Σάββατο 18 Μαΐου 2019

ιστορίες: «αρουπλάνου»




Ταξίδι αλαργινό

               «Ι Δημητρός τς Αριστούλας» (έτσι ξέρουν στο χωριό τον Δημητρό Παπαγεωργίου), προθυμοποιήθηκε  να μου δώσει την παρακάτω συνέντευξη (Αύγουστος του 1993). Η συνέντευξη δόθηκε με αφορμή το ταξίδι του στην  Αμερική, στο γάμο του παιδιού του. «Δε μπουρούσα, κουμπάρε, ι γιος μ’ να παντρεύιτι κι γω να τριουρνώ ζ ντ «Βασίλα», δε ντου θιλι η ψυχή μ’. Είπα: θα πάρου τ’ αρουπλάνου κι θα φουρτρήξου για του Νιού Τζέρσι» (*).
   
ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Ανέφκα στ’ αρουπλάνου του ’81, πότι γίγκαν οι εκλουγές για να βγει ι Παπαντρέου. Ανιβαίνου ‘π’ ν’ Αθήνα, που λες. Κοιτώ μια
φουρά πίσου, απού δω μέχρι τ’ Σουφίας του χουράφ’ ζ ντ Γρηγόρ’ τ’ Μητού κι απού δω σιαπέρα ώς ντ Μπέρ’. Λαός. Τριάδις, 700 άτουμα. Ανέφκα ψ’λά, έκατσα. ΄Εκατσα ψ’λά κι κοιτώ μπρουστά μ’. Μια Σκουτίνα μέσα.
             -Πού θα πάμι, ‘ρα! Πού θα σκουθεί αυτό του σέι! Πού να φουρτρήξ’ αυτό!
             Κι όμους, σκώθκι στουν αέρα. Υπουλουγίζου 700 άτουμα. Απού δυο βαλίτσις, 1400 βαλίτσις. Τι αϊρούχου πχιουτό φέρν μέσα κι τι φαΐ κι τι κακό! Πώς φούρτρηξι του πλί αυτό σιαπάν αυτού! Βγαίν’ ένα κουρίτσ’ όξου κι φουνάζ’: «Αυτού ‘που κάτ’ είνι του σουσίβιου, μι λέ’. Άμα θα δεις  κάτ’ αυτού, κάτ’ απ’ του κάθισμα, είνι του σουσίβιου». Είχι του αλιξίπτουτου, που λες. «Αυτόια θα κάμιτι, ικείνου θα κάμιτι. Τιλιφταία αυτόια του σκνί θα τραβήξ’ κι  θα μπεις μέσα».
               Βρε, ι καημένους! Τι έπαθα! Πού ν’ αμπδήσου τώρα! Απ’ του μπαλκόν’ δε μπουρείς ν’ αμπδή’ ις. Πού ν’ αμπδή’ ις! Που πού; Απού ‘κει;
               -«Κι θα τσακώ’ ις αυτόια του σκνί κι θ’ αμπδή’ ις καταή. Θ’ ανοίξ’ αυτό. Μη φουβάστι ντιπ».
               Πού να πλαλάς μέσ’ στουν ουκιανό! Φώναξι πρώτα: «Πέντι ώρις θα είμιστι μέσ’ στουν ουκιανό».
               Μπήκαμι στουν ουκιανό, Πέντι ώρις διασχίζαμι τουν ουκιανό. Ιτότι τα ’λιγι αυτά. «Αμάν! Τα ψάργια έχν τα στόματα ανοιχτά. Απού μια χαψιά ούλ’. Ι καημένους! Μόν’ να φτάσου ζουντανός!  Πώς θα γέν’;».
               ΄Εφτασα ικεί. Μόλις ζήγουσι ι κιρός να φύγου, που λες, μ’ έπχιασι ένα πανικό: «Τώρα, λέου, να βρίσκουμαν απού στιργιά κι ας έκαμα τρεις μήνις να πάου μι του πουδάρ’. Να μην ανιβώ ψηλά»
Στου γυρισμό μ’  έπχιασι πανικός. Ικεί ένας Κρητικός είχι ένα καφινιδάκ’ κι πάηναν ικεί κι έπιζαν «τριανταένα». Πάηνα να πιρνώ ν’ ώρα. Στ’ αρουπλάνου, τώρα μέσα, ούλου ταμπρούμπτα. Δε γκοίταζα πουθινά. Να μη μπουρώ να κοιμθώ. Να μη γκλάει μάτ’. Κι ήμαν ν’ άκρια ‘π’ του παραθύρ’. Κοιτώ μια φουρά του φτιρό, άνοιξι. ΄Εκαμι του φτιρό «γκρακ» έτσιάια. Τι σχέδιου το ’χν! Ούλου καλώδιου μέσα. Τι κρατχιούμιστι! Πού ήρθαμι, ρε γαμώ τ’!
               Μόλις γύρσα σ’ ν’ Αθήνα, ταμπρούμπτα καταή. Χιρέτσα του ντόπου, όπους κάν’ ι πάπας. ΄Οπους κάν’ ι πάπας. Να φλήσου του χώμα ιδώ. Ούτι ξαναφέγου απού ‘δώ.

ΚΟΙΝΗ: Για πρώτη φορά ανέβηκα σε αεροπλάνο. Τον Αύγουστο του 1981. Τότε πού έγιναν οι πολιτικές εκλογές και κέρδισε ο Ανδρέας Παπανδρέου. (Τότε μας κάλεσε ο Κώστας ο γιος μου να πάμε στην Αμερική). Ανεβαίνω, λοιπόν στο αεροπλάνο από το αεροδρόμιο της Αθήνας. Πετούσαμε πάνω από την πόλη. Ρίχνω μια ματιά πίσω, τι βλέπω! Ο χώρος του αεροσκάφους απέραντος. Έπιανε, σα να λέμε, από εδώ που βρισκόμαστε, μέχρι της Σοφίας του Γιαννούλη του Δάμπλια το χωράφι. Δηλαδή της νύφης του Γρηγόρη του Μητού. Και μπροστά μας απλωνόταν ώς τη Μπέρη (τοποθεσία προς τα νότια της «Βασίλας»). Λαός, τακτοποιημένος σε καθίσματα  με τρεις σειρές. Θα ΄ταν 700 άτομα. Κι  εγώ ανεβαίνοντας επάνω τακτοποιήθηκα στο κάθισμα. Κάθομαι εκεί ψηλά και κοιτάζω μπροστά μου! Μέσα μια ολόκληρη Σκοτίνα.
               -Αμάν! Για πού πάμε; Πώς θα σηκωθεί  αυτό το μεγαθήριο; Πώς θα πετάξει;
     Και όμως. Σηκώθηκε στον αέρα. Υπολογίζω 700 άτομα. Βάλε και λογάριασε, από δύο βαλίτσες το κάθε άτομο, έχουμε 1400 βαλίτσες. Και τι μας σερβίρουν! Αεριούχα ποτά, τι φαγητά, να φρίττεις. Πώς σηκώθηκε αυτό το πουλί πάνω στους αιθέρες. Βγαίνει  έξω από την καμπίνα ένα κορίτσι και φωνάζει: «Όπως κάθεσαι, ακριβώς από κάτω σου, βρίσκεται το σωσίβιο. Αν προσέξεις καλά, κάτω από σένα, κάτω από το κάθισμα, θα δεις το σωσίβιο». Πράγματι, ήταν το αλεξίπτωτο, που λες. «Αυτό που σας λέω θα κάμετε, εκείνο θα κάμετε. Στο τέλος αυτό το σκοινί που βλέπεις, θα το τραβήξεις και θα μπεις μέσα».
               Βρε, αμάν! Τι έπαθα ο καημένος. Τι  έπαθα! Πώς να πηδήξω τώρα! Από το μπαλκόνι φοβάσαι να πηδήσεις, πόσο μάλλον από ‘δω. Από ποιο μέρος να επιχειρήσεις. Από ‘κει;
               -«Και θα πιάσεις αυτό εδώ το σκοινί και θα πηδήξεις κάτω. Καθώς θα πέφτεις, θα ανοίξει  αυτό. Μη φοβάσαι καθόλου».
               Πού να πλανιέσαι μέσα στον ωκεανό! Στην αρχή φώναξε: «Πέντε ώρες θα ταξιδεύουμε μέσα στον ωκεανό».
               Μπήκαμε στον ωκεανό. Πέντε ώρες διασχίζαμε τον ωκεανό. Ακριβώς πάνω στον ωκεανό μας τα ’λεγε αυτά το κορίτσι αυτό. «Αμάν! Σκέφτομαι, τα ψάρια έχουν τα στόματα ανοιχτά. Έτοιμα να μας κατασπαράξουν όλους. Μια μπουκιά τον καθένα μας. Αμάν ο κακόμοιρος! Αχ, πώς θα γίνει; Μόνο να φτάσω ζωντανός!».
               Έ, κάποτε έφτασα εκεί, στην Αμερική. Μόλις πλησίασε ο χρόνος για να επιστρέψω, που λες,  μου έπιασε ένας πανικός. «Τώρα, λέω, θα ’ταν ωραία να πατούσα σε στεριά. Θα προτιμούσα να επιστρέψω με τα πόδια κι ας έκανα τρεις μήνες. Μόνο και μόνο να μην ανεβώ πάνω στο αεροπλάνο».
               Στην επιστροφή, λοιπόν, μ’ έπιασε πανικός. Ευτυχώς  που εκεί, στην Αμερική, ένας Κρητικός είχε ένα καφενεδάκι. Πήγαιναν εκεί οι άνθρωποι και παίζανε χαρτιά «τριανταμία». Πήγαινα κι εγώ εκεί να περάσει η ώρα. Μέσα στο αεροπλάνο, τώρα, συνέχεια ήμουνα σκυφτός, μπρούμυτα. Δεν κοίταζα πουθενά. Να μη  με πιάνει ο ύπνος. Να μην κλείνει μάτι. Και καθόμουνα στην άκρη, προς το παράθυρο. Παρατηρώ από περιέργεια το φτερό. Άνοιξε. Έκανε έτσι, «γκρακ». Πώς τα ’χουν φτιαγμένα! Μέσα το αεροπλάνο γεμάτο καλώδια. Κι αν κρατιόμαστε, τι μ’ αυτό; «Ρε γαμώ το, τι ‘ταν αυτό που μας βρήκε;»
               Τη στιγμή που επέστρεψα στην Αθήνα, μπρούμυτα πέφτω καταγής. Φίλησα το χώμα. Έβαλα μετάνοια, όπως συμβαίνει με τον  πάπα. Όπως ακριβώς κάνει ο πάπας, που τον βλέπουμε στην τηλεόραση να ταξιδεύει σε διάφορα μέρη του κόσμου και να χαιρετάει τη γη. Έτσι κι εγώ θέλησα να φιλήσω τη γη (**) εδώ και να υποσχεθώ, πως δε θα ξαναφύγω από ‘δω.
     ---------- 
     * Δεν το αντέχω, κουμπάρε, ο γιος μου να παντρεύεται και εγώ να τριγυρίζω στα σοκάκια της Βασίλας στη Σκοτίνα. Δεν το αντέχει η ψυχή μου. Πήρα την απόφαση: θα πάρω το αεροπλάνο και να πετάξω για το Νιου Τζέρσεϊ (βλέπε και ανάρτηση 18.8.14). 
     ** θυμίζει την Οδύσσεια (μετάφραση Ζησίμου Σιδέρη, ΟΕΣΒ 1981): α) ε484 «κι εκεί φιλούσε σκύβοντας τη γη την καρποδότρα», β) δ529 κι έσκυβε και το χώμα της φιλούσε με λαχτάρα (τη χώρα).
      -----------
      Σημείωση 1η: «Βασίλα», προς δυσμάς της Κάτω Σκοτίνας. Ήταν κτήμα που ανήκε στη μανιά Τσιτσίλου, (κόρη του παπά Γιάννη) "απόκαμνι τα μπαμπλούκια σ' ν Ικκλησιά" (που προετοίμαζε τα πρόσφορα για τη Θ. Λειτουργία). Το όνομά της ήταν Βασίλου (Τσιτσίλου). Η περιοχή πιάνει από το αναβρικό "τ 'Παπά-Γιάν'" μέχρι "τα Γανουτάτκα, Καλιαμπάτκα, Μητσιάτκα". Ο παπά Γιάννης είχε 6 κορίτσια: Γραμματή, Ξάνα, Φώτεινή, Βασιλική, Καλλιόπα και μια στον Παντελεήμονα.

Σημείωση 2η: η φωτογραφία είναι από τον γάμο του ζεύγους Κώστα και Νάνσυ Παπαγεωργίου. (Αμερική).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου