Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

ΚΑΤΟΧΗ: Γερμανοί στο Λιτόχωρο


          Το καλοκαίρι του 1982 η Βαγγελιώ, σύζυγος του Κώστα Ντούλκα, μου δίνει συνέντευξη για το θέμα της εμφάνισης των Γερμανών στο Λιτόχωρο.

ΙΔΙΩΜΑ: ΄Οταν οι Γιρμανοί ήρθαν για πρώτ’ φουρά ακούμι «έρχουντι οι Γιμανοί». Ού! ..Πάει, ήρθαν. Μιλιαούνια, μιλίσ’, μυρμήγκ, στρατός. «κραπ κρουπ, κραπ κρουπ», μπότα γιρμανικιά. «Μ’ τώρα τι να κάμου:», λέ’ η μάνα μ’.

        Του ‘43 ήταν.  Ιγώ θα ήμαν τότι 15-18 χρονών. Γκουτζιάμ κουρίτσ’. Είχαν μάσ’ όλ' τς  άντρ’. ΄Ερχουντι ζ μπόρτα. «Μπαμ, μπαμ» να χτυπούν. Κλουτσές. Η πόρτα δεν ήταν διπλή. ΄Ενα κανάτ’, αλλά  γιρό κανάτ’. Είχι σίδηρου. Πέτρουμα ‘που μέσα γιρό, τα παραθύργια είχαν σίδηρα. Σ’ ένα παραθύρ’ ήταν σπασμένου του μάτ’ κι ‘γώ είχα στρώσ’ γιατάκια στου ακατνό του δουμάτιου να κοιμθούμι.  Ιμείς να τρέμουμι μέσα. Πώς τρέμ’ του ψάρ’. Ανάσα δε μπήραμι. Είπαμι: Δε θα ξημιρώσ’ απόψι; Δε θα ξημιρώσ’; Ξανά δε θα κοιμθώ στου σπίτ’. Θα φύγουμι, θα πάμι αλλού».

          Αυτοί να βάν τα χέρια μέσα από ‘να σπασμένου τζιάμ’. Πώς δε μας είδι, ζαρουμέν’ ιμείς σ’ ν’ άκρια ικεί. Ψηλά τα παραθύρια όμως. Δε μπουρούσι να βάν’ κιφάλ’ απού μέσα κηριά. ΄Ηταν πυκνά τα σίδηρα. Είχαν ασφάλειις τα σπίτια. Μκρά πουρεί να ήταν, αλλά είχαν ασφάλειις τα σπίτια. Απού τότι, ξανά στου σπίτ’ δε γκοιμήθκα.

          Τιλιφταία βραδιά που έφυγαν οι Γιρμανοί, ήμασταν ζ’ Γκυπαρίσινα Κυπαρισού μι τ’ Ματούλα. Τιλιφταία πήγαμι πέρα ζ’ ντ Δισπότ’ κι ήγλιπάμι πώς έφυγναν. ΄Ηταν παραμονές αγίου Δημητρίου.

          Ανατινάξαν τς σταθμοί κι τζ γέφυρις κι έφυγαν. Ιτότι ήταν ι Σούλας πρόιδρους.  

ΚΟΙΝΗ: Όταν πρωτοήρθαν οι Γερμανοί στο Λιτόχωρο, ακούμε «έρχονται οι Γερμανοί». «Ού! ...Πάει, ήρθαν, αλίμονό μας!». Μιλιούνια, μελίσσι, μυρμήγκι, στρατός (ακούγονταν έξω), «κραπ, κρουπ, κραπ, κρουπ» Γερμανική μπότα. Λέει η μάνα μου:   «Αχ! τι θα κάνω τώρα!».

         Μιλάμε για το έτος 1943. Εγώ θα ήμουνα γύρω στα 15-18 χρόνια. «Κορίτσι για καλά».  Είχαν συλλάβει όλους τους άντρες. Οι Γερμανοί συμμάζεψαν τους άντρες για να ορμήσουν οι ίδιοι στα σπίτια. Πλησιάζουν την πόρτα. «Μπαμ, μπαμ», να χτυπούν την πόρτα. Να δίνουν κλωτσιές. «Μπαμ». Αλλά η πόρτα δεν ήταν διπλή. Είχε ένα κανάτι, αλλά αντοχής. Είχε και σίδερο. Ασφάλισμα γερό από μέσα. Τα παράθυρα με σίδερα. Σε ένα παράθυρο ήταν σπασμένο το μάτι κι εγώ είχα ετοιμάσει, είχα στρώσει στο κάτω δωμάτιο για ύπνο. Το σπίτι ήταν χαμηλό. Τόσο χαμηλό, που τα κρεβάτια βρισκόταν στο ίδιο ύψος με το παράθυρο. Εμείς να τρέμουμε. Όπως τρέμει το ψάρι. Δε μπορούσαμε να ανασάνουμε. Είπαμε: «Δεν θα ξημερώσει απόψε; Ξανά δε θα κοιμηθώ στο σπίτι. Θα φύγουμε, θα πάμε αλλού».

          Οι Γερμανοί να χώνουν τα χέρια μέσα από ένα σπασμένο τζάμι. Απορώ πως δεν μας αντιλήφθηκε. Εμείς ήμασταν ζαρωμένοι εκεί στην άκρη. Ευτυχώς που τα παράθυρα είχαν ύψος. Δε μπορούσε να βάλει μέσα το κεφάλι για να ανάψει κεριά. Εξάλλου τα σίδερα ήταν πυκνά. Τότε είχαν ασφάλεια τα σπίτια. Μπορεί να ήταν μικρά, αλλά είχαν ασφάλειες. Τελικά, από κείνη τη βραδιά δεν ξανακοιμήθηκα στο σπίτι εκείνο.

          Το τελευταίο βράδυ, που φύγανε οι Γερμανοί ήμασταν στην Κυπαρίσινα με την κόρη μου Ματούλα. Στο τέλος πήγαμε πέρα στην περιοχή του Δεσπότη και παρακολουθούσαμε τη φυγή των Γερμανών. Ήταν παραμονές του αγίου Δημητρίου.

          Ανατινάξανε σταθμούς και γεφύρια και φύγανε. Τότε πρόεδρος ήταν ο Σούλας.

 

2 σχόλια:

  1. κυρ Γιαννη χρονια πολλα συγγηνηθυκα με τη σηνεντευξη της Μανας μου σε ευχαριστω πολυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ξεχνιούνται αυτά? όσα χρόνια και αν περάσουν αυτά είναι χαραγμένα στην ψυχή μας όσοι τα ζήσαμε και τα περάσαμε, και μετά από αυτό ήρθε ο αισχρός εμφύλιος, περάσαμε πολλά άλλα δόξα το Θεό ζήσαμε και καλές εποχές, τώρα τι κάνουμε?!?

    ΑπάντησηΔιαγραφή