Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Εμφύλιος: Θωμάς Συντριβάνης


 
Αντάρτες στη Σκοτίνα


Το καλοκαίρι του 2010 η Χαϊμαδή Θ. Συντριβάνη (γέννηση 1932), σύζυγος Στέργιου Γερομιχαλού μιλάει για τον Εμφύλιο. Αναπολεί το φρικτό θάνατο-εκτέλεση από τους αντάρτες του πατέρα της Θωμά. Η συνέντευξη γίνεται στο σπίτι της στη Σκοτίνα (οικισμός Αγίας Τριάδας). Στη συζήτηση συμμετέχει και ο Στέργιος.

1. κακοί επισκέπτες. Όταν ήρθαν να πάρν του μπατέρα μ’, ιδώ φόρτουναν, είχαμι πουλλά πράματα [ζώα] ιμείς, ήμασταν νοικουκυραί. Το αλεύρ’ το ‘βγαζαν απ’ τ’ αμπάρ, του φόρτουναν στα μπλάρια. Αυτός (Κακαλόπουλος-αντάρτης) τουν ήξιρνάμι μείς, αλλά τουν έρχνι κι καμιά ματιά του μπατέρα. Σα να τουν έλιγι «να φύγς», αλλά δε γκατάλαβι. Τουν έδουσι μάτια «αρά, τι κάθισι ιδώ ισύ». Δεν ήθιλι να δείξ’ σ’ τς άλλ’ -ισύ καταλαβαίντζ. [Όταν οι αντάρτες ήρθαν να συλλάνουν τον πατέρα μου, εδώ σε μας φόρτωναν τα ζώα. Εμείς είχαμε πολλά ζώα, ήμασταν νοικοκυραίοι. Τον Κακαλόπουλο, τον γνωρίζαμε εμείς, αλλά έριχνε και καμιά ματιά στον πατέρα μου. Σα να του έλεγε «φύγε», αλλά ο πατέρας μου δεν κατάλαβε. Του έγνεψε «μωρέ, τι κάθεσαι εδώ εσύ». Το έκανε με τρόπο που να μην πάρουν μυρωδιά οι άλλοι -καταλαβαίνεις εσύ].
            -Αυτό πότε έγινε.
        -Το ’48. Το 1948 φύγαμε από δω. Πήραν του μπαπά Γιάν’ κι έφυγι του χουριό ούλου, φύγαν κι οι ψαράδις απού δω. Του μπήραν σιαπάν ζ Γκαραβίδα, τουν σκότουσαν). Ιγώ ήμαν ιδώ. Ήταν ι παππούς ι Τσιουμάντζ. Ήταν ιφτά η ώρα του βράδ’, Μάρτιους μήνας. Ένας Γουλάρας απ’ του Παντιλέμηνου τς ξέρ’ αυτοί τς αντάρτις. Τέσσιρα άτουμα. Τζ γλέπου ιγώ. Ήταν τέσσιροι. Κι ήταν σι ηλικία απού καμιά τριανταριά χρόνια, τόσου. Ήταν χουζμιτάδις, είχαν κόκκινα ιδώ. «Τι θέλτι πιδιά;» Λέ’ ι παππούς ι Συντριβάντζ, «δώσι, κουρίτσι μ’, δώσι τς ανθρώπους, τι θέλουν». «Δε θέλουμι τίπουτα, λε’, ήρθαμι δω, είμαστι ξέν’. Είμαστι ξέν’ κι ήρθαμι δω για να μας δείξ’ του δρόμου. Τι ώρα θα ‘ρθει ι μπαμπάς σ’». Αλλά ι μπαμπάζ μ’ πάει κι στου μπαπά Γιάν’ κι έβγαλι άδεια. [Το 1948 φύγαμε από δω. Συλλάβανε τον παπά Γιάννη (Μπιλιάγκα) και το χωριό άδειασε, φύγανε όλοι οι κάτοικοι. Φύγανε και οι ψαράδες από την παραλία. Τον μετέφεραν πάνω στην Καραβίδα, (έξω από την Καλλιπεύκη), όπου και τον εκτέλεσαν. Εγώ βρισκόμουνα εδώ, κοντά μας και ο παππούς ο Τσιομάνης. Ήταν εφτά η ώρα το βράδυ. Μάρτιος μήνας. Παρών και κάποιος Γολάρας από τον Παντελεήμονα, ο οποίος γνωρίζει αυτούς τους αντάρτες. Τέσσερα άτομα. Τους βλέπω εγώ. Ήταν τέσσερις. Και ως προς την ηλικία θα ήταν γύρω στα τριάντα χρόνια. Ήταν άνθρωποι μπασμένοι στη ζωή. Στη φορεσιά τους διέκρινες κόκκινα κορδόνια. «Τι θέλετε, παιδιά», τους λέει ο παππούς ο Συντριβάνης. «Δώσε, κορίτσι μου, δώσε στους ανθρώπους, τι θέλουν». «Δε θέλουμε τίποτα, λέει ένας, ήρθαμε εδώ, είμαστε ξένοι. Είμαστε ξένοι και ήρθαμε για να μας δείξει (ο Θωμάς) το δρόμο. Τι ώρα θα ‘ρθει ο μπαμπάς σου»; Αλλά ο μπαμπάς μου πέρασε και από τον παπά Γιάννη και έβγαλε άδεια εξόδου].
         -Τι άδεια.
         -Έπριπι να βγάλς άδεια να πας ζ Γκατιρίν’. Ιγώ ΄μαν άρρουστη κι έπριπι να μι πάει στου γιατρό. Του δόντ’ το ‘βγαλι στου Μπουλυχρό. Μι τη ντανάλια. Μιτά έρχουντι αυτοί, μας λεν ιμάς, μας κλουν τα δουμάτια, ένας το ‘να δουμάτιου, ι άλλους ανέβινι, κατέβινι τ’ σκάλα. Λέου ιγώ, -πουνιρεύκα- να πάει του πιδί, του Μιχάλ’, προς νιρού τ’, να βρει του μπαμπά μ’ να τουν διώξ’. «Όχ’, ιδώ, ιδώ μέσα θα κατουρήσ’», λεν αυτοί. Λέου ιγώ «γιατί να κατουρήσ’ του πιδί ιδώ μέσα»; «Όχ’, ιδώ θα κατουρήσ’ του πιδί». Καμιά φουρά έρχιτι ι πατέραζ μ’, μ’ ένα πουλόβερ, τα καλουτσούκια στα πουδάργια. Αυτά ήταν τα παπούτια τ’. Ήρθι, σι καμιά ώρα ήρθι. [Έπρεπε να βγάλεις άδεια για να πας στην Κατερίνη. Εγώ ήμουνα άρρωστη και έπρεπε ο μπαμπάς μου να με πάει στο γιατρό. Το δόντι του το έβγαλε στον Μιχάλη Πολυχρό. Με την ντανάλια. Και ορμάνε  προς εμάς αυτοί οι αντάρτες και αρχίζουν να μας δίνουν διαταγές, μας κλείνουν τα δωμάτια, ο ένας το ένα δωμάτιο, ο άλλος ανέβαινε, κατέβαινε τη σκάλα. Πετιέμαι εγώ  -πονηρεύτηκα- «να πάει το παιδί προς νερού», εννοούσα το Μιχάλη να ξεστρατήσει λίγο, να πάει να βρει τον πατέρα μου, να του πει να απομακρυνθεί. «Όχι, εδώ, εδώ μέσα θα κατουρήσει το παιδί», λεν αυτοί. Ξαναλέω εγώ «γιατί να κατουρήσει το παιδί  εδώ μέσα»; «Όχι, εδώ θα κατουρήσει το παιδί». Καμιά φορά καταφτάνει ο πατέρας μου με ένα πουλόβερ και τα λαστιχένια παπούτσια στα ποδάρια. Αυτά ήταν τα παπούτσια του. Ήρθε, σε καμιά ώρα ήρθε].

2. προδοσία. Ήταν προυδουσιά που πήραν του μπατέρα μ’. Αυτοί σίγουρα συνιννουήθκαν κι έστειλναν ιπιτήδιοι. Έρχουντι ιδώ αυτοί, «Ω!, λέ’ ι μπαμπάζ μ’, τι γένιτι, συναγωνισταί; -«Καλά, καλά» «Καθήστι, κάτ’ να σας δώσου», λέ’ ι μπαμπάζ μ’. «Δε θέλουμι τίπουτα, λεν, θα πας να μας δείξ’ λίγου του δρόμου, γιατί ήμιστι ξέν’». Του μπήραν του μπατέρα μ’. Ένας παρέκια ακούμι ένα όπλου. «Πάει ι Θουμάς, λέ’ η παππούς. Πάει του πιδί μ’, πάει. Του πιδί μ’ μι του πήραν». Η παππούς τι να κάμ’, τι να φκιάσουμι ιμείς, πάρτουν αυτόν, του μπαππού τουν Αγγέλ’. Ήρθι απόξου ‘π’ του σπίτ’ απάν ‘π’ του δρόμου. Ήταν η δρόμους όλου παλιούργια. Λέ’ [Με προδοσία πήραν τον πατέρα μου. Αυτοί σίγουρα συνεννοήθηκαν και στέλνανε κατάλληλα πρόσωπα. Φτάνουν εδώ αυτοί, «ω! λέει ο μπαμπάς μου, τι γίνεται, συναγωνιστές»; -«Καλά, καλά». «Καθήστε, να σας προσφέρω κάτι», λέει ο μπαμπάς μου. «Δε θέλουμε τίποτα, λεν, θα μας ακολουθήσεις να μας δείξεις λιγάκι το δρόμο, γιατί είμαστε ξένοι». Συλλάβανε, λοιπόν, τον πατέρα μου. Μόλις φύγανε λίγο παραπέρα ακούμε μια τουφεκιά. «Πάει ο Θωμάς», λέει ο παππούς. «Πάει το παιδί μου, το σκότωσαν. Πήραν το παιδί μου». Η παππούς τι να κάμει, τι να κάνουμε κι εμείς. Αμέσως κατέφτασε αυτός ο παππούς ο Αγγέλης. Πέρασε από έξω τα σπίτι, πάνω από τα δρόμο. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από παλιούρια, θάμνους. Λέει]:
-Ω Θουμά, ω Θουμά».
-Ουρίστι, λέου ιγώ.
-Πού ‘νι ι Θουμάς, του μπήραν του Θουμά τα πιδιά;
-Του μπήραν, λέου ιγώ. 
Του πιδί που τς ήφιρι τς αντάρτις είπι «καληνύχτα». Αυτός -του κουπρόσκλου- έρχουνταν κι έτρουγι που μας. Αυτό του πιδί που τς ήφιρι τς αντάρτις. Ήταν ξέν’, ικείν’ ήταν καλουντυμέν, μυρζουκουπούσαν ‘π’ τα κινούργια τα ρούχα. Ήταν ουμάδα κρούσιους αυτοί. Ερχόταν κι φόρτουναν. Του μπήραν του μπαμπά μ’, του μπααίν ως τουν Αϊπόστουλου. Πάει μαζί, ακολούθησι του μπατέρα, τουν γνώρζι του μπατέρα μ’. [Το παιδί που ήταν οδηγός στους αντάρτες μας λέει «καληνύχτα». Αυτός -του κοπρόσκυλο- έρχονταν κι έτρωγε από εμάς. Εννοώ αυτό το παιδί που μας κουβάλησε τους αντάρτες. Ήταν ξένοι εκείνοι, καλοντυμένοι, μοσχομύριζαν από α καινούργια τους τα ρούχα. Ανήκαν στην ομάδα κρούσεως αυτοί. Ερχότανε και φόρτωναν. Τον πήραν τον πατέρα μου, τον πάνε μέχρι τον Άγιο Απόστολο. Το παιδί ακολούθησε τον πατέρα μου, ήταν γνωστός του πατέρα μου].
        -Καλά, αφού ήταν γνωστοί, γιατί δεν του έλεγε ο πατέρα σου, «τι κάνεις ρε παιδί μου».
        -Αφού τς ήφιρι, θα ήλιγι έτσ’; [Αφού αυτό τους έφερε, θα τους έλεγε έτσι];
        -Και ποιο δρόμο ακολούθησαν.
        -Για του Παντιλέμηνου. Απ’ αυτό του δρουμάκ’ που πάει στου Παντιλέμηνου. Στουν Αϊπόστουλου, κουντά σ’ ν’ ικκλησία. Ικεί ξιδέθκι. Ξιδέθκι κι έφυγι. Ξιδέθκι κι έφυγι μέσ’ σ’ τς κουμαρές. [Για τον Παντελεήμονα. Από αυτό το δρομάκι που οδηγεί στον Παντελεήμονα. Φτάνοντας στον Άγιο Απόστολο, κοντά στην εκκλησία έλυσε τα σκοινιά, ξεδέθηκε. Ξεδέθηκε και έφυγε. Πέταξε τα σκοινιά και πετάχτηκε μέσα στις κουμαριές].
        -Δηλαδή, τους εγκατέλειψε.
       -Ναι, τς ιγκατέλειψι. Του μπήραν χαμπάρ’ κι άρχισαν να τφικούν αυτοί. Η μπαμπάζ μ’ δεν άκουγι, νε τφέκια, νε τίπουτα. Αλλά λέ’ ένας άλλους. Κι φώναζι του μπατέρα μ’: «Θουμά, γύρνα, θα καταστρέψ’ όλ’ ν’ οικουγένεια, δε θα πάθς τίπουτα». (Στέργιος: τον έλεγε «μη βουβάσι, γύρνα πίσου. Θα υπουστείς συνέπειις μιγάλις. Μάζουναν τς οικουγένειις ούλις, θα μας σκουτώζν ούλ’»). [Ναι, τους εγκατέλειψε. Τον πήραν χαμπάρι κι άρχισαν να τουφεκίζουν αυτοί. Ο μπαμπάς μου δεν έδωσε σημασία ούτε στα ντουφέκια ούτε πουθενά. Αλλά πετιέται ένας άλλος. Και φώναζε τον πατέρα μου: «Θωμά, γύρισε πίσω, μ’ αυτό που πας να κάνεις θα καταστρέψεις όλη την οικογένεια, έλα πίσω και δε θα πάθεις τίποτα». (Στέργιος: του έλεγε «μη φοβάσαι, γύρισε πίσω. Θα υποστείς συνέπειες μεγάλες. Μαζεύανε όλες τις οικογένειες, θα μας σκοτώσουν όλους»).
           
3. ο τελικός δρόμος. Του προυΐ έφιξι καλά. Στέλνουμι στου Παντιλέμηνου του πιδί, του Μιχάλ’. Κι βρίσκ’ αυτόν. Κι τουν λέ’ «κοίταξι, μπάρμπα, ιμείς σ’ είχαμι στου σπίτ, κι ήμασταν σα μια οικουγένεια. Μας πήραν του μπαμπά μ’ απόψι». «Μη μιλάς γιατί θα ‘ρθούμι κι θα σας διαλύσουμι όλ’», του λέ’ του πιδί. Κι του ρίχτ’ καμπόσις σφαλιάρις. Φέγ’ απού κει του πιδί, έρχιτι ιδώ κάτ, του λέ’ ι παππούς: «τι έγινι πιδί μ’;». «τίπουτα, μι χτύπσι κιόλα, αλλά δε μι πειράζ’ απού μι χτύπσι, αλλά μι είπι «άμα πεις τίπουτα, αύριου θα είστι ούλ’ πιλικμέν’. Έτσ’ μ’ είπι». Δε μπιρίμινάμι να πει έτσ’. Πιρίμινάμι να πει μια καλή κουβέντα. Γιατί τουν έζησάμι ούλ ν’ οικουγένεια. Πάει η μάνα μ’ στου Παντιλέμηνου. Έμαθι που πήραν του μπατέρα μ’ κι πάει. [Ξημέρωσε για καλά. Στέλνουμε το παιδί, το Μιχάλη, στον Παντελεήμονα. Συναντάει αυτόν και του λέει «κοίταξε, μπάρμπα εμείς σε φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας και ζούσαμε σαν μια οικογένεια. Μας πήραν τον πατέρα μου απόψε». «Μη μιλάς γιατί θα ‘ρθούμε και θα σας διαλύσουμε όλους», του λέει το παιδί. Κι του ρίχνει αρκετές σφαλιάρες. Φεύγει από εκεί το παιδί, έρχεται εδώ κάτω, του λέει ο παππούς: «τι έγινε παιδί μου»; «τίποτα, με χτύπησε κιόλα, αλλά αυτό δεν με ενοχλεί. Εκείνο που με πείραξε είναι που μου είπε, «αν φανερώσεις τίποτα, αύριο θα είστε όλοι πελεκημένοι, σφαγμένοι». Έτσι μου μίλησε. Δεν περιμέναμε τέτοια συμπεριφορά. Περιμέναμε να πει μια καλή κουβέντα. Γιατί του ζήσαμε όλη την οικογένειά του. Η μάνα μου πήγε στον Παντελεήμονα. Πληροφορήθηκε για τον πατέρα μου και πήγε επιτόπου].   
      -Αυθημερόν; Την ίδια μέρα;
     -Όχ την ίδια μέρα. Ύστιρα απού καναδυό μέρις. Τουν είχαν κλειζμένουν αυτού δυο, τρεις μέρις του μπατέρα μ’, σ’ ένα υπόγειου, δε γξέρου πού. Κανένας δε γξέρ’ σι ποιο σπίτ’. Άμα ήταν θα μαρτρούσαν κι τ΄μάνα μ’. Τουν είχαν ικεί κι τουν έρξαν ξύλου του γάιδαρου. Πάει η μάνα μ’ ικεί, αρχινάει αυτός μι τουν υπουκόπανου. Ήταν αντάρτς. Αρχίτζι μι τους υπουκόπανου τ’ μάνα μ’, ντ χτυπούσι. Ν’ έρξι ξύλου καλό. Του μπήραν του μπαμπά μ’, έκαμαν σιαπάν ύστιρα. Όπους μας τα είπαν. Τουν είχαν διμένουν του μπατέρα. Τουν χτυπούσαν. Ένας τουν άφηνι, ι άλλους τουν χτυπούσι. Κι φώναζι ι πατέραζ μ’ «αχ, πιδάκια μ, πιδάκια μ, τα πιδιά». Κι είπι αυτή η γυναίκα: «κρίμα δεν είνι; Γιατί τουν χτυπάτι τουν άνθρουπου». Νάσιους ι Γιουργιάδης μας τα είπι. Αυτός. Ικεί τον είχαν πάρ’ τη μάνα τ’ αυτόν. Η μάνα τ’ ήταν λιχώνα σι’ αυτόν. Το Γιουργιάδη. ‘Πτου Μπλαταμώνα. Του μπατέρα τ’ τουν είχαν σκουτώσ’ οι ανάρτις. (Στέργιος: είχαν κι τ’ μάνα τ’ σιαπάν αυτού). Τη μπήραν μι του μουρό αγκαλιά. Του μπαμπά τ’ τουν είχαν διμένουν κι η γυναίκα αυτή. Ύστιρα ν’ άφσαν ντ γναίκα. Τα μουλουγάει αυτός, που ήταν μικρός σ’ ν’ αγκαλιά. Απού κει του μπήραν, τουν είχαν πουλύ ξυλιαζμένουν, του μπήραν απού κει, τουν έτχιουσαν. Η Γαλάντζ αντάρτς: «Πώς έγινι, αρά ‘Πουστόλ κι του μπιθιρό μ’ του Θουμά δεν τουν γλίτουσέτι; Όταν πήγα ιγώ ικεί, του Θουμά τουν βρήκα σκουτουμένουν», λέ’. «Δε ντου μπρόλαβα, αν του μπρουλάβισκνα, θα τουν γλίτουνα.  [Όχι την ίδια μέρα. Ύστερα από καναδυό μέρες. Τον είχαν κλεισμένον εκεί δυο, τρεις μέρες τον πατέρα μου, σε ένα υπόγειο, δεν ξέρω πού ακριβώς. Κανένας δεν ξέρει σε ποιο σπίτι. Αν ήταν γνωστό θα περίμεναν τη μάνα μου. Το είχαν κάπου κλεισμένον και τον έριξαν πολύ ξύλο σα να δέρνουν τον γάιδαρο. Πήγε η μάνα μου κι αυτός αρχίζει να τη χτυπάει με τον υποκόπανο του ντουφεκιού. Ήταν αντάρτης. Άρχισε να χτυπάει τη μάνα μου με τον υποκόπανο του ντουφεκιού. Τη χτύπησε πάρα πολύ. Τον πήρανε το μπαμπά μου, και τραβήξανε, ύστερα, προς τα πάνω, στο βουνό. Τα λέω όπως μας τα είπαν. Αυτά μας τα εξιστόρησε ο Νάσος Γεωργιάδης. Αυτός ο ίδιος. Είχαν συλλάβει και τη δική του τη μάνα αυτοί. Η μάνα του ήταν λεχώνα σ’ αυτόν. Τον Γεωργιάδη. Από τον Πλαταμώνα. Τον πατέρα του τον είχαν σκοτώσει οι αντάρτες. (Στέργιος: είχαν και τη μάνα του πάνω στο βουνό). Τη συλλάβανε με το μωρό στην αγκαλιά. Τον πατέρα του τον είχαν δεμένο παρουσία της γυναίκας του. Κατόπιν απέλυσαν τη γυναίκα του. Τα μολογάει αυτός που τότε ήταν μωρό στην αγκαλιά της μάνας. Από εκεί τον πήραν, τον είχαν πολύ ξυλιασμένο, τον πήραν από εκεί και πού τον πήγαν, τι να σου πω, τον σφάξανε. Ο Γαλάνης δυστυχώς απουσίαζε από το περιστατικό. Του έλεγα: «Πώς έγινε, μωρέ Αποστόλη, και τον πεθερό μου το Θωμά δεν τον γλιτώσατε; «Δεν τον πρόλαβα. Αν τον προλάβαινα θα τον γλίτωνα].
                  -Θέλω να σου κάνω μια ερώτηση εγώ: τι κακό έκανε ο πατέρας σου και τον καταδίωξαν τόσο πολύ.
                     -(Στέργιος: λόγω πρόδουνι τς αντάρτις στου στρατό. Για κατασκοπία. Δήθιν έπιζι κατασκουπία. Τάχα έπιρνι μυστικά κι τα πήγινι στου στρατό). Αυτοί έδιναν, αυτοί ξέδιναν. [Επειδή, τάχα, πρόδωνε τους αντάρτες στο στρατό. Για κατασκοπία. Δήθεν έπαιζε το ρόλο του κατασκόπου. Τάχα έπαιρνε μυστικά και τα μετέφερε στο στρατό). Αυτοί κάνανε ότι θέλανε].
                 -Αφού έγιναν τόσο κακά πράγματα, πως συμπεριφέρονται αργότερα μεταξύ τους ο κόσμος.
                        -(Στέργιος: Ικεί ‘π’ τουν ήγλιπις δε ντουν ήλιγις «καλημέρα»). Χαϊμαδή: Η μάνα μ’ πάει κι ξουμουλουγήθκι στ’ Λιφουκαρυά. Κι τα είπι στου μπαπά, του μπαπά Θιουχάρ’. Κι τα είπι όλα, απ’ του μπατέρα μ’ κι του ένα, τ’ άλλου, κι τα είπι όλα. «Τους έχου ινάτ’, πάτιρ, γιατί τουν άντρα μ’ αυτοί μι τουν έσφαξαν’. Τς ξέρου ότι είνι αυτοί. Λέ’ αυτός: «Ισύ θα τς πεις «καλημέρα» κι ι Θιός να τζ δικάσ’». Η «καλημέρα» είνι απ’ το Θεό. Κι η μάναν μ’ τς ήλιγι «καλημέρα», αλλά όχ’ τίπουτα άλλου [Στέργιος: Όταν τον συναντούσες δεν του ‘λεγες «καλημέρα»). Χαϊμαδή: Η μάνα μου πήγε στη Λεπτοκαρυά και εξομολογήθηκε στον παπά Θεοχάρη. Τα φανέρωσε όλα τα σχετικά με τον πατέρα μου και το ένα και ο άλλο, τα είπε όλα. «Τους έχω γινάτι, πάτερ, γιατί αυτοί σφάξανε τον άντρα μου. Τους ξέρω ότι είναι αυτοί.  Λέει αυτός: «Εσύ θα τους πεις «καλημέρα» και ο Θεός να τους δικάσει». Η «καλημέρα» είναι του Θεού. Και η μάνα μου τους έλεγε «καλημέρα», αλλά τίποτα άλλο].
----------
Σημείωση: Οικογενειακό δέντρο των Συντριβαναίων (σύνοψη)..

ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ. Καταγωγή: από Παλατίτσια Βεροίας, ήρθαν 2 αδέρφια. Ο ένας κεχαγιάς και ο άλλος γεωργός. Τελικά στη Σκοτίνα έμεινε ο γεωργός. Παιδιά:

Α. Θεοχάρης, «σκαλιάρς» = έφκιαχνε σκάλες, σύζυγος Πηλινιώ.

1. Βασίλειος, σύζυγος. Φώτω Παπαοικονόμου
2. Απόστολος, σ. Λένου τ’ Καραλή-Γιωργάκη
3. Αθανάσιος, σ. Ελένη Αγγέλη
4.Φώτω, σ. Πουτιός Μητός-Καλαμάρας
5.Ολγα, Απόστολος Τσινιάνης
6. Διονύσιος, σ. Όλγα Δ. Πλεξίδα
Β. Μιχαήλ, σ. α. Χρυσκού, β. Καλούδα Γεωργ. Γερομιχαλού.
1. Λιόλιας,  Αμερική
2. Θανάσης, πέθανε στη Μικρά Ασία
3. Βασίλης, πέθανε στη Μ. Ασία.»βάρινι κλαρίνου» (Βασ. Στύλος)
4. Απόστολος, σ. Λένου Ιω. Τράντα  - Μυλουνού.
5. Ουρανία, Γιργούλινα, σ. Γιώργος Κοτσιβός («μάνα τ’ Μανίκα»).
6. Τρανταφλιά,  « Αρακλού», σ. Ηρακλής Δάμπλιας
7. Φωτεινή, « Βαγγιλάκινα», σ. Νικόλαος Βαγγελάκος.
8. Μαριγώ, σ. Θωμάς Στύλος.
9. Θωμάς, σ. ΄Ολγα Τσιουμάνη από Καρυά 
10. Λεωνίδας, σ. ΄Ολγα Αθ. Γερομιχαλού.
Γ. Γραμματή, σ. Απόστολος Ξάφη Καλιαμπός (υιοθετεί την Τριανταφυλλιά,  κόρη Μιχ. Συντριβάνη-Αρακλού (σύζυγος Ηρ. Δάμπλια).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου