Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Ποιμενική ζωή: παΐδις (παγίδες)




          Στη Σκοτίνα Πιερίας οι Πολυχραίοι φημίζονταν για τις παγίδες που στήνανε στο βουνό για το πιάσιμο θηραμάτων. Για το θέμα αυτό ο Διονύσης Μητσιάνης του Μιχαήλ (1913-1998) μου δίνει συνέντευξη το καλοκαίρι του 1997.

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Τ' αδέρφια μ' βουσκούσαν τα ζώα  σιαπάν' σ' τς Κότρις. Ι Νάσιους βουσκούσι τα γίδια κι ι Κώτσιους τα γιλάδια. Στ' Νικουλή του μαντρί φτάν' οι λύκ'. Τσέτα ουλόκληρ'. Ι ένας έπνιγι τη μια γίδα, ι άλλους έπνιγι την άλλ'.
Στούμι παΐδα γρουνουπάϊδα, να τσακών' γρούν', παΐδα να τσακών' λαγοί, να τσακών' αλπές. Μι τσιαβέτα κι μι στιφάνια. Τώρα, είπαμι να στήσουμι τς παΐδις να τσακώσουμι τς λύκ’. Του βράδ' βγαίνουμι μι του μπατέρα, στούμι τς παΐδις. Αυτοί 'ταν ζ Μπέτρα τ' Κουκουλιάρα. Έστσαμι τς παΐδις σιαπάν' σ' τς Κότρις. Ικεί που έφαγαν τζ γίδις.
Ικεί που στούσαμι τς παΐδις, ακούμι ζ Μπέτρα τ' Κουκουλιάρα ουρλιούνταν οι λύκ'. Φώναζαν, "αού, αού, αού!".
Έφυγάμι. Του προυΐ πήγαμι να τς κοιτάξουμι. Ζωντανός ι λύκους. Ήταν μέσα ζ μπαΐδα.
Η παΐδα έχ' αλσίδα κι γάτζουν, όπους η άγκυρα -τσιγγέλ' του 'λιγαν- δεν έφυγνι απ' ικεί. Λοιπόν, αφού τουν βρήκαμι πού είντους (ήταν μέσ’ ζ μπατλιά γατζουμένους)- ι πατέρας τουν χτυπάει μια, γυρνάει κα τιμένα. Τουν σκιάζου 'γω, πααίν κατ' ικεί πάλι. Τουν χτυπάει 'κόμα μια. Τουν σκιάζου 'γω,  πααίν σι αυτόν. Λέου: "Θα μι φάει, ξιγατζιώθκι". Έπριπι να πιράσ' απ' τιμένα για να φύγ'. Κι είχα παπούτσι φρέσις κι μ' έβγιναν. Ικεί που τήρσα για να φύγου, πέφτου καταή. "Τώρα θα μι φάει", λέου. Έβαλα του χέρ' έτσ'. Είχα ένα χιτώνιου, ι λύκους του στόμα ανοιχτό. Έβαλι του χιτώνιου μι του χέρι μ' μέσ' στου στόμα. Αλλά του δόντ' δε ντου κριατσιάντζι του χέρ'. Μόνου το 'βαλι κι μι πήρι του χιτώνιου κι μι του ξέσξι μέχρι κάτ'. Άμα κι έκαμνι πως του σφίγγ', κουκαλίτσια θελ να μι του φκιάσ'. Αλλά είχι του φόβου 'π' του μπατέρα κι έκαμι του γκατήφουρου. Κοιτώ του χιτώνιου, ξισκιζμένου κι γιμάτου αίματα.
-Έφυγι, λέ'.
-Έφυγι του γκατήφουρου, τουν λέου.
-Σι χτύπσι; Σι πόνισι;
-Μ' δε μι πόνισι, μα του χιτώνιου του ξέσξι. Ήρθαν κι τα τζιουμπανούλια. Ι Νάσιους ι Ντάμπλιας, ι Νάσιους ι θκόζ μ'.
-Έφυγι του γκατήφουρου, τς λέου. Κα τ' Στλαματιά.
Βρίσκουμι πάλι του λύκου γατζουμένουν αλλού. Τουν τφικούμι.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Τα αδέρφια μου βοσκούσανε τα ζώα επάνω στις Κότρες. Ο Νάσος βοσκούσε τα γίδια κι ο Κώτσιος τα γελάδια. Στο μαντρί του Νικολή Γερομιχαλού παρουσιάζονται λύκοι. Φτάνουν εκεί οι λύκοι: Ολόκληρη τσέτα (πολλοί λύκοι μαζί). Ο ένας λύκος έπνιγε τη μια γίδα, ο άλλος την άλλη. 
Στήνουμε παγίδα, γουρουνοπαγίδα. Να πιάνει γουρούνι, να πιάνει λαγούς, να πιάνει αλεπούδες. Παγίδα με σιδερένια ελάσματα και με στεφάνια. Ύστερα από αυτά, σκεφτήκαμε να στήσουμε τις παγίδες για να συλλάβουμε τους λύκους. Πράγματι, το βράδυ βγαίνουμε με τον πατέρα, στήνουμε τις παγίδες. Οι λύκοι αυτοί βρισκότανε πέρα, στην Πέτρα Κουκουλιάρα. Στήσαμε τις παγίδες πάνω στις Κότρες. Στο σημείο που οι λύκοι φάγανε τις γίδες. 
Εκεί που στήναμε τις παγίδες, ακούμε ουρλιαχτά από λύκους στην Πέτρα Κουκουλιάρα. Φώναζαν, "αού, αού, αού!".
Απομακρυνόμαστε. Το πρωί πήγαμε να  παρακολουθήσουμε το αποτέλεσμα.  Ήταν ζωντανός ο λύκος. Ήταν πιασμένος στην παγίδα. 
Η παγίδα έχει αλυσίδα και γάντζο, όπως η άγκυρα. Κι όπου εμφανιστεί (ο λύκος) γαντζώνεται στην άγκυρα (τη λέγανε τσιγκέλι) και δε μπορούσε να απομακρυνθεί από το σημείο της παγίδας. Λοιπόν, αφού εντοπίσαμε το μέρος που βρίσκονταν ο λύκος (ήταν γαντζωμένος μέσα στην κρύπτη), ο πατέρας μου του δίνει μια, στρέφεται προς την πλευρά μου. Τον φοβερίζω εγώ, ξαναγυρίζει προς τα εκεί. Τον φοβερίζω πάλι εγώ, πάει προς τα εκεί και ο πατέρας μου του δίνει άλλη μια. Αυτός ξαναγυρίζει προς τα εδώ. Τον σκιάζω εγώ, ξαναπάει προς τα εκεί. Λέω τρομαγμένος: "Θα με φάει, ξεγαντζώθηκε". Το δυσάρεστο ήταν, ότι, για να φύγει το ζουλάπι, έπρεπε να περάσει από μπροστά μου. Και, το χειρότερο, φορούσα αντί για παπούτσια, φθαρμένα παπούτσια σαν παλιές παντόφλες. Αυτές, ενώ περπατούσα, μου βγαίνανε. Έκανα μια προσπάθεια να φύγω, σωριάζομαι καταγής. "Τώρα θα με φάει", σκέφτηκα. Φέρνω τα χέρια μπροστά στα μάτια μου. Φορούσα ένα χιτώνιο, που λες και πώς είχε το στόμα ανοιχτό ο λύκος, έβαλε το
Προσθήκη λεζάντας
χιτώνιο μαζί με το χέρι μέσα στο στόμα του. Αλλά του δόντι του λύκου δε λιάνισε το χέρι. Μόνο δάγκασε το χιτώνιο και μου το ξέσχισε μέχρι κάτω. Αν επιχειρούσε να σφίξει το χιτώνιο, θα μου λιάνιζε το χέρι και θα το έκαμνε κοκαλάκια. Αλλά -και ευτυχώς- φοβότανε τον πατέρα μου, που παραμόνευε από πίσω. Και πήρε δρόμο προς την κατηφόρα. Παρατηρώ το χιτώνιο, ήταν ξεσχισμένο και γεμάτο από αίματα.
-Πάει, έφυγε, λέει.
-Ναι, έφυγε προς την κατηφόρα, του λέω.
-Σε χτύπησε; Σε πόνεσε;
-Βεβαίως με πόνεσε. Αφού μου ξέσχισε το χιτώνιο. Ήρθαν εκεί και τα άλλα τσομπανόπουλα, όπως ο Νάσιος ο Δάμπλιας και ο Νάσιος ο δικός μου.
-Ο λύκος έφυγε προς την κατηφόρα. Κατά τη Σταλαματιά. 
Ψάχνοντας, ψάχνοντας, βρίσκουμε το λύκο γαντζωμένο σε άλλο σημείο. Δε χάνουμε καιρό, τον τουφεκίζουμε. 
----------
Σημείωση: Σε ερώτηση σχετικά με την κατασκευή της παγίδας, ο Γιώργος Πολυχρός (1915-2001), αδερφός του Διονύση μου αφηγήθηκε (Αύγουστος 1998):

ΙΔΙΩΜΑ. -Πώς έστηνες τις παγίδες.
          -Ιά, αυτή είνι η παΐδα, τ’ στήνου καλά, τ’ σκιπάζου μι χώμα, μι φύλλα κι ότ’ ζλάπ’ πιρνάει απού ’κεί, αλπού, γάτα, πατάει κι γραπ’ του τσιγκέλ’. Τραβάει του τσιγκέλ’ κι τσακώνιτι παραπέρα η παΐδα. Ξισκιπάζου του γάτζου κι φέγ’ μι μπαίδα κι όπ’ τσακουθεί πααίνου κι πχιάνου του ζλάπ’.

ΚΟΙΝΗ. -Πώς έστηνες τις παγίδες.
          -Να, ας πούμε ότι αυτή είναι παγίδα. Πάω στο βουνό, επισημαίνω την περιοχή, στήνω την παγίδα προσεκτικά, τη σκεπάζω με χώμα, με φύλλα. Και όποιο ζουλάπι-λύκος τύχει να περάσει από το σημείο εκείνο, αλεπού, ακόμα και γάτα, πατάει την παγίδα και "γραπ" κλείνει το τσκιγκέλι-διχάλα και πιάνεται το θήραμα. Η παγίδα  σύρεται παραπέρα, καθώς το τσιγκέλι είναι γαντζωμένο στο θήραμα. Αποκαλύπτω το γάντζο που σύρεται μαζί με την παγίδα και πιάνω το θήραμα
----------
Διευκρίνιση:  Στο χωριό μερικοί από την οικογένεια Μητσιάνη, γράφονται Πολυχρός. Λέγεται πως κάποιος από τους Μητσιάνηδες πήγε στο Λιτόχωρο ώς ψυχογιός σε κάποιον Πολυχρό. Επέστρεψε έπειτα στη Σκοτίνα κουβαλώντας το όνομα Πολυχρός.
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ


                                         Ο Διονύσης Μητσιάνης με τη σύζυγό 
                                                   του Δημητρούλα Βλέτση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου