Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

ΚΑΤΟΧΗ: Γερμανοί στην Σκοτίνα


Συνομιλώ με τον Θανάση Γερομιχαλό του Αποστόλου στο σπίτι του στην Κάτω Σκοτίνα (8 Μαρτίου 2003). Ο Θανάσης θυμάται τον Απρίλη της Κατοχής (1941):

ΠΡΩΤΗ ΕΝΘΥΜΗΣΗ: Οι Γερμανοί στο σπίτι

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Ήμασταν σ’ ν’ απάν τ’ Σκουτίνα όταν ήρθαν οι Γιρμανοί.  Τουν Απρίλ’ του ’41. Καναδυό μέρις κρυφτήκαμι σ’ τς ουξιές. Ιγώ ήμαν ζ μπλάκα Νταμούκα. Αυτήν που πάμι σ’ τς Μάνας του νιρό, ‘π’ τού ‘λιγάμι, ‘π’ του Γκηψαρά δίπλα. Στου Κάστριου ήταν οι Ιγγλέζ’ κι οι Γιρμανοί πήραν του δρόμου προς τα πάν’ κι βγήκαν σ’ ν’ απάν’ τ’ Σκουτίνα. Μιτά έφυγαν κι πήγαν για Γκαλλιπεύκ’. Γιατί έπριπι να γυρίζν απού ‘κεί αυτοί, απού Γκαλλιπεύκ’ κι να πααίν’ κάτου στους Γόνους κι απού ‘κεί να πιράσν. Γιατί τα είχαν ανατινάξν όλα οι Ιγγλέζ’. Γαλαρίις κι αυτά. Ανατινάθκαν μι νάρκις. Και πέρασαν απού Γκαλλιπεύκ’ προς τα κάτ’ κι πήγαν για Λάρισα.

ΚΟΙΝΗ Κατοικούσαμε στην ‘Ανω Σκοτίνα. όταν ήρθαν οι Γερμανοί. Ήταν Απρίλης του ’41). Για λίγες μέρες κρυφτήκαμε μέσα στις οξιές. Συγκεκριμένα εγώ κρύφτηκα στην πλάκα Νταμούκα. Στην τοποθεσία αυτή που μας οδηγεί στης Μάνας το νερό. Έτσι το λέγαμε. Βρίσκεται ακριβώς πλάι στον Κηψαρά. Στο Κάστρο του Πλαταμώνα είχαν στρατοπεδεύσει οι Εγγλέζοι και εμπόδιζαν τους Γερμανούς να περάσουν προς τα Τέμπη. Τελικά, οι Γερμανοί φύγανε ύστερα. Αναχώρησαν για την Καλλιπεύκη. Γιατί αυτό ήταν το σχέδιό τους. Έπρεπε να γυρίσουν από την Καλλιπεύκη και από κει να κατεβούν στους Γόνους και στη συνέχεια να βρουν διέξοδο προς την κάτω Ελλάδα. Διότι οι Εγγλέζοι τα είχαν ανατινάξει όλα. Τις γαλαρίες κλπ. Οι Εγγλέζοι τους αντιμετώπιζαν με νάρκες. Έτσι, αναγκαστικά οι Γερμανοί περάσανε από Καλλιπεύκη και από κει κατευθύνθηκαν προς Λάρισα).

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΘΥΜΗΣΗ: « Ωά, ωά» 

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ Ήμασταν μαζιμέν’ ζ’ Μπλατέα. Κοιτούσα να ‘ρθεί ο Γερμανός μι τα πιστόλια. Ικείν’ ν’ ώρα έρχουνταν ι Γιώρς τ’ παπά  Λιουνίδα. Έρχουνταν απ’ τς Κφάλις να πάει στου σπίτ’ να πάρ’ ψουμί (γενικώς φαγητό). Ήταν κάτ’ απ’ τ’ Καραλή. Εντωμεταξύ λέ’ ι Γιρμανός, έκανι έτσ’ του χέρ’ «Ωά, ωά, κάκακα».  

         Δε μπουρούσι να του πεί. Έκανι του σχήμα κι κακάρζι. Έκανι του κακάρζμα τς κότας. «Κακακακα». «Πού να βρεις αβγά», έλιγι ι ένας μι τουν άλλου. Ι Γιώρς δε μαρτρούσι. Λέ’ ένας: «Γιώρ’, Γιώρ’, έλα ‘δώ».

«Άφσι του πιδί να φύγ’», λέ’ ι παπά Λιουνίδας ι καημένους. Ι πρώτους επέμενε: «Γιώρ’, Γιώρ’, έλα ‘δώ. Πάνι σι κάνα σπίτ’  να σι δώζν κανένα’ αβγό να δώσουμι τζ Γιρμανοί.

          Κάν’ ι Γιώρς έναν μουρφαζμό έτσ’. Ακριβώς του θυμούμι σαν τώρα. Λέ’ «Ποιος θα μι δώσ’ αβγά».

          -Σαν διαμαρτυρία, δηλαδή.

          -Σα διαμαρτυρία, αλλά αυτός ο κιαρατάς κατάλαβι ότι δεν ήθιλι να πάει.

      


 
  Λοιπόν! Αν τουν ρίχν’, ρε Γιάν’, μια μπουνιά στου στήθους ιδώ, κι πααίν’ απού ’δώ στου ντοίχου. Ανάσκλα ι Γιώρς καταή. Κι μι συγχουρείς τη φράσ’, λέ’ ι Γιώρς: «Θα φας σκατά αβγά». Αν το καταλάβινι ι Γιρμανός, θα τουν σκότουνι. Η παπά Λιουνίδας άσπρισι: «Αχ, μωρέ, τι μ’ έκαμις! Να μι σκουτώις του πιδί», λέ’.

          Κι κόβ’ σιαπέρα κι φέγ’.

          Του άδικου έγλιπι ι Γιώρς  (*).

ΚΟΙΝΗ: Στεκόμασταν στην Πλατεία. Εγώ παρατηρούσα πώς θα έρθει ο Γερμανός με τα πιστόλια. Περνάει από μπροστά μας ο Γιώργος του παπά Λεωνίδα (1921-2003). Επέστρεφε από τις Κουφάλες και πήγαινε στο σπίτι για να πάρει φαγητό. Περπατούσε ακριβώς σύρριζα στο σπίτι του Καραλή. Τον βλέπει ο Γερμανός και του κάνει νεύμα με το χέρι, «θέλω αυγά».

          Δεν ήξερε τη γλώσσα κι έκανε κακάρισμα της κότας. «Που να βρεις αυγά» λέγανε μεταξύ τους. Ο Γιώργος δε μιλούσε. Ένας πατριώτης πετιέται απευθυνόμενος στον Γιώργο: «Γιώργο, Γιώργο, έλα εδώ».

«Άσε το παιδί να φύγει», του απαντάει ο καημένος ο παπά Λεωνίδας).

          Ο πρώτος επέμενε: «Γιώργο, Γιώργο, έλα εδώ.  Πήγαινε σε κανένα σπίτι, να σου δώσουνε κανένα αβγό να δώσουμε στους Γερμανούς).

          Ο Γιώργος κάνει ένα μορφασμό, έτσι. Το θυμάμαι σαν τώρα. Και λέει συνάμα: «Ποιος θα μου δώσει αβγά; Είστε στα καλά σας»;

          -Σαν διαμαρτυρία, δηλαδή.

          -Σαν διαμαρτυρία, αλλά αυτός ο κερατάς κατάλαβε ότι ο Γιώργος δεν ήθελε να πάει.

Λοιπόν! Γιάννη, να έβλεπες τι έγινε! Του δίνει μια μπουνιά εδώ στο στήθος και


πετάγεται από δω μέχρι πέρα στον τοίχο. Ανάσκελα ο Γιώργος καταγής. Και είπε μια φράση, με συγχωρείς, «θα φας σκατά αντί για αβγά». Αν καταλάβαινε ο Γερμανός, σίγουρα θα τον σκότωνε. Ο παπά Λεωνίδας χλόμιασε από το φόβο: «Αχ, μωρέ, τι μου έκανες! Πας να σκοτώσεις το παιδί μου!»

          Το κόβει πέρα, απομακρύνεται.

          Στον Γιώργο δεν άρεσε το άδικο.

----------

 

* ο Γιώργος σε συνέντευξη στις 17 Νοέμβρη του 1981 στο σπίτι του (Τριανδρία Θεσσαλονίκης) σημειώνει: «Οι Γιρμανοί έστσαν (έστησαν) τα πολυβόλα στου σπίτι μ’. Ένας ήθιλι να μι τφικίσ’ ικεί στου Μπλάτανου» (σκόπευε να με τουφεκίσει εκεί στην πλατεία). 

 

 

 

 

ΤΡΙΤΗ ΕΝΘΥΜΗΣΗ: Οι Γερμανοί στον «Πλάτανο» (πλατεία).

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ:  Στου Μπλάτανου (=πλατεία) κάθουνταν κι όσοι δεν πήγαν στρατιωτικό: Ι Κακάλς ι Καϊάκας, (αγροφύλακας), ι παπά Λιουνίδας, ι Πουτιός ι Ντάμπλιας, ι μπάρμπα ‘Ρακλής, ι Γιάντζ ι Παραμύθας. Οι Γιρμανοί έρχουνταν, εντωμεταξύ, απού κάτ’.

-Μια παρένθεση. Θυμάμαι εγώ για κάτι ποδήλατα.

-Όχ’ μόν’ έφιραν ποδήλατα, αλλά του Μήτσιου του Γκουκουλιάρα κάποιους τουν φόρτουσι ένα πουδήλατου κι του πάει στου Νιζιρό σιαπάν’.                         

-Και εκείνος υπάκουσε;

          -Τι να κάν’. Να σι δώσου τώρα να καταλάβς. Ήρθι ένας Γιρμανός μ’ ένα μουλάρ’ φουρτουμένου μι ασύρματους. Πααίν’ στου καφινείου του Γιάν’ του Παραμύθα, κουνάει μπόρτα, ήταν κλειδουμέν’. Γυρνάει προς τα πίσου, μια κλουτσιά, ακόμα μια, πουλιάνα η πόρτα (=ανοιχτή πέρα για πέρα). Λέ’ του Γιρμανό, στου στρατιώτ’: «Πάνι κι βάλι μέσα τουν ασύρματου». Αυτός Έσπασι μπόρτα. Σκώνιτι κι έρχιτι προς τα μας. Ικεί ήμασταν μαζιμέν’ ι παπά Λιουνίδας κι άλλ’. 

ΚΟΙΝΗ: Στην πλατεία ήταν και άλλος κόσμος, κυρίως όσοι δεν θα πήγαιναν στο στρατό. Όπως ο Θεοχάρης Καλαμάρας-Καϊάκας, ο παπά Λεωνίδας, ο Πουτιός Δάμπλιας, ο μπάρμπα Ηρακλής Δάμπλιας. Οι Γερμανοί, εντωμεταξύ, ανέβαιναν από την Κάτω προς την Άνω Σκοτίνα).

-Μια παρένθεση. Θυμάμαι εγώ για κάτι ποδήλατα.

-Βέβαια, έφεραν οι Γερμανοί ποδήλατα. Αλλά, όχι μόνο αυτό. Κάποιος υποχρέωσε τον Μήτσο τον Κουκουλιάρα να κουβαλήσει στον ώμο ένα ποδήλατο και το μετέφερε μέχρι την Καλλιπεύκη επάνω).

-Και εκείνος υπάκουσε;

          -Μπορούσε να κάνει διαφορετικά; Να σου τα κάνω απλά, να καταλάβεις: Ήρθε ένας Γερμανός με ένα μουλάρι φορτωμένο με ασύρματους. Αμέσως κατευθύνεται προς το καφενείο του Παραμύθα. Κουνάει την πόρτα, Ήταν ασφαλισμένη. Γυρίζει προς τα πίσω. Γυρίζει, λοιπόν, προς τα πίσω, δίνει μια κλωτσιά την πόρτα, ακόμα μια, ανοίγει πέρα ως πέρα η πόρτα. Διατάζει το στρατιώτη Γερμανό: «Πήγαινε και τοποθέτησε μέσα στο καφενείο τον ασύρματο». Αυτός έσπασε την πόρτα. Σηκώνεται από κει και έρχεται προς το μέρος που στεκόμασταν εμείς. Μαζεμένοι εκεί μαζί με τον παπά Λεωνίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου