Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Εμφύλιος: Γρηγόρης Μπιλιάγκας



Γρηγόρης Μπιλιάγκας 
του Γεωργίου,
θύμα του Εμφυλίου.
                                                       
 
Νάρκα στη βάρκα

Η Όλγα Χρυσικού (1922-2014), σύζυγος του Γιώργου Μπιλιάγκα εξιστορεί με λεπτομέρεια τον οικτρό θάνατο του πεθερού της Γρηγόρη που συνέβη τον Μάη του 1948 στην παραλία Λεπτοκαρυάς (απόσταση 7 χιλμ. Από Άνω Λεπτοκαρυά). Η συνέντευξη δόθηκε στο Γιαλό της Σκοτίνας στις 21.06.2005.

          ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Στη Λεπτοκαρυά καθόμασταν σ' ένα σπίτ', Κούκου του' λιγαν στου ιπίθιτου. Έφυγι ι πιθιρόζ μ' κα τς ουχτώ η ώρα, προυΐ, πώς πάηναν να σηκώζν ντράτα. Η τράτα ήταν ντ Γρηγόρ’ ντ Γριβινίτ’. Είχαν έναν αργαλειό κι ύφινα ικεί. Καμιά φουρά ακούμι ένα "μπάαααμ". Ακούσκι νάρκα. Μαζώθκαν ι κόζμους, όλ' η Λιφτουκαργιά ειχι βγει σ' ν' αγία Τριάδα. Βγαίνου κι γώ. Ήταν οι χουριανοί μας όλ'. Η Γραμματούλα αυτή η Κουκουσού, οι αξαδέρφιζ μ' αυτές ντ Μπουζιώ, η Τσιβώ αυτή η Κουκάρινα. Κι μι λέ' -τ' θυμούμι Γκουκουσού αυτήν-:
                    -Ιδώ είσι Όλγα;
                    -Ναι, γιατί;
                    -Μας είπαν ότι αυτή η νάρκα ότι σκουτώθκι κι η πιθιρός σ'.
                    -Τι είπις;
                    -Σκουτώθκι...
Τώρα τί να κάνου. Είχα του κουρίτσ' στου χέρ'. Βρίσκου ν' αξαδέρφη μ' αυτήν Γκουκάρινα:
                    -Τσιβώ!
                    -Α, μουρή Όλγα, είπαν ότι σκουτώθκι κι η πιθιρός σ'. Η πιθιρά σ' έφυγι κι του κουρίτσ' μι του γαϊδούρ' πάηνι σιακάτ'.
-Ποιο κορίστι πήγαινε προς τα κάτω;
-Η Χαϊμαδή.
                    Κι σαν ξικινώ, ιγώ ανά τρεις παλιουρές αμπδούσα. Βρήκα μπιθιρά μ' στου δρόμου, ν' απαράτσα, βρήκα τ' Χαϊμαδή μι του γαϊδούρ', ν' απαράτσα. Όσ' ξικίντζαν να βρουν, όλ' τς έφτασα, όλ' τς απαράτσα. Κι ι στρατός απόμεινι έτσ'! Λέ': "τί είνι αυτή!". Πώς πιρνούν τα λάφια, που λεν, τέτχιου πράμα. Κι πάνου ευθεία, τουν βρήκα στουν άμμου. Τουν είχαν στουν άμμου ξιαπλουμένουν. Έβγαζι αίμα 'π' του στόμα. Όπους ήταν η νάρκα, πιτάθκαν κάτ' ξύλα τέτχια. Ξιφλουδίσκαν απ' ντ βάρκα κι ένα μπήκι ιδώια μέσα, στου ...λάρυγγα. Κι χτυπμένους στου κιφάλ' κι όλους. Αυτοί τουν είχαν καταή. Τραβώ, βγάζου του ξύλου. Είχα ένα μαντήλ' στου κιφάλ', βγάζου του μαντήλ', τουν δένου καλά ιδώ να μη μπαγλάρσ' (;), να μή ντρέχ' του αίμα. Είχι κι ένα πουκάμσου, τουν σκίζου κι του πουκάμσου, τουν δένου όπ' είχι αίματα.
-Ζούσε.  
                    -Ζούσι ώσπ' που τουν βγάλαμι στ' μέσ' του δρόμου. Ζούσι κι φώναζι. Ζούσι, που λες, κι τουν βγάλαμι σ' ένα σπίτ' -του είχαν σα φαρμακείου ι στρατός- Καζαμίας λιγόταν. Ήταν κι ι Βαγγέλς ι Πατούνας. Ι Βαγγέλς τραυματίσκι του πουδάρ'. Ι Θουμάς ι Σακιλλάριους σκουτώθκι επιτόπου ένα κι ένα. Ι Χρήστους αυτός ι Σακιλλάριους είχι τραυματιστεί κι αυτό του πιδί. Ι δικός μας έζησι ώς τα μισάνυχτα. Χαραές. Ι Κακάλς ι Καϊάκας -θεσχουρέστουν, μπάρμπαζ μ'- ήταν μάυς. Τς πήραν κι τς έφιραν σιαπάν κι τς έβαλαν σι αυτό του σπίτ' απού ‘ταν φαρμακείου, μήπους καλυτιρέψ', μήπους αυτόσ', επειδή μιλούσι λίγου. Όχ', δε μιλούσι, μόνου που φώναζι. Κι ήλιγι: "βάρα". Όπους ήλιγι βάρα, βάρα, βάρα, να τραβήξουν ντ βάρκα. Του "βάρα" απόμεινι. Ικείνου φώναζι. Τέλους πάντουν, πήγαμι μέσα ικεί, δε μας άφναν να μπούμι τζ γναίκις. Μπιθιρά μ΄ δε ν' άφσαν. Δε ν' άφνι ι σκουπός. Ήταν δυο φαντάρ'. Λέου:
                    -Γιατί δε μας αφήνιτι να μπούμι;
                    -Δεν επιτρέπιτι, λέ.
                    Κι που λες, "δεν επιτρέπιτι; δεν επιρέπιτι;", τουν αρπάζου τουν ένα 'π' του χέρ' του γκάνου έτσια, παίρου κι τουν άλλουν. Τουν λέου:
          «Ιδώ που είσι 'σύ κι φλάγς, ι θκόζ μ' ι άντρας είντους στουν Αρχέγγιλου, στα σύνουρα κι φλάγ' ισένα ιδώ».
                    Ι Γιώρς ήταν φαντάρους.
                    -Ι θκόζ μ' ι άντρας φλάγ', είντους στα σύνουρα, λέου, κι σι φλάγ' ισένα ιδώ. Κι αυτόν απού ‘νι μέσα τουν έχου πιθιρόν κι θέλου να πάου μέσα.
                    Φώναξι τουν αξιωματικό: «Αφήστι την, αφήστι την να πιράσ'», είπι.
                    Πήγα μέσα ωσπού ξημέρουσα ικεί. Φώναζι, τουν άλλαζα, τουν έκανα. Ύστιρα έκαμι μιτό, καναδυό, τρία κιλά αίμα 'που μέσα. Αλλά ήταν κι ι Κακάλς ι Καϊάκας μέσα. Έρχουνταν αυτός, λίγου έτσ'. Ήταν η Λιόλινα η Καρκαφίρινα για του Βαγγέλ', η Πατούνινα η Καλλιόπα. Αλλά του Βαγγέλ, μόλις χάραξι, έφιξι, του μπήραν ύστιρα, του μπαν σ' τ' Σαλουνίκ' αυτόν. Έκατσι πουλύν γκιρόν σ' τ' Σαλουνίκ' κι απού 'κεί τουν έστειλαν σ' ν' Αθήνα. Είχι γλιτώσ' αυτός. Του μακαρίτ' του Θουμά του Σακιλλάρη του μπαν ούδι 'π' του βράδ' σ' ν' αγία Τριάδα, σ' ν' Ικκλησία. Ι θκοζ μ' ύστιρα, αφού ξιψύχσι τς χαραές, του μπήγαμι σ' ν' αγία Τριάδα κι μιτά έγινι η κηδεία. Τς θάψαμι ούδ' ικεί σ' ν' αγία Τριάδα.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Κατοικούσαμε σε ένα σπίτι, που το νοικοκύρη τον λέγανε Κούκο στο επώνυμο. Έφυγε ο πεθερός μου κατά τις οχτώ το πρωί. Ήταν η ώρα που θα τραβούσανε την τράτα. Η τράτα ήτανε του Γρηγόρη Γρεβενίτη. Είχαν εκεί αργαλειό και ύφαινα. Καμιά φορά ακούμε ένα "μπάαααμ". Ακούστηκε σκάσιμο νάρκης. Όλη η Λεπτοκαρυά συγκεντρώθηκε στην αγία Τριάδα. Βγαίνω κι εγώ έξω. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί όλοι μας οι χωριανοί. Η Γραμματούλα αυτή του Κουκουσά, οι ξαδέρφες μου αυτές του Μπουζιώ, η Τσιβώ η Κουκάρινα και θυμάμαι καλά, πως αυτή η Κουκουσού μου είπε:
                    -Εδώ είσαι, Όλγα;
                    -Ναι, γιατί;
                    -Μα είπαν ότι ο κρότος που ακούστηκε ήταν νάρκη και μάλιστα λένε ότι σκοτώθηκε και ο πεθερός σου.
                    -Τι είπες;
                    -Σκοτώθηκε...
Και τι να κάνω εκείνη τη στιγμή! Κρατούσα και το κορίτσι από το χέρι. Συναντώ την ξαδέρφη μου αυτή την Κουκάρινα και φωνάζω:
                    -Τσιβώ!
                    -Έλα, μωρή Όλγα, διαδόθηκε ότι σκοτώθηκε ο πεθερός σου. Η πεθερά σου ήδη έχει φύγει προς τα κάτω. έχει αρκετή ώρα και το κορίτσι με το γαϊδούρι πήραν τον κατήφορο.
-Ποιο κορίστι πήγαινε προς τα κάτω;
          -Η Χαϊμαδή.
                    Με την κακή αυτή είδηση, το ότι σκοτώθηκε ο πεθερός μου, δε χάνω καιρό· ξεκινώ στα γρήγορα προς τα κάτω. Σαν ελάφι πηδούσα τα παλιούρια. Συναντώ την πεθερά μου στο δρόμο, την προσπερνώ, συναντώ τη Χαϊμαδή με το γαϊδούρι, την προσπερνώ. Όλοι τους ξεκίνησαν με σκοπό να βρούνε τα αδικοχαμένα πρόσωπα, όλους τους πρόλαβα, όλους τους ξεπέρασα. Απόρησε και ο στρατός. Κάποιος σκοπός λέει: "μωρέ τι γυναίκα  είναι αυτή"! Πώς πηδάνε τα λάφια, που λένε, έτσι ακριβώς έτρεχα εγώ. Τρέχω, τραβώ κατευθείαν στη θάλασσα. Βρίσκω τον πεθερό μου στην άμμο. Τον είχαν ξαπλωμένο στην άμμο. Έβγαζε αίμα από το στόμα. Όπως έσκασε η νάρκη, πετάχτηκαν κάτι πελώρια ξύλα, τέτοια. Η νάρκη έβγαλε τις φλούδες και πετάχτηκαν πέρα και μπήκαν εδώ μέσα, στο λαρύγγι. Είχε χτυπήματα στο κεφάλι και παντού. Οι άνθρωποι εκεί τον είχαν καταγής. Εγώ τραβώ, βγάζω το ξύλο. Είχα ένα μαντήλι στο κεφάλι μου, βγάζω το μαντήλι, τον δένω καλά για να μη διαλυθούν οι σάρκες και για να σταματήσει η αιμορραγία. Φορούσε και ένα πουκάμισο, σκίζω το πουκάμισο, δένω τις πληγές που είχαν αίματα.
-Ζούσε.
                    -Ζούσε,  ώσπου τον σύραμε μέχρι τη μέση του δρόμου. Ζούσε, που λες, και τον οδηγήσαμε σε ένα σπίτι -το χρησιμοποιούσε ο στρατός σαν φαρμακείο- Καζαμίας λεγότανε ο νοικοκύρης. Εκεί ήταν και ο Βαγγέλης ο Αγγέλης, ο Πατούνας. Ο Βαγγέλης τραυματίστηκε στο πόδι. Ο Θωμάς ο Σακελλάρης σκοτώθηκε επιτόπου ακαριαίως. Τραυματίστηκε επίσης και ο γνωστός σε όλους μας Χρήστος Σακελλάρης. Ο δικός μας άρρωστος -πεθερός μου- έζησε μέχρι τα μεσάνυχτα. Ξεψύχησε βαθιά χαράματα. Ο Θεοχάρης Καλαμάρας, Καϊάκας -Θεός να τον συγχωρέσει, θείος μου- υπηρετούσε στους μάυδες. Όλοι τους φρόντισαν να μεταφέρουν τους τραυματίες σ' αυτό το φαρμακείο. Προσπάθησαν να προσφέρουν και στον πεθερό μου τις πρώτες βοήθειες, μήπως καλυτερέψει ο άνθρωπος. Και τα χείλη του ψέλλιζαν: "βάρα, βάρα, βάρα", δηλαδή να τραβήξουν τη βάρκα. Η λέξη "βάρα" μας έμεινε στη μνήμη μας. Αυτή τη λέξη έλεγε. Τέλος πάντων, μπαίνουμε μέσα σ' αυτό το σπίτι, αλλά δεν επιτρέπουν να πλησιάσουμε τον άρρωστο. Δεν επέτρεπαν τις γυναίκες. Δεν επέτρεπαν ούτε την πεθερά μου. Απαγόρευε ο σκοπός. Φύλαγαν εκεί δυο φαντάροι. Εγώ δεν άντεξα, λέω στο σκοπό:
                    -Γιατί απαγορεύετε να μπούμε μέσα;
                    -Δεν επιτρέπεται, λέει.
                    Εγώ δεν καταλάβαινα από τέτοια, που λες. Με το "δεν επιτρέπεται, δεν επιτρέπεται", του αρπάζω το ένα χέρι, τον στριφογυρίζω έτσι, του αρπάζω και το άλλο και του λέω:
                    -Εσύ φυλάγεις σκοπιά στο σημείο αυτό, ο δικός μου άντρας υπηρετεί στον Αρχάγγελο, στα σύνορα και φυλάγει εσένα, να έχεις εσύ την ελευθερία σου εδώ.
                    Υπόψη ότι ο Γιώργος ο άντρας μου υπηρετούσε στρατιώτης. Του ξαναλέω: 
                    -Ο δικός μου ο άντρας φυλάγει την Ελλάδα, υπηρετεί πάνω στα σύνορα και φυλάγει και εσένα εδώ. Και αυτόν τον ετοιμοθάνατο που βρίσκεται μέσα στο φαρμακείο τον έχω πεθερό. Επιθυμώ, λοιπόν, να μπω μέσα να τον ιδώ. 
                    Φώναξε τον αξιωματικό, πήρε την εντολή:
                    -Αφήστε την, αφήστε την να περάσει, είπε. 
                    Προχώρησα μέσα, έμεινα εκεί μέχρι τα ξημερώματα. Έβγαζε φωνές ο πεθερός μου, εγώ του άλλαζα, τον φρόντιζα. Ύστερα έκανε εμετό. Έβγαλε καναδυό με τρία κιλά αίμα από το στόμα. Ευτυχώς που εκεί μέσα παρευρίσκονταν ο Θεοχάρης Καλαμάρας. Φρόντιζε αυτός να μπαίνει και να προσφέρει ό,τι του περνούσε από το χέρι. Ήταν και η Λιόλινα Καρκαφίρινα και φρόντιζε τον αδερφό της το Βαγγέλη Αγγέλη. Η γνωστή σαν Καλλιόπη Πατούνινα.
Έφεξε καλά, χάραξε. Το Βαγγέλη τον παίρνουν και τον μεταφέρουν στη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη έμεινε αρκετό καιρό. Από εκεί τον στείλανε στην Αθήνα. Είχε τύχη αυτός, γλίτωσε. Τον δικό μας άρρωστο, όταν έφεξε για καλά, του αλλάξαμε ρούχα και στη συνέχεια τον μεταφέραμε στην αγία Τριάδα. Το μακαρίτη Θωμά Σακελλάρη τον μετέφεραν αποβραδίς στην αγία Τριάδα, στην Εκκλησία. Ο δικός μας, ύστερα, αφού ξεψύχησε κατά τα χαράματα, τον μεταφέραμε στην αγία Τριάδα, όπου έγινε και η κηδεία. Τους θάψαμε στο ίδιο σημείο, εκεί στην αγία Τριάδα.  

ΕΙΚΟΝΕΣ

Στα νιάτα τους οι: Γιώργος Μπιλιάγκας του Γρηγορίου και η σύζυγός του Όλγα to γένος Χρυσικού
Θανάσης Καλαμάρας του Θεοχάρη, γαμπρός των Μπιλιαγκαίων, που κατοικεί στην Παραλία Σκοτίνας
Η Όλγα και οι κόρες της: Καλλιόπη, Κωνσταντία, 
Καλούδα και Σταματία




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου