Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Εμφύλιος: μάχη Λεπτοκαρυάς (1946)


 


Η Αγία Τριάδα στην παλιά Λεπτοκαρυά. Εκεί θάφτηκαν τα θύματα του Εμφυλίου.











Στις 16 Ιουλίου 2013 ο Θανάσης Γ. Μπακάλης μου δίνει συνέντευξη με κεντρικό θέμα τον Εμφύλιο. Συγκεκριμένα μιλάει για την πρώτη μάχη της Λεπτοκαρυάς του 1946 (η άλλη έγινε το 1948).

Ο Θανάσης Μπακάλης αφηγείται

Θανάση, θυμάσαι πόσες μάχες έγιναν στη Λεπτοκαρυά;
   -Έγιναν δυο μάχες μεταξύ ανταρτών και του ελληνικού στρατού. Και οι δυο γίνανε Σεπτέμβριο μήνα, η πρώτη το 1946 και η δεύτερη το 1848. Εδώ ήταν μια μονάδα Χωροφυλακής, μια διμοιρία μάλλον.
  
-Πού είχε την έδρα;
   -Στο δημοτικό σχολείο Λεπτοκαρυάς. Το είχαν επιτάξει. Είχε πολλούς χωροφύλακες; Διοικητής ήταν ο Μήτσιου (Δημήτριος) που αργότερα έγινε διοικητής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης. Τότε φώναζαν: «Του Μήτσιου τα στρατεύματα, όλα πολύ μ’ αρέσουν…».
   -Για ποιο λόγο έγινε αυτή η μάχη;
   -Οι αντάρτες ήθελαν να καταλάβουν τη Λεπτοκαρυά, ήθελαν να διώξουν τους χωροφύλακες. Η Λεπτοκαρυά ήταν φυλασσόμενη. Είχε χωροφύλακες και δε μπορούσαν να ‘ρθουν οι αντάρτες μέσα. Να πλιτσκάρουν και να πάρουν. Οι αντάρτες επιτέθηκαν και ήταν νύχτα. Ήταν και Λεπτοκαρίτες χωροφύλακες.
   -Θυμάσαι ονόματα;
   -Βέβαια, πρώτος ο Ματός Δημήτριος, Μπακάλης Γεώργιος, συγγενής μου, Κουκάρας Κωνσταντίνος, Δεληγιώργης Νίκος, ήταν πάρα πολλοί, ένας θείος μου Γιάντσος Δημήτριος.
   -Πώς έγινε η μάχη;
   -Η μάχη έγινε τη νύχτα, μετά τις έντεκα η ώρα το βράδυ. Οι αντάρτες παρακολουθούσαν τους χωροφύλακες κάθε μέρα. Εκείνο το βράδυ δεν πήγαν μέσα στο σχολείο. Στις εισόδους και εξόδους του χωριού φύλαγαν περιπολίες, σκοπιές. Αρχηγός τότε ήταν ο Ματός Δημήτριος. Αυτός ήταν επιστρατευμένος χωροφύλακας κι αργότερα έκανε και αξιωματικός. Οι αντάρτες γνώριζαν τις κινήσεις που κάνανε οι χωροφύλακες. Τρώγανε, έπιναν εκεί. Ερχότανε από Λιτόχωρο, Κατερίνη, τροφοδοτούσαν Μέσα στο σχολείο, τρώγανε, κάνανε, μαγειρέματα, αυτά. Και καλά φαγητά κιόλας, γιατί πηγαίναμε κι εμείς να φάμε. Πεινούσαμε. Εντωμεταξύ, το βράδυ κατά η ώρα δέκα ακούμε «μπαμ, μπουμ, μπαμ, μπουμ», ωρέ τι γίνεται. Μέχρι τις έντεκα η ώρα ήταν πόλεμος. Ήρθαν πάρα πολλοί αντάρτες, δύναμη, κι άλλη δύναμη. Συνεννοημένα πράματα, είχαν πρόγραμμα. Μόλις ήρθαν δε μπορούσε να βγει κανένας έξω.  Οι αντάρτες είχαν περικυκλώσει το χωριό, από παντού. Όποιος έβγαζε μύτη έξω τον πυροβολούσαν. Σκοτώθηκαν πάρα πολλοί αντάρτες, και χωροφύλακες πολλοί. Το πρωί κατά η ώρα έξι -ήταν Σεπτέμβριος, καλός καιρός- ακούμε τάνκς. Αυτό ήρθε από Κατερίνη, το στρατό. Μόλις ήρθε το τανκ αυτό, οι αντάρτες πήραν μυρωδιά και βγήκαν έξω, στους πρόποδες και τα βουνά. Μετά το τανκ ήρθε στρατός για ενίσχυση. Και συνέλαβαν πολλούς αντάρτες. Περνούσε ένας λόχος, ερχόταν από το Βαρκό για να παν προς τον Παντελεήμονα. Και τους μπλόκαρε ο στρατός ύστερα. Εγώ ήμουν εννέα ετών, το 1937 είμαι γεννημένος. Καταλάβαινα, ζούσα μέσα στον πόλεμο κάθε μέρα. Πολλά πτώματα. Ύστερα βγήκαμε έξω εμείς να δούμε τι γίνεται. Και λέγαμε «σκοτώθηκε ο τάδε». Λεφτοκατίτες χωροφύλακες.
   -Δηλαδή, εσύ είδες γνωστούς;
   -Πρώτα, πρώτα τον αρχηγό της ομάδας, το Ματό. Αυτόν τον είχαν ξεγυμνώσει και τον πέταξαν μέσα σε ένα ρέμα. Του πήραν τα ρούχα γιατί είχε καλά ρούχα. Τον ξέντυσαν -θηρίος άντρας- και πήγαμε εκεί. Μας έλεγαν: «φύγετε, φύγετε, μην πλησιάζετε κοντά». Και μου λέει ένα παιδί, πιο μεγάλο από μένα -πέθανε τώρα- «έλα, έλα να δεις χωροφύλακες». Εγώ τους γνώριζα τους χωροφύλακες, γιατί πηγαίναμε κάθε μέρα και τρώγαμε. Τους είχανε πετσοκόψει, τους έσφαξαν εντελώς. Μέχρι τα γεννητικά όργανα τους είχαν κομμένα και τα είχαν στο στόμα βαλμένα. Σκοτωθήκανε Λεπτοκαρίτες κάπου 5-6 άτομα. Τον Σκοτινιώτη τον Κοκράνη, ένας άλλος Παρλαπάνης. Οι αντάρτες τους πιάσανε και τους σκοτώσανε. Τον Παντελή Κοκράνη και έναν άλλο τους πήραν αιχμαλώτους. Ήταν ανάπηροι αυτοί. Τον πατέρα μου τον είχαν επιτάξει με τα ζώα να μεταφέρει τους τραυματίες από δω στην Καρυά. Και μερικοί άλλοι Λεπτοκαρίτες με τα ζώα. Κι εκεί τους είδε ο πατέρας. Όταν γύρισε πίσω λέει: «Μην τους περιμένετε πίσω, γιατί τους έχουν χαλάσει». Δηλαδή, τους σφάξανε και τον είδε και τον Κοκράνη εκεί. Τον Παντελή και Κατέλα, πατέρα της αδερφής του Χριστινόπουλου. Τους καθάρισαν έξω από την Καρυά.
Και μετά ήρθε στρατός πολύς και οχύρωσαν το χωριό. Διότι αυτοί δεν έμπαιναν κάθε μέρα. Ήρθε ένας -Μπαρούτας λέγονταν- αξιωματικός, λοχαγός, ο οποίος είχε κάνει και δάσκαλος στο χωριό μας παλιότερα. Κι έλεγε αυτός: «Εμείς θα καθησυχάσουμε». Και φυλάχτηκε το χωριό μέχρι το 1948. Τότε έγινε πιο πολύ μακελειό.
----------
Προσωπική εμπειρία: Μετά τη μάχη οι αντάρτες ξεχύθηκαν προς την πλευρά της Σκοτίνας. Στα Αλώνια και Μπασιάλα (κοντά στον Άγιο Νικόλαο) συγκρούονται σώμα με σώμα με οπλίτες του χωριού. Εγώ βρισκόμουνα στο καραούλι της «Παναϊάς» (με τα γίδια). Εκεί να δεις θέαμα! Σφαίρες, πιστολίδι και τουφεκίδι πήγαιναν φωτιά. Καλύβες και σπίτια να καίγονται. Και του Θωμά Παραμύθα, του δάσκαλου το σπίτι να λαμπαδιάζει. 

ΕΙΚΟΝΕΣ:


Το αιωνόβιο πουρνάρι στα Κοιμητήρια Άνω Λεπτοκαρυάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου