Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΖΩΗ: Αθανάσιος Δ. Δάμπλιας (1935-2019)

Αφιέρωση. Η ανάρτηση που ακολουθεί αφιερώνεται με πολλή αγάπη στον αείμνηστο Θανάση Δάμπλια, φίλο συμπατριώτη. Έζησε ζωή άδολη, ζυμωμένη στην ομορφιά της φύσης. Η αφήγησή  του αποτελεί αντίδοτο στην ακεφιά που άναψε το δαυλί του πολέμου ετούτες τις ώρες.   

 Στα δεξιά η τοποθεσία "Μελίσσι". Προσωπικά, εκεί  έπαθα νίλα. Ξεσφαΐστηκαν οι πέτρες του βράχου και πέφτανε "βροχή" πλάι μου. Προχώρησα σύρριζα προς τα αριστερά κατεβαίνοντας στους "Κόκκινους φούρνους", όπου κι ο Θανάσης με τα γίδια. Εγώ τράβηξα προς το ανήλιο (Κουρουμπλές). Ο Θανάσης έμεινε στο προσήλιο. Η φωτογραφία (μερική άποψη του βράχου) πάρθηκε από την τοποθεσία "Πλάκες".


ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΜΕ ΤΑ ΓΙΔΙΑ

Τον Μάρτιο του 2012 ο Θανάσης Δάμπλιας του Διονυσίου μου

δίνει συνέντευξη στο σπίτι του (Βασίλα Σκοτίνας). Μου εκμυστηρεύεται παλιές περιπέτειες της κτηνοτροφικής του απασχόλησης. Η συζήτηση που ακολουθεί αναφέρεται σε επεισόδιο που έγινε το 1950, αμέσως μετά τον Εμφύλιο (επαναπατρισμός).


 

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Ήμαν δεκαπέντε χρονών. Βοσκούσα κι ξένα γίδια. Διακόσια κεφάλια. Τα χτύπσα στο λάκκο π’ τα Κριβάτια. Πατάου στου βριάχου, Γιάν’, κόπκι ι βριάχους κι μι παίρ’ αυτό του χέρ’, απλές, κι πήρι κι του κιφάλ’ λίγου, αλλά δε μι πήρι καλά. Θα μι το ‘κουβι.

        -Ο βράχος από πού ήρθε;

          -Μαναχός τ’, Κι αφού μι το ‘σπασι του χέρ’ αυτό, πέφτου μπρούμπτα καταή κι μι βάν τ’ άλλου του χέρ’. Ιτότι πιρνούσαν οι πόστις. Θα ήταν έντικα η ώρα. Μέχρι τς τέσσιρις η ώρα ήμαν ικεί. Μιλάνιασα ούλους. Φώναζα, φώναζα να μι ακούσ’ κανένας. Πήγα να βγάλου του σουϊά  να κόψου του χέρ’. Αλλά λέου: «Κι να του κόψου του χέρ’, δε ζω». Καμιά φουρά ακούου τα γίδια τα Μητσιάτκα. Ι Πουτιός τ’ Νάσ’ τ’ Μήτσ’ πιδί.  

    Ήρθι ι Πουτιός, φώναξι κι του Γιάν’ τ’ Ντήμ’. Έβαλαν φουρτουτήρις, σκώθκι λίγου ι βριάχους, τράβξα του χέρ’. Ήμαν ζαλζμένους, μ’ έρχουνταν να κάνου μιτό.

        -Πήγες στο γιατρό;

          Πήγα στου μπαππού αυτόν, τον Καϊάκα. Ι Νάσιους ι Καϊάκας έφκιανι χέρια. Κι αυτός ι παππούς ήταν τιχνίτς καλός, έφκιανι κλάπις μι σανίδια. Αυτός μι τα ‘φκιασι, μι κλάπις. 

ΚΟΙΝΗ: Ήμουνα στα δεκαπέντε μου χρόνια. Βοσκούσα και ξένα γίδια. Διακόσια κεφάλια. Τα σφύριξα να πάνε προς το λάκκο «Κρεβάτια».  Πατάω στο βράχο, Γιάννη, κόπηκε ο βράχος και μου παίρνει το χέρι και λίγο το κεφάλι. Παρά λίγο να μου το έκοβε.

        -Ο βράχος από πού ήρθε;

          Μοναχός του. Και αφού μου έσπασε το ένα χέρι, πέφτω μπρούμυτα καταγής και με πλάκωσε το άλλο χέρι. Τότε συνέπεσε στον κάμπο να περνάει το τρένο. Θα ήταν η ώρα έντεκα. Και ήμουνα εκεί εγκλωβισμένος μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα. Μελάνιασα ολόκληρος. Φώναζα, φώναζα να με ακούσει κανένας. Επιχείρησα να βγάλω το σουγιά και να κόψω το χέρι. Αλλά σκέφτηκα «και το χέρι να κόψω, αποκλείεται να ζήσω». Κάποια στιγμή ακούω τα κουδούνια από τα γίδια του Μήτσιου. Τσομπάνος ήτανε ο Πουτιός-Δημητρός, παιδί του Θανάση Μήτσιου.

Ήρθε ο Ποτιός, φώναξε και τον Γιάννη Δήμο-Νικολό. Βάλανε φορτωτήρες (δηλαδή διχαλωτό ξύλινο στήριγμα που στηρίζει το φορτωμένο ζώο). Σηκώθηκε λίγο ο βράχος, τράβηξα το χέρι. Ζαλίστηκα και είχα τάση για εμετό).

        -Πήγες στο γιατρό;

        -Πήγα στον παππού Καϊάκα. Ο Νάσιος Καϊάκας θεράπευε χέρια. Ήταν άριστος τεχνίτης, ‘Έφτιαχνε κλάπες με σανίδια. Αυτός μερίμνησε και για μένα Μου πέρασε κλάπα (δεμένα σανίδια).

 

  ΕΙΚΟΝΕΣ


 

             
Χρυσούλα Μητσιάνη, σύζυγος του Θανάση
                      
 
 
    Οι γονείς του Θανάση Διονύσης Δάμπλιας και

Μαριγούλα Παπαγεωργίου.






Το σπίτι του Δάμπλια στην "Βασίλα".





   ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΕΝΤΡΟ του Θανάση Δάμπλια (μερικώς).

Παιδιά του παππού Νικόλα Δάμπλια:

   1. Μιχαήλ, σύζυγος Πηνέλου ντ Γιαννούλ’ Ντήμ’ (του Ιω.Δήμου).     
   2. Διονύσης, σύζυγος Μαριγούλα Παπαγεωργίου     

   3. Θεοχάρης, σ. Χρυσούλα Xρ. Τράντα

   5. Φώτω, σ. Θωμάς Κοτσιβός  
   6. Ουρανία  σ. Γιώργος Πολυχρός
   7. Κουνιώ,  σ. Αθανάσιος Στύλος-Ματσιούλας
   8. Τριανταφυλλιά, Λιτόχωρο








     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου