Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

ΑΓΑΠΗ: Προξενιό





          Στις 18 Αυγούστου 1994 επισκέπτομαι την άρρωστη (κατάκοιτη) Όλγα Γερομιχαλού-Μήτσιου (Καραμπίνα) (*) στο σπίτι της στη Σκοτίνα. Η κουβέντα στρέφεται σε παντρολογήματα του παλιού καιρού. Πιο συγκεκριμένα: Ο Διονύσης Καλιαμπός του Ιωάννου ενδιαφέρθηκε να παντρέψει δυο γειτονόπουλα (Τάκη και Όλγα) της συνοικίας «Βασίλα» Σκοτίνας.


1. ΠΡΟΞΕΝΗΤΗΣ

-Εσένα ποιος σε έκανε προξενιά;
-Ι μπάρμπα Διουνύ 'ης.  Ζ’ τζ' 17 Αυγούστου του '50. Νε αρραβουνιά, νε τίπουτα. Αυτοί μέτσαν (μέθυσαν). Μι πάηναν ιδώ κι 'ικεί. Λες κι ήμαν ένα ψόφκιου. (Ο θείος σου Διονύσης Καλιαμπός. Αυτό έγινε στις 17 Αυγούστου του 1950. Ούτε αρραβώνας, ούτε τίποτα. Αυτοί, του κύκλου δηλαδή των προξενητών μέθυσαν.  Με γύριζαν από το ένα μέρος στο άλλο. Λες και ήμουνα μπαούλο, ένα ψοφίμι).   
-Οι γονείς σε πάντρεψαν;

-Ι πατέραζ μ'. 'Οπους αγουράζν ένα πράμα.  'Οπ' μι πάηναν, πάηνα. (Κυρίως ο πατέρας μου. Σαν να αγόραζαν ένα αντικείμενο).
-Ο πατέρας σου διάλεξε το γαμπρό;
-Ι πατέραζ μ', ναι. 'Ακουγα του μπάρμπα Διουνύσ' απ' τουν ήλιγι: «΄Οπχ' τα 'χν, τα χάν κι όπχ' δε ντα 'χν, τα φκιάν». 'Οποιοι τα βρίσκν κι δεν έχν μυαλό τα χάν'». (Ασφαλώς, ο πατέρας μου. Κρυφάκουγα τον μπάρμπα Διονύση που του έλεγε: «Όσοι τα έχουν, τα έχουν και όποιος δεν τα έχει, τα φτιάχνει». Εκείνοι που κληρονομούν περιουσία και δεν έχουν μυαλό, χάνουν).

2. ΚΟΥΣΟΥΡΙ ΓΑΜΠΡΟΥ

Ιδώ σ' τς καστανιές έφκιασαν γλέντ'. 'Εμασι κόζμουν πουλύν. Ακάλιασι κόζμουν απού σιακάτ'. (Εδώ στις καστανιές (στο σπίτι του Καραμπίνα) γίνεται γλέντι γερό. Κόσμος πολύς. Ο πατέρας είχε καλέσει πολύ κόσμο από τις κάτω γειτονιές. Παρατηρώντας ο πατέρας τα βήματα του Τάκη, ξεσπάθωσε):
-Α, ά, σμιθιρό! Ι γαμπρός έχ' κουσούρ'. Ιγώ έχου 60 χρόνια κι του χουρό του μπάνου στα τρία». (Α! α, όλα κι όλα, συμπέθερε. Ο γαμπρός έχει κουσούρι. Εγώ είμαι σε ηλικία 60 ετών και το χορό αυτό τον πάω στα τρία, κανονικά).
-Τι κουσούρ', τι κουσούρ', ήλιγι ι μπαρμπα Διουνύ' ης. (Τι κουσούρι, βρε, τι κουσούρι; Απαντούσε ο μπάρμπα Διονύσης).
-Ι γαμπρός δε γξέρ' χουρόν.  (Ο γαμπρός δεν ξέρει χορό).
-"Ωρέ, λε, αυτός θα μας χουρίσ' αύριου". ("Μωρέ", λέει, "αυτός θα μας χωρίσει αύριο").
Ι τάκης ταράθκι: "Θα πάρου του όπλου". (Ο Τάκης ταράχτηκε: "Θα πάω να φέρω το όπλο").
-"Ούλ' θα φύγιτι. Κι στου γάμου δε σας θέλου", λέ' ι Καλιαμπός. ("Όλοι να φύγετε. Και στο γάμο δε σας χρειάζομαι", λέει ο Καλιαμπός).
Κρατάει ντ τχιά ιδώ, ντ Διουνύσινα. Κρατάει ι Κουντουγιώρς γΚουντουγιώργινα. Κρατάει ι Κακάλς ι Ντουραλής ντ Φώτου -πρώτα ξαδέρφια ι Τάκης μι ντ Φώτου-. Γλέπου γιμώζν τα μαξιλάργια χουρίς να ρουτήζν ιμένα. Είχαν μαλλί γρανμένου. Τότι έβανάμι προίκις μέσα στα σιντούκια, είχαμι μαξιλάργια. (Κρατάει την θεία Διονύσινα εδώ. Κρατάει ο Κοντογιώργης (Στύλος)  την Κοντογιώργινα. Κρατάει ο Θεοχάρης Ντουραλής (Ζιώγας) τη Φώτω. Πρώτη ξεδέρφη η Φώτω με τον Τάκη.  Που λες, Γιάννη, παρατηρώ ότι αρχίζουν να γεμίζουν τα μαξιλάρια, να τα φουσκώνουν, χωρίς να ρωτήσουν εμένα. Είχαν έτοιμο μαλλί, γεμίζουν τα μαξιλάρια. Τότε μέσα στα σεντούκια βάζαμε την προίκα. Είχαμε και μαξιλάρια).

3. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΑΜΟΥ

Μ' αράτσαν πουλλοί.  Είχα 12 χρόνια γω κι πάηνα του γκτσό. Σάματ' ήμαν ιγώ για γαμπρόν; Μι λέ' η μάνα: «Αχ! 'Ερχουντι κι σι γυρεύν κι συ πας στου γκτσό. Δεν αντρέπισι»; Φουβούμασταν. Τι «θα πάου απ' του λύκου σ' ν' αρκούδα»; Δεν ήθιλα. Είχαν πρόβατα, χουράφια, αλλά δεν ήταν νοικουκυραίοι. Κι 'γω πήρα κρότουν. Του Ντάκ' δε ντουν ήξιρα. Αλλά δουξαζμένουν του Γκύριου, βγήκι ένας άνθρουπους καλός. (Με ζήτησαν πολλοί. Εγώ, όμως, ήμουνα στα δώδεκα και έπαιζα τον «κουτσό». Δεν ήταν καιρός  για γαμπρό. Με πλησιάζει η μάνα και μου λέει: «Μωρή, δε ντρέπεσαι; Εδώ έρχονται και σε γυρεύουν για νύφη και συ παίζεις τον κουτσό»; Δεν ήθελα. Πολλοί είχαν πρόβατα, χωράφια, αλλά χωρίς νοικοκυριό. Κι εγώ πήρα τρόμο. Τάκη δεν τον γνώριζα. Αλλά δόξα τω Θεώ. Βγήκε ένας καλός άνθρωπος και σύζυγος».

3. Ο «ΛΟΓΟΣ»

«Θα σι βάλου μέσ' ζ γκάδ' κι του γάμου θα τουν φκιάσου», λέ' ι Καλιαμπός. ("Θέλεις, δε θέλεις, θα σε κρύψω μέσα στην κάδη, κι ο γάμος θα γίνει", λέει ο Καλιαμπός).
Του βράδ' μαζεύκαν ούλ' ικεί. Τς φίλιψάμι. Φώναξαν του μπατέρα μ’.   Ιτότι ήρθι ι παππούς ι Καλιαμπός κι μ' αράτσι. Παναγία ήταν, ήρθι κι μ' αράτσι. (Το βράδυ συγκεντρώθηκαν όλοι στο σπίτι. Τους φιλέψαμε. Ειδοποιήσανε τον πατέρα μου. Ακριβώς τη στιγμή εκείνη ήρθε ο παππούς ο Καλιαμπός και με ζήτησε. Ήταν της Παναγίας και με ζήτησε σε γάμο για τον Τάκη) .
-Α! Διουνύσ', τώρα 'πού' ρθις τα 'δουσα τα τραϊά. Είπι ι πατέρας. (Πετιέται ο πατέρας μου: «Α! Διονύση, δεν ήρθες σε κατάλληλη ώρα. Τα τραγιά τα έχω ήδη πουλήσει».
Είχι γίδια. Νόμζι για τα τραϊά. 'Εκανι του τζιαμπάιζ ι Καλιαμπός. (Είχε γίδια ο πατέρας. Νόμιζε ότι ο Διονύσης ήρθε να κάνει παζάρια για τραγιά. Ο Καλιαμπός ήταν ζωέμπορας).
-Αμ, δεν ήρθα γι αυτό, Χρήστο. Ι Τάκης μ' έστειλι ν' αραδίσου του κουρίτς απού σένα. «Κι όμως, δεν ήρθα γι αυτό, Χρήστο. Ήρθα για άλλη δουλειά. Ο Τάκης (Μήτσιος) με παρακάλεσε να 'ρθώ σε σένα να ζητήσω το κορίτσι σου».  
-Κιαρατά, τώρα φέγα, το 'πλου. . . Α! του πιδί είνι απηρέτκου. (Κερατά, παλιάνθρωπε, φύγε γρήγορα...το όπλο, μωρέ! ..Α! Όχι. Το παιδί ακόμα δεν πήγε φαντάρος).
-Α, θα φκιάσουμι χαρτιά. Προυστάτς. (Α! Γι’ αυτό μην ανησυχείς. Θα ετοιμάσουμε χαρτιά, δικαιολογητικά. Είναι προστάτης).
Δεν έδουνι λόγουν ι πατέρας. Πιδί 'π' του λείπν τα δόντια. . . δε δίνου  λόγουν. 'Υστερα (μετάνοιωσε) λέ' ι πατέρας: (Παρόλα αυτά, ο πατέρας μου δεν έδινε το λόγο. Σου λέει: «παιδί που στου λείπουν τα δόντια (δηλαδή είναι μικρός), τι λόγο να δώσω»; Και απευθυνόμενος στον Διονύση):
-Πιδί καλό, 'που σόι είνι. Μάνα 'που σόι. Ι μπαμπάς τ' μι τα Μητσιούλια γίγκαν νοικουκυραίοι μαναχοί τς. (Εντάξει. Είναι παιδί καλό, από σόι. Μάνα από σόι. Ο πατέρας του ο Μήτσιος με τα παιδιά του έγιναν νοικοκυραίοι μόνοι τους).
-Δώσι του χέρ', τουν λέ' ι Καλιαμπός. Πάρι πιντακόσις,  πάρι χίλις, όπους αγουράζν ένα άλουγου. (Έλα, δώσε το χέρι. Είπε ο Καλιαμπός. Θέλεις πεντακόσιες δραχμές, θέλεις χίλιες. Άντε, να μην κάνουνε σα να αγοράζουμε άλογο).
Κι γίγκαν τα χαϊρούτκα. Ιγώ δε ντου πάρουσα. Τόσου μ' έφτανι. Παίρου τ' Λέν', πάμι στου χουρό, ζ μπλατέα κάτ'. Πχιάν' ι Μίχους να χουρέψ', πχιάσκαμι κι μεις να χουρέψουμι. (Και γίνανε τα χαϊρλίδικα. Εγώ δεν το υπολόγισα καν. Τόσο με έφτανε. Παίρνω μαζί μου την νυφαντιά Ελένη, προχωρούμε για το χορό. Κάτω στην πλατεία. Πιάνεται στο χορό ο Μίχος, πιανόμαστε κι εμείς κοντά σ' αυτόν).
Πααίν κι λέν' του μπατέρα: «Θα πάρουμι του κουρίτσ' στου χουρό»; (Πλησιάζουν και λένε στον πατέρα: Μας επιτρέπεις να πάρουμε τον κορίτσι στο χορό»;
-Πάρτι του, λέ' ι πατέρας, αλλά. (Σας επιτρέπω να το πάρετε στο χορό αλλά προσέξτε».
Ιμένα δε μι ρώτσαν τίπουτα, νε «του μπαίρς», νε «δε ντου μπαίρς», νε τίπουτα. Μι πχιάν απ' μια μπάντα ι πιθιρά κι απ' ν' άλλ' η Ουρανία τς Μάνινας. Μια βουλά γλέπου του Μίχου -του 'χαμι ντρουπή να σι πχιάσ' άλλους του χέρ'. Του 'χαμι ντρουπή. Ν' ντιρλαντώ μπιθιρά μ'. (Εμένα δεν μου κάνανε καμία ερώτηση. Ούτε «αν τον θέλεις», ούτε «αν δεν τον θέλεις» το γαμπρό, ούτε τίποτα. Όπως χόρευα με πιάνουν από τη μια μεριά η πεθερά κι από την άλλη η Ουρανία της Μάνινας. Κάποια στιγμή βλέπω τον Μίχο! Αχ!  Δε χάνω καιρό, απελευθερώνομαι, από τα χέρια της πεθεράς μου, φεύγω. Αυτή ταράχτηκε):
-Ωόπ! Πού πας! Γκουτζιά πιθιρά έχς ιδώ. (Ωοοπ! Που πας; Ολόκληρη πεθερά έχεις δίπλα σου και συ...
Τέλους πάντουν. Ζάρουσα. (Τέλος πάντων.  Υπέκυψα).

----------
* Καραμπίνας, παρόνομα του Μιχάλη Γερομιχαλού, πατέρα του Χρήστου. Προέρχεται από παρατσούκλι που του 'φτιαξαν οι Σκοτινιώτες επειδή διατηρούσε καραμπίνα.
---------- 
ΓΟΝΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ





Ο πατέρας Χρήστος Καραμπίνας (1890-1976). 
Είπε τον τελευταίο λόγο και έδωσε το χέρι στον προξενητή.
Γονείς του Χρήστου: Μιχαήλ και Αικατερίνη (αδερφή του 
παπά Μιχάλη Τσιαπάρη.








Μητέρα της Όλγας: Ουρανία από την Πούρλια.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου