Ο Θεοχάρης Συντριβάνης του
Βασιλείου (1914-2002) μου δίνει συνέντευξη στις 1.12.1999 στο σπίτι του στην Κάτω Σκοτίνα.
Η συζήτηση αναφέρεται στη ζωή του χωριού (γενικά) στις αρχές του περασμένου (20ου)
αιώνα. Ένα περιστατικό θυμίζει την ποιμενική ζωή και, συγκεκριμένα, την
εμφάνιση-επέλαση- αγέλης λύκων στη Σκοτίνα.
1. ΑΠΑΛΝΗ (Άνω) ΣΚΟΤΙΝΑ
ΙΔΙΩΜΑ: Η Σκουτίνα είχι λύκ’ πουλλοί. Στου απάν’ του
Χουργιό ιτότι γιννούσαν τέσσιρις λύκσις σι τέσσιρις μιριές. Μια φουλιά ζ
Ντούμπα, μια σ’ τς Κουπρισιές, μια σ’ τ’
Στρουγγλή κι μια στου Γιαβάνου. Στου Γιαβάνου ήταν μια λύκσα, είχι ιφτά κτάβια.
Τέτχια κτάβια, μιγάλα. Κι πέρασι ι Κουκράντζ ι Θουμάς. Αυτός είχι γιρά σκλιά,
κι ξιπρώντζαν τ’ λύκσα απ’ τ’ φουλιά κι τα ’πνιξαν ούλα τα λυκούλια. ΄Ενα
τρύπουσι μέσα σι μια τρύπα κι δε μπόρσαν να του πχιάζν. Πιρνούσα ιγώ μι τα
γίδια σιαπάν’ μαζί μι του Μίχου του Γιρμπχαλό. Τ’ Μήτρ’ ντ Γιρμπχαλού τουν
αδιρφό. Κι πάηναμι αλάτουρα. Δηλαδή έρχουνταν κουντά σι μένα. Παρέα, μαζί. Αυτό
του λυκούλ’ ήταν μέσα, χουμένου. Ι Μίχους πάει τρύπουσι μέσα κι το ’πχιασι του
λυκούλ’. Ιγώ τουν φώναζα:
-Βρε, φέγα απ’ αυτού, θα ’ρθεί η λύκσα
κι θα σι φάει.
΄Οχ’, αυτός πάει μέσα, το ’ πχιασι,
έβγαλι του λουρί κι του έδισι του κουταβί κι του ’χι κουντά. Του κατέβασάμι
στου χουργιό του βράδ’, στου Γκηψαρά. Γκουτζιάμ κουταβί, Λυκούλ’. Αλλά δεν
έφτασι κι σι καναδυό μέρις ψόφσι. Δεν αγλίτουσι. Στιναχουρέθκι.
ΚΟΙΝΗ. Παλιότερα
στη Σκοτίνα κυκλοφορούσαν πολλοί λύκοι. Στην Άνω Σκοτίνα γεννούσαν τέσσερις λύκισσες
(λύκσες) σε τέσσερα σημεία. Μια λύκισσα είχε φωλιά στην Τούμπα, μια στις
Κοπρισιές, μια στη Στρογγλή και μια στο Γιαβάνο. Στο Γιαβάνο ήταν μια λύκισσα,
η οποία φύλαγε εφτά λυκόπουλα. Τόσο μεγάλα λυκόπουλα. Και έτυχε να περάσει από
εκεί ο Θωμάς Κοκράνης. Αυτός είχε δυνατά σκυλιά που κυνήγησαν και έφυγε η λύκισσα
από τη φωλιά της. Πνίξανε όλα τα λυκόπουλο. Ένα γλίτωσε. Μπήκε σε μια τρύπα και
δεν μπόρεσαν να το συλλάβουν. Περνούσα εγώ με τα γίδια προς τα πάνω μαζί με τον
Μίχο το Γερομιχαλό. Τον αδερφό του Μήτρου Γερομιχαλού. Και βαδίζαμε ο ένας πλάι
στον άλλο. Δηλαδή με ακολουθούσε αυτός. Ήμασταν παρέα. Το σωσμένο λυκάκι ήταν
χωμένο μέσα στην τρύπα. Ο Μίχος πλησιάζει προς την τρύπα, μπαίνει μέσα στην
τρύπα και πιάνει το λυκόπουλο. Εγώ του φώναξα:
-Βρε, φύγε από εκεί.
Υπάρχει κίνδυνος να 'ρθεί η λύκαινα και θα σε φάει.
Αυτός δε μ' άκουσε.
Χώνεται μέσα στην τρύπα, πιάνει το λυκόπουλο, βγάζει τη ζώνη του και μ' αυτή
δένει το λυκόπουλο και το έσερνε μαζί του. Το κατεβάσαμε στο χωριό το βράδυ, στη
γειτονιά «Κηψαράς». Μεγάλο λυκάκι. Δεν έπαυε όμως να είναι λυκάκι. Αλλά δεν
άντεξε, ώσπου σε λίγες μέρες ψόφησε. Δε γλίτωσε. Στενοχωρέθηκε.
2. ΑΚΑΤΝΗ (Κάτω) ΣΚΟΤΙΝΑ
ΙΔΙΩΜΑ. Ιδώ σιακάτ, του χειμώνα ήταν δυο λύκ’ παρέα,
Γιάν, αμπδούσαν μέσ’ στα μαντριά. Ι ένας πάηνι κι έπιρνι τα σκλιά όξου κι ι
άλλους αμπδούσι μέσα κι έπιρνι κατσίκια (*). ΄Επιρνι ένα κατσίκ’, έφιγνι όξου.
Ήρθαν κι στου θκό μ’ μια βραδιά. Πήρι χαμπάρ’ του σκλί, σκώθκα ‘γώ, δε μπρόλαβα
ν’ αμπδήσου στου μαντρί. Γιρούστσαν τα σκλιά, έκαμαν σιαπέρα, ακριβώς πού έχ’ ι
Τρέβλας του χουράφ’ από ’χ’ τα πρόβατα
στου Ξηρουκάμ’. Τσακώθκαν ι λύκους μι του σκλί
του θκό μ’. Απάλιβαν δηλαδή. Καμιά φουρά ήρθι ένα σκλί απ’ τα
Γιρμπχαλάτκα τα μαντριά, ‘που πάν’,’π’ αυτόν του Γιάν’, του Μπουρανά, που λέμι.
Γιρούστσι παναθέ, του μπχιάν’ του λύκου απού δω απ’ του ζβέρκου. Αλλά ούρλιαξι ι
λύκους. Κι πααίν’ απ’ μπάντα του σκλί. Του
θκο μ του σκλι του μάτσι, του μάτσι μι τα πουδάργια, του μαδούσι. Κι έφυγαν.
ΚΟΙΝΗ. Άλλο ένα περιστατικό, Γιάννη. Εδώ, στην Κάτω
Σκοτίνα παρουσιάστηκαν δυο λύκοι μαζί. Ήταν χειμώνας και αυτοί πηδούσαν μέσα
στα μαντριά. Ο ένας πήγαινε και ανάγκαζε τα σκυλιά να βγουν έξω από το μαντρί
και ο άλλος πηδούσε μέσα και άρπαζε κατσίκια. Άρπαζε ένα κατσίκι, έφευγε έξω.
Μια βραδιά ήρθαν και στο δικό μου μαντρί. Πήρε μυρωδιά το σκυλί, σηκώνομαι εγώ
από τον ύπνο, αλλά δεν πρόφτασα να πηδήσω στο μαντρί. Ορμούν τα σκυλιά, πάνε
προς τα πέρα, ακριβώς εκεί που έχει τα πρόβατα ο Τρέβλας στο χωράφι του στο
Ξηροκάμι. Τσακώθηκαν ο λύκος με το δικό μου σκυλί. Παλεύανε μεταξύ τους. Κάποια
στιγμή καταφτάνει ένα σκυλί από τα μαντριά των Γερομιχαλαίων, ακριβώς πάνω από
το Γιάννη Μπουρανά, που λέμε. Εκείνο ορμάει και πιάνει το λύκο από εδώ το
σβέρκο. Αλλά ο λύκος ούρλιαξε. Και το σκυλί πάει από τα πλάγια. Το δικό μου
σκυλί το μάδησε (το γρατσούνισε), το μάδησε με τα πόδια. Το πλήγωσε.
Ευτυχώς που φύγανε.
ΑΛΛΑ
ΘΕΜΑΤΑ
Ο αείμνηστος Θεοχάρης αναφέρθηκε και σε άλλα θέματα που αφορούν την
ιδιωτική του ζωή, όπως:
1. Βοσκός. «Στα δικαπέντι χρόνια
ανέλαβα τα γίδια, τζιουμπάνους. Είχαμι καμιά 250 κιφάλια».
2. Σχολείο. «πήγα ντιτάρτ’ τάξ’ (μέχρι την τετάρτη τάξη) στου
δάσκαλου του Μπλέτσιου (Αθανάσιος
Βλέτσης). ΄Ηταν κι ι Ηλίας απ’ Μπούρλια (Χατζηχαμπέρης» (δάσκαλος από τους Πόρους).
3. Γάμος. Ο γάμος έγινε το ’41, «ι παπά Γιάντζ (Μπιλιάγκας)
μι στιφάνουσι. Ήμαν 24 χρόνια».
4. Στρατός. Ως στρατιώτης υπηρέτησε α) Θεσσαλονίκη (πριν την Αλβανία), β) Αλβανικό μέτωπο,
γ) Εμφύλιο. «Του 1948 ξαναπήγα
πίσου (ξανά) φαντάρους. Εθνοφρουρίτς.
Κατατάθκαμι ζ Γκατιρίν’ (παρουσιαστήκαμε
στην Κατερίνη). Μιτά πήγα στου Λιτόχουρου, του 71 τάγμα πιζικό ήταν στου
Λτόχουρου. Διοικητής Διουνύσιους Μπαρμπαρίκους».
5. Εμφύλιος. «Ως ανταρτόπληκτους μας πήγαν α) «στ’
Λιφτουκαρυά ζ’ Τσιάρινα (στην οικογένεια
Τσιάρα), β) στου Λιτόχουρου, Πουλύμιρους λέγουνταν».
6. Σπίτι. «Σ’ ν’ απαλνή Σκουτίνα μέναμι στου Συντριβανάτκου του σπίτ’. Ξιχουριστό
κι είχι μια σούδα (στενωπός) απ’ τ’
Πλιξίδα. Ι Πλιξίδας του πούλσι στουν Απουστόλ’ Παπαζιώγα».
7. Παπάδες. «Παπάδες ήταν τρεις: Αθανάσιος Οικονόμου, Χρήστος Σακελλάρης, Αθανάσιος Παπαζιώγας».
8. Καταγωγή. «Οι Συντριβαναί ήρθαν απ’ τζ Βέργιας τα μέργια. Απ’ τα
Παλατίτσια». Ήταν δυο αδέρφια. Ι ένας ήταν κιχαϊάς κι ι άλλους γιουργός. Ι
κιχαϊάς, ψόφσαν τα πρόβατα τ’, ξέρου, ‘γώ, κι έφυγι ξανά. Ι άλλους, ι γιουργός
έκατσι ιδώ».
9. Σαραντάμιρα. «Στου Μιτόχ’ (στο μετόχι, σαν μοναστήρι) του σπίτ’ τ’
Μιχαήλ’ Συντριβάν’ έβγηναν σαραντάμιρα (φαντάσματα).
Άμα διάβαζι ι παπάς, αυτά έφυγναν» (**).
----------
* δική μου ανάμνηση: Ήταν χιονιάς του 1945. Βοσκούσα τις γίδες στο
προσήλιο του Αϊ-Λιά. Στην απέναντι ράχη (πλαγιά του Πρίπουρα) διαδραματίζεται
μια φοβερή σκηνή. Πεντέξι λύκοι χώρισαν στα δυο το κοπάδι του μακαρίτη Διονύση
Τράντα. Χάζεψα: οι μισοί λύκοι «τρώγονταν» με τα σκυλιά, οι άλλοι μισοί
«βαρέσανε» τα γίδια προς το ποτάμι. Σώθηκαν όσα πέσανε στις «μπουλντούκες»
(βαθιές μπάρες).
** Ο Θάνος Θ. Συντριβάνης στις 15.7.2002 θα
προσθέσει: «…ξικινούσαν οι καλικατζαραί μι τα βγιουλιά, μι τα κλαρίνα, μι τις
ουρές κλπ. κι πειράζαν του γκόζμου. Πάηναν σ’ όλα τα σπίτια. Οι γέρ’ ήλιγαν «ήρθαν
οι καλικατζαραί κι χάλασαν τα ξύλα». Η μάνα μ’ έλεγε ότι τη νύχτα που δούλευαν
στους αργαλειούς, πήγαιναν αυτοί οι
καλικάντζαροι κι έλεγαν: «Νύχτα
μιγάλ’ κουκιά μη γκαθαρίζιτι».
Πηνελόπη Γκάρα (1922-2008), σύζυγος
του Θαοχάρη Συντριβάνη. Η γνωστή ως
Πηλινιώ.
"Να 'σαν τα νιάτα...".
Το ζεύγος Θεοχάρη και Πηνελόπης Συντριβάνη
Το σπιτικό του Θεοχάρη Συντριβάνη στην Κάτω Σκοτίνα
Το Κάστρο (στο βάθος) παρμένο από τα
"Συντριβανάτκα".
Το σπίτι του Αποστόλη Συντριβάνη του Θεοχάρη.
Η φωτογραφία είναι παρμένη από το σπίτι
(μπαλκόνι) του Βασίλη Συντριβάνη του Θεοχάρη.
Καλοκαίρι του 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου