Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

ΑΓΑΠΗ: γαμήλιο…


ΜΑΝΟΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

          Στα παλιότερα χρόνια συνέβαινε κάτι το παράδοξο. Στη Σκοτίνα Πιερίας μερικοί, όταν αποφάσιζαν να κάμουν γαμήλιο ταξίδι, προτιμούσαν να πάνε σε συγγενείς και γνωστούς
παρά σε ξενοδοχείο. Προφανώς αυτό γινότανε όχι λόγω οικονομίας, αλλά για να μοιράσουν τη χαρά και στους αγαπημένους γνωστούς.  
          Ενδεικτικό παράδειγμα είναι ο Μανόλης Οικονόμου ή, όπως τον ξέρουν στο χωριό, «ι Μανόλς τζ Γραμματής» (1922-2004). Τον Αύγουστο του 1993 πρόθυμα αποδέχεται να μου δώσει σχετική συνέντευξη, στην οποία εξιστορεί την προσωπική του περίπτωση.

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Κάπουτι κι αλλότι έπριπι κι 'γώ να παντριφτώ. Παντρεύκα του 1950, του αγίου Κωσταντίνου και Ελένης σ' ν' Αγία Παρασκιβή Κατιρίνης. Κουμπάρους ι Θουμάς ι Παραμύθας. Μας βάφτσι κι του Ντάκη. Γαμήλιου ταξιδ' στ' Λάρσα. Η γναίκα μ' Κατιρίνα είχι σόι τς Τρανταίοι. Του Μίχου του Ντράντα, του Γκώτσιου του Ντράντα του Νικόλα. Ι Νικόλας δούλιβι σ' ένα εστιατόριο. Μάγειρας καλός. Ιμείς ικεί στ' Λάρσα είχαμι ένα σόι απ' τς Παπαγιαννουλαί 'π' του Νιζιρό. Τουν ήλιγαν Νίκου Παπαγιαννούλ' κι είχι ξινουδουχείου. Κι μέναμι ικεί. Έμεινάμι ικεί δυο μέρις. Μας κάναν κι τραπέζ' κι μας έδουσαν κιράσια. Απ' τ' Λάρσα είχαμι συνιννουηθεί να πάμι στα Λιχώνια, στου Βόλου. Ικεί ήταν ένας Κουκουσάς σόι. Η Λινίτσα, η Μαρίκα. Στου Βόλου πήγαμι μαζί μι του Γκώτσιου του Ντράντα. Λέου ιγώ:
          -Μπαρμπα Κώτσιου, σιαπού βγάζν εισιτήρια;
          -Μέσ' στου τρένου, λέ' ικείνους.
          Ανιβαίνουμι στου τρένου, βγάζουμι τα εισιτήρια. Τα εισιτήρια για του Βόλου τα βαστούσι η Κώτσινα. Για λίγου λέου ιγώ Γκώτσινα:
          -Τχια Κώτσινα, δο μ' του θκό μ' του εισιτήριου κι τς Κατιρίνας για να ιδώ τι γράφν.
          -Α, τα πουλέμσα.
          -Σιαπού;
          -Καταή.
          Αμάν! Η Κώτσινα αστόισι. Πέταξι τα εισιτήρια κάτ'. Αρχινάει η Κώτσιους τς φουνές:
          -Μουρή αχνέρουτη, πιτάν τα εισιτήρια καταή; Τώρα θα πληρώσουμι τα μαλλιά μας.
          Έρχιτι ι σταθμάρχης:
          -Παρακαλώ τα εισιτήριά σας.
          Κιτρίτζι η Κώτσινα. Πάηνι να λιγουθμήσ'.
          -Τι σας συμβαίν', κυρά μου;
          Χώνιτι στ' μέσ' ι Κώτσιους:
          -Ιά, κυρ σταθμάρχα, δε συμβαίν' καγκαντίπουτα. Ιμείς κια οι τέσσιρις έκουψάμι εισιτήρια τομ μπήκαμι στου τρένου. Η γναίκα μ' δε γκατάλαβι κι τα πουλέμσι τα εισιτήρια.
          Πλήρουσάμι ένα πρόστιμο. Έφτασάμι στου Βόλου. Στα Λιχώνια πήγαμι μ' ένα τρινάκ'. Τς είδαμι τς συγγινίδις κι σι καναδυό μέρις τράβξαμι για τ' Σαλουνίκ'. Στ' Σαλουνίκ' είχαμι άλλου σόι. Τουν Απουστόλ' του Ντάμπλια, του Γκακάλ' του Γκαρκαφίρ'. Πρώτα ξαδέρφια. Πήγαμι στου ξινουδουχείου "Ατλαντίς", στην Εγνατία. Κάτσαμι καναδυό μέρις. Απού 'κεί, πίσου...στου μπατσιά, στ' φασουλάδα, στου μαγαζί.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Ε, πέρασε καιρός, που κάποτε κι εγώ έπρεπε να παντρευτώ. Τελικά, παντρεύτηκα το 1950 , στη γιορτή του αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Ο γάμος έγινε στην Αγία Παρασκευή Κατερίνης. Μας στεφάνωσε ο Θωμάς Παραμύθας. Αυτός μας βάφτισε και τον Τάκη. Γαμήλιο ταξίδι κάναμε στη Λάρισα. Η γυναίκα μου Κατερίνα είχε συγγενείς εκεί, τους Τρανταίους. Τον Μίχο τον Τράντα, τον Κώτσιο τον Τράντα, τον Νικόλα τον Τράντα. Ο Νικόλας δούλευε σε ένα εστιατόριο. Καλός μάγειρας. Εμείς είχαμε άλλους συγγενείς εκεί στη Λάρισα, τους Παπαγιαννουλαίους από την Καλλιπεύκη. Ονομάζονταν Νίκος Παπαγιαννούλης και είχε ξενοδοχείο. Και μέναμε εκεί. Μείναμε εκεί δυο μέρες. Μας φιλοξενήσανε, μας κάνανε τραπέζι και στο τέλος μας δώσανε κεράσια. Συνεννοηθήκαμε να πάμε από τη Λάρισα στα Λεχώνια του Βόλου. Εκεί κατοικούσε ένας Κουκουσάς, συγγενής μας. Η Ελενίτσα, η Μαρίκα. Στο Βόλο ταξιδέψαμε μαζί με τον Κώτσιο Τράντα. Του λέω εγώ:
          -Μπάρμπα Κώτσιο, πού βγάζουν εισιτήρια;
          -Μέσα στο τρένο, λέει εκείνος.
          Ανεβαίνουμε στο τρένο, βγάζουμε τα εισιτήρια. Τα εισιτήρια για το Βόλο τα κρατούσε η Κώτσινα. Για μια στιγμή, από περιέργεια, λέω στην Κώτσινα:
          -Θεια Κώτσινα, δος μου το δικό μου εισιτήριο και της Κατερίνας για να ελέγξω, τι γράφουν.
          -Α, τα πέταξα.
          -Προς τα πού τα πέταξες;
          -Καταγής.
          Αμάν! Η Κώτσινα ξεχάστηκε. Πέταξε τα εισιτήρια κάτω. Αρχίζει ο Κώτσιος τις φωνές:
          -Μωρή ξεμυαλισμένη, πετάνε τα εισιτήρια καταγής; Τώρα θα πληρώσουμε τα μαλλιοκέφαλά μας. 
          Έρχεται ο σταθμάρχης:
          -Παρακαλώ τα εισιτήριά σας.
          Κιτρίνισε η Κώτσινα. Κόντεψε να λιποθυμήσει. 
          -Τι σας συμβαίνει, κυρά μου;
          Χώνεται στη μέση ο Κώτσιος:
          -Να, κύριε σταθμάρχα, δε συμβαίνει απολύτως τίποτα. Εμείς και οι τέσσερις κόψαμε κανονικά εισιτήρια μόλις ανεβήκαμε στο τρένο. Η γυναίκα μου δεν κατάλαβε, δεν έδωσε σημασία και πέταξε τα εισιτήρια.
          Πληρώσαμε ένα πρόστιμο. Φτάσαμε στο Βόλο. Για τα Λεχώνια ανεβήκαμε σε ένα τρενάκι. Επισκεφτήκαμε τους συγγενείς και σε καναδυό μέρες τραβήξαμε για Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη είχαμε άλλους συγγενείς. Τον Αποστόλη Δάμπλια, τον Θεοχάρη Καρκαφίρη. Πρώτα ξαδέρφια. Από εκεί επιστρέφουμε στον προορισμό μας, στο μαγαζί, όπου μας περιμένει ο πατσάς, η φασολάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου