλο το φύλλο. Και άνοιγαν τα σκουλήκια όλα μέχρι τέλους, που λες,
γέμιζε όλο το σπίτι. Τόσο μεγάλο σκουλήκι. Γινότανε το κουκούλι και κλεινότανε
μέσα. Τρίβαμε με το μαχαίρι τα φύλλα και αυτά τα σκουλήκια να τρώνε ό, τι εμείς
τρίβαμε. Από τα τριψίματα αυτά ο τόπος αλλοιώνονταν σε σημείο που λέγανε: «πέρασε
μπουντίνος». Ύστερα μεγάλωνε, μεγάλωνε. Μετά μαζεύαμε σπάρτα κλαδιά. Έτσι
ετοιμάζαμε τα κουκούλια, από τα οποία τραβούσανε το μαλλί.
-Σε πόσο χρονικό διάστημα
γίνονταν όλα αυτά.
-Να υπολογίσεις, τα
βάζαμε το Πάσχα και τα μαζεύαμε γύρω στον Ιούλιο μήνα. Τοποθετούσαμε τα
κουκούλια στο τσουβάλι. Ερχότανε, μετά, ο έμπορος από τον Παντελεήμονα και τα
αγόραζε.
----------
Σημείωση: Η Χρυσούλα Μήτσιου-Καλιαμπού
σε σχετική συνέντευξη (Ιούλιος 1982) προσθέτει:
ΙΔΙΩΜΑ: «Φύλαγάμι μπουντίνουν. Φύλαγι
κι η μάνα σ', φύλαγα κι' γω. Μπουντίνουν φύλαξα κι μι Γκαλούδα, ν' Αντώνινα
Γκαϊάκινα. Έπιρνάμι από 'να κτί κι του
άνοιγάμι. Πάηναμι κι έκουφτάμι
ζινιλιές, έκουφτάμι μτζούνις κι
τα 'βανάμι παναθέ κι ύστιρα έπλικαν τα κουκούλια. Φουρτουμένις μι τ' μάνα σ' απού σιακάτ' έφιρνάμι μπρες. Κοιμούμασταν μι τα σκλήκια. Δε μας έτρουγαν. Πάηναμι κι τα μάλαζάμι, τα τίτχιουνάμι. Ανέβηναν αυτά σ' τσ' τοίχ'. Αυτούϊα να γλέπς αραδαριά. Να χαίρισι. Τέτοια κουκούλια! Αντίς λουής χρώματα. Όταν το κουκούλι τέλειωνι, του σκουλήκ’ ψουφούσι μέσα. Έπλιγι, έπλιγι κι ψουφούσι.
τα 'βανάμι παναθέ κι ύστιρα έπλικαν τα κουκούλια. Φουρτουμένις μι τ' μάνα σ' απού σιακάτ' έφιρνάμι μπρες. Κοιμούμασταν μι τα σκλήκια. Δε μας έτρουγαν. Πάηναμι κι τα μάλαζάμι, τα τίτχιουνάμι. Ανέβηναν αυτά σ' τσ' τοίχ'. Αυτούϊα να γλέπς αραδαριά. Να χαίρισι. Τέτοια κουκούλια! Αντίς λουής χρώματα. Όταν το κουκούλι τέλειωνι, του σκουλήκ’ ψουφούσι μέσα. Έπλιγι, έπλιγι κι ψουφούσι.
Τυραγνιούμασταν πουλύ.
ΚΟΙΝΗ: Φροντίσαμε να είμαστε πανέτοιμοι στην επεξεργασία
κουκουλιών. Επιφυλακή η μάνα σου, επιφυλακή κι εγώ. Φύλαγα και με την Καλούδα,
την Αντώνινα Καϊάκινα. Αγοράζαμε από ένα κουτί. Το ανοίγαμε. Πηγαίναμε στο
δάσος και κόβαμε θάμνους, όπως ζινιλιές, μουτζούνες. Τα τοποθετούσαμε πλάι στα
σκουλήκια και αυτά πλέκανε τα κουκούλια. Κατεβαίναμε κάτω στον κάμπο, και,
φορτωμένες με τη μάνα σου, κουβαλούσαμε κλωνάρια από μουριές. Κοιμόμασταν μαζί
με τα σκουλήκια, αλλά δεν μας πείραζαν. Πλησιάζαμε τα χαϊδεύαμε, τα
χαιρόμασταν. Να βλέπεις αυτά να σκαρφαλώνουν στους τοίχους. Όλα στους τοίχους
με την αράδα. Τα απολαμβάναμε. Ωραία κουκούλια, λογής, λογής χρώματα. Όταν το
σκουλήκι τέλειωνε τη δουλειά, ψοφούσε μέσα στο κουκούλι. Έπλεε, έπλεε, και
ψοφούσε.
Είχαμε τυράγνια.
----------
Στο χωριό λένε: α)
«έχου μπουντίνουν απλουμένουν», (δηλ. δεν ευκαιρώ), ή «φύλαγα μπουντίνουν», β) «να
ξιράσ' μιτάξ' ι μπουντίνους, να του τραβήξουμι για να κάνουμι κουκ'λάρ' και
προικάτ' κα μιταξουτά σιντόνια».
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ
Το σπίτι του Γιώργου και Ουρανίας Πολυχρού.
Η φωτογραφία είναι βγαλμένη από ττο σπίτι
(μπαλκόνι) του Γιώργου Μητσιάνη.
Σπίτια Πολυχρών. Η φωτογραφία πάρθηκε
από την αυλή Αθανασίου Πολυχρού.
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ
Η γειτονιά της Ουρανίας Δάμπλια-Πολυχρού.
Ένα τμήμα της περιοχής "Βασίλα".
Στο βάθος δεξιά διακρίνεται η κορυφή της ΔουργιανήςΈνα τμήμα της περιοχής "Βασίλα".
Το σπίτι του Γιώργου και Ουρανίας Πολυχρού.
Η φωτογραφία είναι βγαλμένη από ττο σπίτι
(μπαλκόνι) του Γιώργου Μητσιάνη.
Σπίτια Πολυχρών. Η φωτογραφία πάρθηκε
από την αυλή Αθανασίου Πολυχρού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου