Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Ιςτορίες: Σκοτεινά-Φωτεινά

                                                 Μετακίνηση του χωριού



 
   Τα Χριστούγεννα του 2013 μου δίνει συνέντευξη «ι Κώτσιους ντ Γιαννίκ» (έτσι φώναζαν στη Μόρνα τον Κώστα Βαστάζο του Ιωάννη).  Δίνω σημασία στη συζήτηση, η οποία, πέραν των άλλων, ακουμπάει και το χώρο της λαογραφίας. Εξυπακούεται ότι τα αναφερόμενα αποτελούν άποψη του αφηγητή. Εκφράζω την ευχή να βρεθούν αρμοδιότερα πρόσωπα που θα ενδιαφερθούν για την επιμελή ενασχόληση της  ιστορίας του χωριού. Πάντως ο Κώστας (βλέπε αναπηρική καρέκλα), αναφερόμενος στη μετακίνηση του χωριού από τη Μόρνα (Σκοτεινά) στα Φωτεινά, τονίζει:


1. δυσκολίες. Σε μια βραδιά φύγαμε (17 Οκτώβρη 1965), με ένα "ντου", όλ' νύχτα, στο "Είκοσι". Μας πήραν το δασαρχείο-εργοστάσιο, μείναμε χωρίς δουλειές*. Σκώθκαν όλος ο κόσμος, με μουλάρια, με γαϊδούρια, με αυτοκίνητα. Ήταν δυο φορτηγά αυτοκίνητα, του Κατανά και τ’ Κώτσιου τ’ Νικόλα. Αυτά ήταν. Δε θυμάσαι που κατέβαινες σκαλωμένος απάν στα ξύλα;** Αφού σκώθκαμε και φύγαμε μας έκαναν αγώνα καταδίωξης οι Αϊ-Δημητριανοί. Γιατί εδώ (στην τοποθεσία Είκοσι- εικοστό χιλιόμετρα από Κατερίνη προς Ελασσόνα) θέλαν να το διεκδικήσουν οι ίδιοι. Εδώ, όταν ήρθαμε εμείς, ήρθαν οι Αϊ-Δημητριανοί και πχιάσαν από δω, απ’ το σπίτ’ αυτό που βλέπουμε μέχρι απάν στο ρέμα. Να διεκδικήσουν το χωριό, τον τόπο αυτόν.
-Πόσοι ήρθαν;
     -Πολλοί, πενήντα, εκατό. Στρατοπέδευσαν εδώ πέρα, απάν στο δρόμο. Ήρθε και ο Παπαγεωργίου -τον θυμάσαι τον Κώτσιο, το βουλευτή. Ήρθε να δικαιώσ’ γκατάσταση. Του λέω: «Κυρ Κώστα, με γνωρίζεις ποιος είμαι. Με ξέρεις ποιος είμαι». «Βέβαια, σε ξέρω». «Αφού μι ξέρς, να μη φύγς από δω κι πας στον Αϊ-Δημήτρη και μας κατηγοράς».
      -Κάνατε παράβαση. Θα τιμωρηθείτε».
      -Εμείς θέλουμε ένα οικοπεδάκι, να φύγουμε, να βρούμε ήλιον. Το χωριό λέγεται Σκοτεινά και είναι σκοτεινό. Ο ήλιος βγαίν' σ' τς έντικα η ώρα και στις δυόμσ' με τρεις βασιλεύ'. Γι’ αυτό το λέμε και Σκοτεινά. Τώρα εμείς ήρθαμε εδώ και ζητάμε από το κράτος ένα οικοπεδάκι να μαζέψουμε τς οικογένειές μας. Εμείς τον Αϊ-Δημήτρη, άμα κουνηθούν τώρα, θα τον κάψουμε μέσα σε μια βραδιά.
      -Ω!, ρε Κώστα έτσι μιλάς εσύ; Όχι, ρε Κώστα, δεν πρέπει να μιλάς έτσι.
     Πετάχτηκε η μάκου  η Τσιτσιά τ' Πίτσια, μια γριά πάνω στη συζήτηση και λέει: «Ακούστι, δε μ’ ενδιαφέρ’, ούτι μι νοιάζ’ ποιοι είστι, αλλά εδώ άμα ΄ρθουν οι Αϊ-Δημητριανοί, έχου ένα δόντ, θα τ’ αφήσω στο λαιμό ενός Αϊ-Δημητριανού».
Μόλις άκουσε ο Παπαγεωργίου, «μα, Κώστα, πώς έτσ’ μιλάς». Λέω: «Άκουσε να δεις, μια ερχόσαστε σε μας και μας λέτε υπέρ ημάς, την άλλ’ πάτε στον Αϊ-Δημήτρη κι έχετε δίκιο, γιατί ο Αϊ-Δημήτρης κοντεύ’ 4 χιλιάδες ψηφοφόρους. Ε, έχετε δίκιο να κάνετε τη δουλειά σας, αλλά όχι εις βάρος μας. Τώρα, αφού αποφασίσαμε κι ήρθαμε, τελείωσε η δουλειά, δε φεύγουμε από δω μέχρι ένας».           Σηκώνεται ο φουκαράς ο Κώτσιος. Σκών την ουρά τ’ κάτ’ απ’ γκλιά, στον Αϊ-Δημήτρη. Και τους λέει: «Ήσασταν μέσα στο κτήμα του Σανατορίου. Είχατε χωράφια, είχατε κοπάδια, είχατε χειμερινό ξεχειμαδιό. Επομένως, τώρα που έφυγαν οι Μορνιώτες και παν σ’ αυτό το χώρο, μη γκάνετε κανένας καμιά εκδήλωση. Θα έχουμε οικτρά αποτελέσματα από δω πέρα».
Αφού έγινε αυτή η δουλειά, οι Αϊ-Δημητριανοί έφυγαν, εξαφανίστηκαν. Παν κι οι στρούγκες, παν και τα καρδάρια.

2. πρώτες ενέργειες. Εγώ πήγα δυο-τρεις φορές στην Αθήνα. Και μου είπες «γιατί». Εμάς, επειδή το χωριό ήταν απομακρυσμένο, μέσα στο βάθος, δε μας ήξερε ο κόσμος. Όταν (μετά τον Εμφύλιο) έφυγαν οι αντάρτες, ήρθε από το κράτος ένας διοικητής του στρατού και κάνει σήμα στην Κυβέρνηση: «δώ, στο μέρος αυτό δεν είναι για ζωή ανθρώπινη». Να κανονίσ’ το κράτος να τους αποκαταστήσει. Ήμασταν οπλισμένοι εμείς στη Μόρνα και έρχονταν ο διοικητής που ήταν στη Ρητίνη και ένας υπολοχαγός. Ερχότανε σαν εκπαιδευτικοί και μας εκπαίδευαν κάθε Κυριακή εμάς. Ο υπολοχαγός λεγότανε Παπαγεωργίου Γιάννης.
    (Να σε θυμίσω) το 1938-39 έγινε το εργοστάσιο (Σκοτεινών) και μ’ αυτό παρηγοριούμασταν, βγάζαμε το καθημερινό μεροκάματο. Όταν έφυγε το εργοστάσιο, μείναμε στο χωριό, χωρίς δουλειά και είπαμε να φύγουμε, με σκοπό να πάρουμε χωράφια στον τόπο του Σανατορίου.
Αφού ήρθαμε, όμως, εδώ στο «Είκοσι», διχαστήκαμε. Δε συμφωνούσε ο κόσμος ύστερα. Άλλος ήθελε χωράφια, άλλος κτηνοτροφία, άλλος ήθελε να φύγει πάλι και διασπάστηκε ο κόσμος. Δε μας έδινε κανένας σημασία. Τώρα τι κάνουμε!
Επειδή τζ δημοκράτες τς πέταξαν σ’ ν’ άκρια, άμα θυμάσαι τα κοινοβούλια, τότε ανακατεύθηκαν, αναλαμβάνει ο δικτάτορας Παπαδόπουλος. Πάω ζ Γκατιρίν ζ Ντράπεζα. Λέν: «Κώστα, τι κάνετε τώρα»; «Τίποτα». «Τώρα μπερδεύτηκε η κατάσταση. Θα πρέπει να κοιτάξτε να διορθωθείτε». Εγώ, όπως σου είπα, είχα γνωριστεί με τον Παπαδόπουλο. Γιατί έρχονταν στη Ρητίνη ως στρατιωτικός και μας έκαμνε «ένα, δυο».

3. διανομή πρόχειρη. Λοιπόν, τώρα πάω στην Αθήνα, γιατί, αν θυμάσαι τς πολιτικοί τς είχαν περιορίσ’ και είχαν αναλάβει στρατιωτικοί την παρακολούθηση τς Κυβέρνησης. Μάζιψαν οι χωριανοί υπογραφές, κάναμι ένα πρόχειρο σύλλογο ακτημόνων. Μ’ είπαν ιμένα «τράβα, Κώτσιο, σ’ ν’ Αθήνα». Τότε αυτός ο Παπαγεωργίου ήταν επόπτης Προνοίας. Αφού ήταν φίλος, μια και δυο κατεβαίνω στην Αθήνα κι έχω μαζί μου τον Τάκη Κακάρα.
-Με τρένο ή λεωφορείο;
-Αρά, με το τρένο, λιανίσκαμι. Λοιπόν, πήγαμε. Τώρα πού θα βρούμε αυτόν τον ταγματάρχη. Πηγαίνουμε στο κτίριο που στεγαζόταν η Πρόνοια. Λοιπόν, πού θα βρούμε τον φίλο μας τώρα; Βλέπω το κτίριο. Λέω στον Τάκη: «εσύ θα πας από ‘κεί μετά που μπόρτα, εγώ από δω που μπόρτα. Απέναντι υπάρχει ένα περίπτερο. Αν ανεβούμε πάνω δεν τον βρίσκουμε, θα χαθεί ανάμεσα στα γραφεία. Εκεί ήταν, α! χαμός. Εκεί που στεκόμασταν, ο ένας από δω κι  άλλος από κει.
-Δηλαδή ο Κακάρας από δω και συ από κει. Τι ώρα ήταν;
-Πρωί, τον έκοψα, ερχόταν. Το γκόβω , το γκάνω νόημα. «Τον είδες»; λέω. Λέ’, «εντάξ’». «Φύλαξε από κει, τώρα, θα τον κάνουμε αιχμάλωτο». Λοιπόν ο ένα από δω, ο άλλος από κει «οπ», αφού πήρε του κουτί με τα τσιγάρα, έρχεται προς την πόρτα να μπει μέσα στο κτίριο. «Κραπ», ο ένας από δω, ο άλλος από κει, τσακωτός.
-Τι θέλτε εδώ, αρά;
-Τι θέλουμε εδώ; Ξερς που τς άφσις τς οικουγένειες;
-Πάμε πάνω».
Πάμε πάνω τώρα. Λέω: «μερικοί χωριανοί του ‘φιραν από δω, του ‘φιραν από κει, φρόντισαν μόνο για τον εαυτό τους και για κανέναν άλλον». Είχαν κάνει μια προσωρινή διανομή, Γιάννη μου, ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε…είχαν κάνει δυο σειρές, μια σειρά απ’ το δρόμο που πάνω και μια σειρά από κάτω. Είχαν κάνει δική τους διανομή και είχαν στείλει μια προσωρινή διανομή στο Υπουργείο, ό,τι ήθελαν έκαναν.
           
4. η απόφαση. Λέει ο φίλος Παπαγεωργίου: «Δε σε καθυστερώ πολύ. Κατάλαβα, τα είχαν φκιάσ’ όπως ήθελαν».
      Αυτός ο διοικητής δεν κάθονταν καταή. Έκανε βόλτες πέρα δώθε, πέρα δώθε. Μι λέ’ ο Κακάρας: «Γιατί δε γκάθεται ζ γκαρέκλα»; «Αρά, πού να κάτσ’ αυτός, αν είναι δυνατόν τώρα στο γόνα, αυτή τη στιγμή».
      Φωνάζ’ μια γραμματέα, η οποία λεγόταν Καλαμπόκα, κ. Γιάννη μ’. Κι λέει: «Καλαμπόκα, πάρε τα χαρτιά γι’ αυτόν τον συνοικισμό τον νέο, που έχομε κατεβάσει κάτ’».
      Βλέπω γκοπέλα να κρατάει σ’ ν’ αμασκάλ’ ένα δέμα από χαρτιά, φάκελοι. «Άκουσι, λέει, έχουμε δω μια πρόχειρη διανομή». «Και τώρα τι γίνεται»; Το παίρ’ το χαρτάκ’, το σκίζ’. Λέω «εντάξει, από δω και πέρα θα κάνουμε χωριό. Δε θα κάνουμε μπερμπατλίκια».
      «Αμάν!» Έμεινι ουδέτσ’ ο διοικητής Παπαγεωργίου. «Εντάξ’», μι λέ’, τώρα θέλεις τίποτα άλλο»; «Απολύτως τίποτα, θέλω έγκριση, γιατί ο κόσμος είντος απέξω». «Εντάξ». Κάν’ τα χαρτιά, που λες,  και παίρν’ ένα τηλέφωνο και λέει: «Ο συνοικισμός αυτός να τακτοποιηθεί το γρηγορότερο και το καλύτερο».
Α, πάμε στο χωριό, περιμένουμε τώρα. Μας ήρθε η διαταγή, κανονική διανομή. Όλος ο κόσμος μπήκε ζ γκατάσταση. Ν’ έκανε ο ίδιος ποιοι είναι οι χωριανοί, ποιοι είναι οι δικαιούχοι***.
     Κι έτσ’ εγκατασταθήκαμε εδώ πέρα. Για την ονομασία του νέου χωριού η απόφαση πάρθηκε σύσσωμα. Οι χωριανοί μετά τη θεία Λειτουργία στην εκκλησία του αγίου Νικολάου φώναξαν: «το νέο χωριό θα το ονομάσουμε από Σκοτεινά, Φωτεινά».
----------
* το εργοστάσιο ως το 1949 υπολειτουργεί. Μετά τον Εμφύλιο λειτουργεί κανονικά. Το 1967 μεταφέρεται στο Λιτόχωρο, με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας στους κατοίκους της Μόρνας και όχι μόνο. Το δασαρχείο Σκοτεινών υπηρέτησαν επάξια σπουδαία ονόματα (Αυγίκος, Δαλακιουρίδης και άλλοι).
** ο αφηγητής αναφέρεται σε δικό μου περιστατικό που συνέβη στη Μόρνα το 1951. Η γιαγιά μου Όλγα Δάμπλια, ο γιος της Ηρακλής κι εγώ πήραμε άδεια από τον δασάρχη Σκοτεινών Τάκη Δαλακιουρίδα για να ανεβούμε στο φορτηγό του δασαρχείου (οδηγός Τόλιος Τεγούλιας)  με σκοπό να πάμε στην Κατερίνη. Η γιαγιά μου κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Ηρακλής κι εγώ πάνω στην καρότσα με κάρβουνα. Ο Τόλιος μας έδεσε με χοντρό σκοινί πάνω στα κάρβουνα για να μη μας πάρει κανένα κλαδί διότι ο δρόμος του Παλιζιάζιακου ήταν επικίνδυνος. Είχαμε, όμως, άλλη ατυχία: μετά τη Στενούρα μας πιάνει γερή βροχή. Φτάνοντας στην Κατερίνη δεν ήμασταν για φανιά. Γίναμε μαυρατζέλια πάνω στα κάρβουνα. Ευτυχώς χωθήκαμε στο εστιατόριο του Κωςταγιάγκου, που ήταν γκαρσόν ο θείος μου Γιώργος Δάμπλιας. Ο άνθρωπος τρόμαξε και μας συμμάζεψε. 
*** λέει ο Κώτσιος: χωρίστηκαν τα οικόπεδα, ρίξαμε κλήρο. Ο καθένας τράβηξε κλήρο και πήρε το οικόπεδο με τον αριθμό του. Ο καθένας τραβούσε ένα χαρτάκ'. Ποιο νούμερο έχεις, το 25, το 45". Την κλήρωση την κάνανε οι δικαστικοί. Το 1969 βγήκαμε από τις καλύβες κι αρχίσαμε να κτίζουμε τα σπίτια μας.
          ----------
Σημείωση: Ο Κώστας Κατανάς († 2013), γυμνασιάρχης στην Κατερίνη, θα σημειώσει: "Θυμάμαι, παιδάκι τότε εγώ, ότι με τη λειτουργία του εργοστασίου στην Μόρνα, γινότανε το αδιαχώρητο από κόσμο. Δεν είναι τυχαίο που από το 1826 που πρωτοκατοικήθηκε η Μόρνα και μέχρι το 1938, οι κάτοικοι δεν ξεπερνούσαν τους 200, ενώ από την έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου και μετά οι κάτοικοί της ξεπερνούσαν τους2.000… «Ο πρώτος κάτοικός της ονομαζόταν Γάκης και ήρθε μάλλον από κάποιο χωριό του Σουλίου, όπως έκαναν στη συνέχεια και άλλες οικογένειες».  
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ


οι γονείς του αφηγητή:  Γιάννης Βαστάζος -Γιαννίκης
(1907-1980), σύζυγος Αικατερίνη το γένος Φώτη (1908-1960)

3 σχόλια:

  1. Βασιλική Τεγούλια27 Ιουνίου 2016 στις 5:40 μ.μ.

    Είμαι η κόρη του Τόλιου του Τεγούλια. Πως 8α μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί σας για άλλες μνήμες από τον πατέρα μου?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χαίρομαι ιδιαίτερα που μιλάμε με τα τεχνικά μέσα του καιρού μας. Ο πατέρας σας, αείμνηστος, Αποστόλης (Τόλιος) εξυπηρετούσε όλον τον κόσμο των Σκοτεινών Πιερίας (Μόρνα) στα χρόνια του Εμφυλίου. Ήταν υπάλληλος του Δασαρχείου Σκοτεινών. Περισσότερα στο τηλέφωνο 2310-462195 (χειμερινή περίοδο) ή 23520-91002.
    Με εκτίμηση Γιάννης Καλιαμπός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μόλις σήμερα είδα το μήνυμα σας και πολύ χάρηκα. θα επικοινωνήσω μαζί σας το επόμενο σαββατοκύριακο απογευματινές ώρες μιας και ζω χρόνια τώρα στην Αμερική. Σας ευχαριστώ πολύ!

      Διαγραφή