Κυριακή 3 Απριλίου 2022

ΠΟΛΕΜΟΣ: Λιτόχωρο, Κώστας Ντούλκας

     Το καλοκαίρι του 1982 ο Κώστας Ντούλκας από το Λιτόχωρο μου δίνει συνέντευξη στο σπίτι του (περιοχή Αγίας Παρασκευής). Ανάμεσα στα πολλά, εξιστορεί θλιβερά γεγονότα της Κατοχής. (Στη φωτογραφία ο Κώστας Ντούλκας και η σύζυγος Βαγγελιώ).

              

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Έρχουμι ιδώ στου Λιτόχουρου κα του  Κουπατζιάρ’ του μαντρί. Ακούου ‘που πέρα: «Κα κα, κα,» πουλυβόλου. Αρχινούν  να πιρνούν  σφαίρις απού δίπλα. Να σφυρίζουν  φσ...φσ...φσ. Τέλος πάντων, χωρίς να υποψιαστώ, φτάνου στ’ Κουπατσιάρ’ του μαντρί. Τουν ανήφουρου, τουν ανήφουρου φτάνου σ’ ένα αμπέλ’ τ’ Κουρκουλέκα. Πριν φτάσου στου γκιφύρ’, να κάτ’ γυναίκις μι κάτ’ σταυλιές, τσάκνα.

          -Που  πας; Λεν. Του χουριό τόχν πιρικυκλουμένου οι Γιρμανοί.

          Τι να κάνου τώρα; Τραβώ του δρόμου, φτάνου στου γκιφύρ’:

          -«Κομ, κομ, κομ, κομ», ένας Γιρμανός. Ήταν δυο. Μι παίρ’ ο ένας, μι ψάζ’ ικεί πέρα μήπους έχου τίπουτα. Μι παίρ’ κι μι πααίν  στου πάρκου, στα Κατούνια. Κι τι να ιδώ ικεί: τους άντρις τους Λιτουχουρίτις τους είχαν μάσ’ όλους ικεί πέρα, ξάπλα, δεν άφσαν άντρα για άντρα. Ικεί μέσα έβγαλαν έναν, ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Του μπαίρν κι του μπηγαίνουν παραπίσου, τουν πουλυβόλσαν κι τουν σκότουσαν. ΄Εκαμι του σταυρό τ’ ο άνθρωπος, κατάλαβι ότι θα τον  σκοτώσν.

          Τελικά, ούτι κανένας έλληνας ήξιρι γιρμανικά, ούτι αυτοί οι Γιρμανοί ήξιραν ελληνικά. Τελικά βρέθκι ένας που ήξιρι γαλλικά κι ι Γιρμανός ήξιρι γαλλικά. Κι  λεν:

      -Πες το λαό να μη φουβηθεί. Θα πηγαίνουν για δουλειά δυο μήνις κι μιτά θα ’πουλυθούν (απολυθούν).


Μας παίρουν σι φάλαγγα, μας βάζν στου δημόσιου  του δρόμου για το Σταθμό. Γιρμανοί απ’ τη μια μπάντα ‘που του δρόμου, Γιρμανοί απ’ την άλλ’ μπάντα. Μας ξιγέλασαν, μας εξαπάτησαν. Ιγώ μέσα στου γκρουπ αυτό, ένα πιδί μι λέει:

-Ιγώ θα φύγου, Κώτσιου.

       -Μη φέγς, του λέου.

      ΄Ενα πιδί, Χρήστου του ήλιγαν, μια ηλικία. ΄Ετχι  να ‘μαστι  σι τριάδα, τιτράδα, δε θυμάμι.

      -Θα φύγου, λέει, μόλις πάμι στου Σπαθάρα, θα φύγου.

          -Να μη φύγς, λέου, θα σι σκουτώσν.

   Δεν έφυγι. Τον συγκράτσα ιγώ.

 

 ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Καμιά φορά έρχομαι εδώ στο Λιτόχωρο, κοντά στο μαντρί του Κουπατσιάρη. Ακούω από μακριά: «κα, κα, κα...» πολυβόλο. Οι σφαίρες αρχίζουν να περνάνε από δίπλα μου. Να σφυρίζουν «φσ...φσ...φσ...». Τέλος πάντων, χωρίς να το καταλάβω, φτάνω στο μαντρί του Κουπατσιάρη. Προχωράω τον ανήφορο, ανήφορο, φτάνω σε ένα αμπέλι του Κουρκουλέκα. Πλησιάζω στο γεφύρι. Πριν το περάσω,  συναντώ μερικές γυναίκες φορτωμένες με κλαδιά και τσάκνα.

          -Που πας; Μου λένε. Το χωριό είναι περικυκλωμένο από τους Γερμανούς.

          Τι να κάνω εγώ τώρα; Τραβάω το δρόμο μου, πλησιάζω το γεφύρι.

          -«Κομ, κομ, κομ, κομ», ένας Γερμανός. Ήταν δυο μαζί. Με συλλαμβάνει ο ένας, ψάχνει όλο το σώμα μου, μήπως τυχόν βρει κάτι επάνω μου. Ο ένας από τους δύο   με παίρνει και με πηγαίνει στο πάρκο, στα Κατούνια. Και τι βλέπω εκεί: Τους άντρες τους Λιτοχωρίτες τους συμμάζεψαν όλους εκεί πέρα. Όλοι ξάπλα κάτω. Δεν άφησαν στα σπίτια άντρα για άντρα. Ανάμεσα σ’ αυτούς τραβούνε έναν παραέξω. Ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Τον σέρνουν παραπίσω, τον πυροβολούν, τον σκοτώνουν. Πριν σκοτωθεί ο άνθρωπος, έκανε το σταυρό του. Κατάλαβε ότι θα τον σκοτώσουν.

Το κακό, που ούτε ένας Έλληνας ήξερε γερμανικά, μα ούτε και Γερμανός ήξερε ελληνικά. Τελικά βρέθηκε κάποιος που γνώριζε τα γαλλικά κι ένας Γερμανός γνώριζε γαλλικά. Και λένε:        

          -Πες στο λαό να μη φοβηθεί. Πες τους να πάνε όλοι στη δουλειά για δυο μήνες. Ύστερα θα απολυθούν.

Και μας παίρνουν -Παναγία μου!- μας περνούν φάλαγγα, μας υποχρεώνουν σε αγγαρεία στο δημόσιο δρόμο για το Σταθμό. Γερμανοί απ΄ τη μια πλευρά του δρόμου, Γερμανοί από την άλλη. Τιμωρία κανονική.  Δηλαδή, μας ξεγέλασαν, μας εξαπάτησαν. Εγώ προσωπικά έτυχε να βρίσκομαι μέσα σ’ αυτό το γκρουπ. Με πλησιάζει ένα παιδί και μου λέει:

-Εγώ θα φύγω, θα αποδράσω, Κώτσιο.

          -Μην το κάνεις, του λέω.

          Ένα παιδί, Χρήστο το έλεγαν. Στην ίδια με μένα ηλικία. Έτυχε να είμαστε στην ίδια τριάδα ή τετράδα, δε θυμάμαι.

          -Θα φύγω, λέει, μόλις πλησιάσουμε στου Σπαθάρα. Θα φύγω.

          -Να μη φύγεις, λέω. Θα σε σκοτώσουν.

          Δεν έφυγε. Τον συγκράτησα εγώ.

 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου