Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

αγάπη: ο Γάμος της Γενοβέφας


     

          Ένα παλικάρι (τέλη δεκαετίας του 1930) μπαίνει με φόρα στον «Πλάτανο»-πλατεία της Άνω Σκοτίνας και απευθύνεται στην παρέα του καφενείου: «Ρε, σεις! εγώ βάνου στοίχημα, θα κλέψου ντ Γινουβέφα». Πρόκειται για το παλικάρι Μίχο Τσιαπάρη (1914-2007), που αμέσως καταστρώνει σχέδιο για την απαγωγή της Γενοβέφας Γκόρη. Την όλη σκηνή  μου αφηγείται η ίδια Γενοβέφα ((ϯ 2009), όταν στις 5 Ιουλίου 2007 με δέχεται στο σπίτι της και μου δίνει σχετική  συνέντευξη. Το σπίτι της Γενοβέφας βρίσκεται στη γειτονιά «Τσιαπαράτκα» στην Κάτω Σκοτίνα. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε καθαρή Σκοτινιώτικη ντοπιολαλιά:

Στοίχημα: Ήμαν αρραβουνιαζμέν’ τρία χρόνια κι παντρεύκαμι απρόπτα (ξαφνικά).
          -Κλεμμένοι;
  
        -Κλιμμέν'.
          -Πώς έγινε αυτό;
          -Εμ πώς έγινι, πήγα να κόψου κλαδί κι ήρθι κι μι πήρι απ' του κλαδί.
          -Πού πήγες για κλαδί;
          -Στη Μτσιάρα. Αν ν' έχς ακουστά. Απού κάτ' απ' του μύλου ντ Γκαλιαμπού (στην τοποθεσία Μητσιάρα πιο κάτω από τον μύλο του Καλιαμπού).  Ικεί είνι τα πλατάνια. Ανέφκα ψλα στου πλατάν'. Αυτός (ο Μίχος) έβαλι στοίχημα όξου (στο καφενείο) μι τα πιδιά (με την παρέα του)· "άμα θέλτι τώρα μπουρεί να πάου να μπάρου ντ Γινουβέφα" (αν θέλετε, εγώ τη στιγμή αυτή τολμάω να κλέψω τη Γενοβέφα).
          -Με ποια παιδιά έβαλε στοίχημα;
          -Ι Ντάμπλιας ι Γιώρς τς Στάμους κι άλλα πιδιά (ο Γιώργος Δάμπλιας, (σύζυγος της Στάμως Γεομιχαλού) και η συντροφιά του.   
          -Γιατί δεν παντρευόσασταν, αφού θέλατε και οι δυο.
          - Αφού δεν είχαμι σπίτ' να κοιμθούμι.
          -Όταν ήσασταν αρραβωνιασμένοι είχατε επικοινωνία;
          -Α, πα, πα, πα! Δεν είχαμι ούτι σκέσεις (σχέσεις). Έρχουνταν, έφυγνι.
          -Πού ήταν οι άλλοι που βάλανε στοίχημα.
          -Στου Μπλάτανου (στην πλατεία) . Κατάλαβι, πάει στου σπίτ' κι είδι που δεν είμι ικεί Σι λέ' "θα πάει στου κλαδί". Τουν γλέπου καμιά φουρά, "βρουστ", ήρθι ιδώ, μ' αρπάζ' απ' τα μαλλιά κι σιακάτ', του Γκουτσουπλάτανου σιαπέρα. Ιγώ ήμαν ψλα στου μπλάτανου, κατέβαζα μπρούσφλου (κατάλαβε τις διαθέσεις μου, τράβηξε για το σπίτι και διαπίστωσε πως έλειπα. Σιγουρεύτηκε πως πήγα στο δάσος για να κόψω κλαδιά-τροφή για τα ζώα. Κάποια στιγμή τον βλέπω ξαφνικά μπροστά μου, με πιάνει από τα μαλλιά και πάμε κάτω προς την τοποθεσία «Κουτσοπλάτανος». Εγώ ήδη ήμουνα σκαλωμένη στον πλάτανο και προσπαθούσα να κόψω κισσό).
          -Δηλαδή σε ποιον πλάτανο.
          -Απού κάτ' 'π' του Γκαλιαμπού του μύλου, π' του λέμι, σ' τ' Σκήπ'. Η Μαριγούλα μέριαζι τ' φουρτουσιά ,να ντ βγάλουμι στου Χουργιό (πιο κάτω από το μύλο του Καλιαμπού που η τοποθεσία λέγεται «στους κήπους». Η αδερφή μου Μαριγούλα τακτοποιούσε, μοίραζε το κλαδί σε δέματα να τα φέρουμε στο χωριό).

ο «λόγος» -Είχες κανένα κλαδευτήρι;
          -Είχα σιαντράτσ' (μεγάλο κλαδευτήρι). Φώναζι η Μαριγούλα "κατέβα τώρα" έτοιμη η φουρτουσιά, "να φουρτουθούμι να φύγουμι". Γλέπου καμιά φουρά του Μιχάλ’:

         -Φέγουμι.
          -Πού, αρά!
-Έλα ΄δω, φέγουμι.
          -Πού πάμι;
          -Σι παίρου (σε παντρεύομαι).
          -Σώπα 'ρα!
          -Παρουσιάστηκε ο Μίχος και ήταν παρούσα και η Μαριγούλα;
          -Η αδιρφή μ'. Έφυγι, πάει στου σπίτ' αυτή κι 'γώ μι πήρι κι έφυγάμι. Κατέφκαμι ιδώ ύστιρα (αυτή έφυγε για το σπίτι και εμείς κλεφτήκαμε, φύγαμε. Κατεβήκαμε εδώ στην Κάτω Σκοτίνα).
          -Δεν αντέδρασε η Μαριγούλα; Δεν είπε "τι κάνει";.
          -Εμ, τι σαν είπι. Δε ν' άκουσι. "Τη δλειά σ' ισύ, τράβα, σύρι σπίτ' κι τήρα τη δλειά σ' ισύ" (οπωσδήποτε αντέδρασε η Μαριγούλα, αλλά δεν την άκουσε: Κοίταξε τη δουλειά σου εσύ, πάνε σπίτι).
          -Και συ τη φορτωσιά;       
          -Νάφσα ουδ' ικεί. Ν' απαράτσα. Ν' απαράτσα τ' φουρτουσιά (τη φορτωσιά την εγκατέλειψα, την άφησα καταγής).
          -Και φύγατε μαζί, χέρι-χέρι;
          -Πήραμι χέρι - χέρ' κι κατέφκαμι στου Γκουτσουπλάτανου κι έκατσάμι λίγου ικεί κι απού κει ήρθαμι ιδώ σιακάτ, στα σπίτια (πιαστήκαμε χέρι-χέρι και κατεβήκαμε στον Κουτσοπλάτανο. Καθήσαμε για λίγη ώρα εκεί και στη συνέχεια πήραμε το δρόμο για την Κάτω Σκοτίνα, στα σπίτια).
          -Πού είναι ο Κουτσοπλάτανος.
          -Μπέρα μπάντα που πααίν' στου Παντιλέμηνου. Σ' τς Μόρφους την απέναντι πλαυρά από την Άνω Σκοτίνα, καθώς πάμε για Παντελεήμονα. Στης Μόρφως).

ο Γάμος

Μι λέ' ι Μίχους: "'Αντι πρασώρσι του κακό (παρασώρωσε, παραέγινε), κι κάθουμι ακόμα; Άι στου διάουλου να πααίν. Θα παντριφτούμι τώρα. Κουμμάτια να γέν'".
          -Κατέφκαμι ιδώ σ' ένα σπίτ' ιδώ ζ ντ Δέσπου του μπαρμπα Κώτσιου του Φατέκα, σ' ν' ακατνή Σκουτίνα (κατεβήκαμε εδώ σε ένα σπίτι της Δέσπως του θείου Κώτσιου Φατέκα στην Κάτω Σκοτίνα).
          -Τι ώρα ήταν;
          -Νύχτα κατέφκαμι. Δέκα, έντικα.
          -Τι καιρός ήταν;
          -Καλουκαίρ' ήταν.  Ντ Δέσπου ν’ είχι  (σύζυγο) ι Διουνύσ' ι Τσιαπάρς. Έκατσάμι αυτού ένα βράδ'. Ήταν αδιρφός τς πιθιράζ μ' αυτός. Του ταχιά βγήκαμι στου Χουργιό (την επομένη ανεβήκαμε στην Άνω Σκοτίνα) πάλι. Μι τα πόδια.
          -Ποιον δρόμο ακολουθήσατε.
          -Απού δώια, τς Κότρις, Ντούκα τ' αλμάκια σιαπάν κι βγήκαμι στου Χουργιό. Κατιφθείαν στου σπίτ' τς πιθιράζ μ'. Στ' μανιά Τζιαπάρινα. Απάν στου λάκκου τ' Κουκράν' είχαμι ένα σπιτούλ'. Είχι κι μια καμαρούλα κι ένα χαϊάτ' απόξου. Έμαθαν ούλ' κι ι πατέραζ μ' φασάρζι κι ήλιγι: "αφού είνι αρραβουνιαζμέν' δε θα του κλέψ'; δε θα παντριφτούν;" Τράβξα ζ μπιθιρά μ'. Κι έρχουνταν του Πάσχα κάνα μήνα. Είπαμι του μπαπά να μας σιφανώσ' κι  λέ' "δε στιφανώνουμι τώρα, να φύγ' η Πασχαλιά κι υστιρα". Κι στιφανώθκαμι μιτά Μπασχαλιά (από δω τραβήξαμε προς τις Κότρες, ανεβαίνουμε την ανηφόρα «Δούκα Αλμάκια» και φτάσαμε στην Άνω Σκοτίνα. Πάμε κατευθείαν στο σπίτι της πεθεράς μου, στη γιαγιά Τσιαπάρινα. Κοντά στο ρέμα του Κοκράνη διατηρούσαμε ένα σπιτάκι, το οποίο είχε ένα μικρό δωμάτιο κι απ’ έξω ένα χαγιάτι. Τα μάθανε όλοι και ο πατέρας μου διαμαρτύρονταν δημιουργώντας φασαρία. Επέμενε: "Αφού είναι αρραβωνιασμένοι είναι επόμενο να κλεφτούν και να παντρευτούν". Πήγα κατευθείαν στην πεθερά μου. Σε ένα μήνα ερχότανε το Πάσχα. Είπαμε στον παπά να μας στεφανώσει, αλλά εκείνος επέμενε: «Δεν στεφανώνουμε τώρα. Ας περάσει η Πασχαλιά και ύστερα». Και στεφανωθήκαμε μετά το Πάσχα).
Μι πάντριψι ι παπά Λιουνίδας. Κουμπάρους ι Στύλους ι παππούς ι Γιάντζ (με στεφάνωσε ο παπά Λεωνίδας Οικονόμου. Κουμπάρος ήταν ο παππούς Γιάννης Στύλος).
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ

 
επεξηγήσεις: 1. η Γενοβέφα ξεκινάει από το σπίτι της (οικογένεια Γκόρη)-Άνω Σκοτίνα- να πάει στο δάσος για να κόψει κλαδί. 2. στη Μ’τσιάρα σε κάποιο πλατάνι, τρομάζει που
βλέπει το παλικάρι, Μιχάλη Τσιαπάρη. Της λέει «σι παίρου», δηλαδή σε παίρνω. Είναι ο περιπόθητος «λόγος» του Γάμου. 3. πάνε μαζί στον «Κουτσοπλάτανο» και τα λένε εκτενώς. Χέρι χέρι τραβάνε για την Κάτω Σκοτίνα. 4. στο σπίτι της Δέσπως, θείας  του Μιχάλη, φιλοξενείται την πρώτη βραδιά (Τσιαπαράτκα Κάτω Σκοτίνας). Τα ξημερώματα ξεκινάνε για την Άνω Σκοτίνα όπου το πατρικό του Μιχάλη. 5. στις Κότρες (πιθανώς στο «Χριστό» γίνεται ο πρώτος σταθμός. Μετά παίρνουν το μονοπάτι που βγάζει στο Χωριό (Άνω Σκοτίνα). 6. η μανιά Τσιαπάρινα υποδέχεται τη νυφούλα της Γενοβέφα στα Τσιαπαράτκα της Άνω Σκοτίνας. 


                 Στη φωτογραφία δεξιά η Γενοβέφα Τσιαπάρη του Γεωργίου, 
                 εγγονή της Γενοβέφας συζύγου του Μιχάλη. Υποβαστάζει 
                 την Εικόνα της Παναγίας στο πανηγύρι της Παναγίας το 2010. 


                                     Η Γενοβέφα με τον σύζυγό της Μιχάλη


                 Στη μέση της φωτογραφίας τα δυο αντρόγυνα (συμπεθεριό): 
                 α) Γενοβέφα Γκόρη και Μιχάλης Τσιαπάρης, 
                 β) Γρηγόρης Νικολός και Ελένη Μ. Πολυχρού.


                                  Θωμάς Τσιαπάρης του Μιχάλη (1948-2000)


                             Νικολού Γραμματούλα, σύζυγος του Θωμά Τσιαπάρη


                                     Παππούς και γιαγιά της Γραμματούλας: 
                                Γιαννούλς Νικολός (ϯ 1964) και Γραμματή Σκρέτα 
                 (παιδιά τους: Διονύσης, Ουρανία, Θωμάς, Πηνέλου, Γρηγόρης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου