Οι συνεντεύξεις που παίρνω από
τους συμπατριώτες μου είναι άκρως αυθεντικές κι εγώ καταγράφω όπως τις λένε οι
άνθρωποι. Αν οι νεότεροι δυσκολεύονται να καταλάβουν τη ντοπιολαλιά, μπορούν να
καταφύγουν στη μετάφραση που αποδίδω στο κείμενο*.
----------
* Η ομορφιά του γλωσσικού ιδιώματος χάνεται,
καθώς η γλώσσα κακοποιείται από εκείνους
που πάνε να μιμηθούν την ομιλία των χωρικών. Τάχα διορθώνουν. Όμως, χωρίς να το καταλαβαίνουν, νοθεύουν κάθε είδος ντοπιολαλιάς.
Αφήγηση:
Όλγα Γερομιχαλού-Μήτσιου
Το καλοκαίρι του
1994 γίνεται κουβέντα με την Όλγα Γερομιχαλού-Μήτσιου (Καραμπίνινα)* στο σπίτι
της στην Κάτω Σκοτίνα. Τα θέματα είναι ποικίλα και ταξινομούνται σε κατηγορίες. Μια απ’ αυτές αναφέρεται
σε μερικά στοιχεία που σχετίζονται με το νοικοκυριό (Άνω Σκοτίνα). Σε κάθε
περίπτωση καταγράφεται η ντοπιολαλιά και στη συνέχεια η απόδοση στην κοινή
γλώσσα.
Στη φωτογραφία η Όλγα (1930-2008).
----------
Στη φωτογραφία η Όλγα (1930-2008).
----------
* Για το «Καραμπίνας», ο Βαγγέλης Γερομιχαλός
μου εξηγεί ότι πρόκειται για παρατσούκλι
του Χρήστου Γερομιχαλού «που του 'φκιαξαν οι Σκοτινιώτες επειδή διατηρούσε
καραμπίνα 2, 5 μέτρων».
1. Κουταλοθήκη
ΙΔΙΩΜΑ. Ικεί μέσα, Γιάν', δεν ήταν
γκουζίνα μικρή. Ήταν μακριναρίκ'. Όσου πχιάν' του σπίτ' ούλου απού κείια
απόμεινάμι μέσα είχαμι ένα αμπάρ' μιγάλου. Μέσα του 'χαμι αλεύρ'. Είχι μια
σκαμναριά έτσ' ι πατέρας ώς κάτ' μι τέτοια χουντρά σανίδια καστανίσια. Να έχς
τα κατσαρόλια σ', τα ταψιά ψλά, τα υπάρχουντα ούλα. Τα φλιτζάνια τα 'βανάμι μι
βιλόνις. Όλα μι σειρά, μι σειρά κριμαζμένα. Καφέμπρικα κι φλιτζάνια τα 'χαμι
κριμαζμένα. Είχαν κι μια κάσα φκιαζμέν' κι έβαναν μέσα κουτάλια, έβαναν τα
ιπίσημα. Έφκιαναν μια κουταλουθήκ' έτσ' μι σανίδ', απού δω στινή κι απού πίσου
φαρδιά. Κι έτσ' σταματούσι του κουτάλ'. Αν ν' έφτασις δε γξέρου.
-Σαν ντουλαπάκι;
-Όχ, όχ. Έτσ', έτσ' γένουνταν. Απού
δω στινό κι απού μέσα ήταν φαρδύ, ώστι απού δω να του βάντζ έτσ' κι απού μέσα
να σταματάει. Όμουρφα να στέκιτι. Κουταλουθήκ'. Μι ν' αράδα τα πιρόνια, τα
κουταλάκια κι ούλα. Κι άμα έβγαζις του δίσκου να κιρά 'ις τουν άνθρουπου,
έβγαζις τ' λίμπα ουδέτσ', ουμά του γλυκό.
-Ποια;
-Λίμπα ν' ήλιγαν. Γυάλινη. Λίμπα
κιντμέν' κι μι του καπάκ'. Πώς έχς ένα σερβίτς, ρε πιδί μ'. Στέκουνταν ουραία
κι παναθέ καπάκ'. Κι τα κουταλάκια τα 'χεις καθαρά στη μπάντα. Η δίσκους
στρουμένους, κιντμένους, καθαρά ούλα. Κι δυο κούπις καθαρές για νιρό. Έβγανις
να κιρά 'ις. Έπιρνι του καθαρό του κουτάλ'
απού' κεί. Έπιρνι μαναχός τ' του γλυκό που ήθιλι κι του κουταλάκ' το
'βανι σ' ν' άλλ' γκούπα. Απ' τη μια
ήπινι του νιρό κι σ' ν' άλλ' έβανι του κουτάλ' του άπλιτου. Έτσ' γίνουνταν αυτή η δλειά, απ' λες. Δε ντο
'βανις ισύ στου πιατάκ', όπους του βάν' τώρα.
ΚΟΙΝΗ. Μέσα στο σπίτι αυτό, Γιάννη, η κουζίνα δεν ήταν μικρή. Ήταν ένας μακρύς
χώρος. Να φανταστείς, όσο πιάνει όλο
αυτό το σπίτι που μένω τώρα (στη Βασίλα). Πλάι μας υπήρχε ένα αμπάρι μεγάλο. Το είχαμε γεμάτο από
αλεύρι. Ο πατέρας μου είχε φτιάξει μια σκαμναριά, δηλαδή μια σειρά από σανίδια
καρφωμένα στον τοίχο. Χοντρά σανίδια, από καστανιά. Να τακτοποιείς εκεί τις
κατσαρόλες σου, να βάζεις επάνω τα ταψιά, τα απαραίτητα όλα. Τα φλιτζάνια τα
στηρίζαμε σε καρφάκια. Όλα με τη σειρά, με τη σειρά κρεμασμένα. Μπρίκια του
καφέ και φλιτζάνια, κανονικά κρεμασμένα. Είχαν φτιάξει και μια κάσα, κατάλληλη
για τα κουτάλια. Φυλάγανε εκεί τα επίσημα είδη μαγειρικής. Κατασκεύαζαν έτσι μια
κουταλοθήκη με σανίδι, από την μπροστινή πλευρά στενή και από την πίσω πλευρά
φαρδιά. Κατά τρόπο που να σταματάει καλά το κουτάλι. Δεν ξέρω αν την πρόλαβες
να τη δεις.
-Σαν ντουλαπάκι;
-Όχι, όχι. Διαφορετικά την κατασκεύαζαν. Από τούτη
την πλευρά ήταν στενή, στη μέση φαρδιά, ώστε να βάνεις το κουτάλι έτσι και από
μέσα να σταματάει. Να στηρίζεται όμορφα. Αυτή ήταν η κουταλοθήκη. Με τη σειρά
τα πιρούνια, τα κουταλάκια, όλα. Και όταν έβγαζες το δίσκο για κέρασμα στους
ανθρώπους, έβγαζες το γλυκό, έτσι, ωμά με το ειδικό γυάλινο δοχείο, τη λίμπα.
-Ποια;
-Λίμπα τη λέγανε. Γυάλινη. Λίμπα κεντημένη και με
το καπάκι μαζί. Πώς έχεις, ρε παιδί μου, ένα σερβίτσιο; Στεκότανε ωραία και
καπάκι από πάνω. Και τα κουταλάκια τα κρατούσες στην άκρη καθαρά. Ο δίσκος στρωμένος,
κεντημένος, όλα καθαρά, παστρικά. Και δυο κούπες καθαρές για νερό. Έβγαζες έτσι
το δίσκο για να κεράσεις τον επισκέπτη. Αυτός έπαιρνε το καθαρό κουτάλι από την
άκρη. Μονάχος του φρόντιζε να πάρει το γλυκό που επιθυμούσε και κατόπιν το
κουτάλι το τοποθετούσε στην άλλη κούπα. Από τη μια κούπα έπινε το νερό και στην
άλλη κούπα τοποθετούσε το άπλυτο κουτάλι. Έτσι γίνονταν αυτή η δουλειά, που
λες. Δεν έβαζες το κουτάλι στο πιατάκι, όπως γίνεται σήμερα.
Το σπίτι του αντρόγυνου Τάκη και Όλγας Μήτσιου. Στη βεράντα που φαίνεται έγινε η συνέντευξη με την Όλγα.
2. Λανάρι
ΙΔΙΩΜΑ. Τα μαλλιά τα λανάρζαμι, τα έγνιθάμι, τα λανάρζαμι.
Δεν ήταν μηχανές ιτότι. Τα ‘φκιανάμι στα χέρια, μι τα λανάρια. Λανάρις. Είχαμι
ένα που κάτ’ του κούτσουρου κι τ’ άλλου,
γραπ-γραπ π’ τα λανάρια κι τα ‘φκιανάμι μια μπάλα. ΄Υστιρα τα ‘βανάμι σ’ τσικρίκις*
κι έγνιθάμι. Του βράδ’ έγνιθα ιγώ, ού…κι τηρ μέρα ύφηνα. Μισάλια,
τραπιζουμάντιλα, δεν έπιρνάμι τέτοια. ΄Εφκιανάμι. ΄Επιρνάμι στήμα, ‘π’ αυτό π’
φκιάν’ κηριά κι έπιρνάμι διάφουρα παρδαλά, τσιλέδις κι έβαζις τα παρδαλούδια
όπους ήθιλις. ΄Επλικις ταντέλις γύρου γύρου, έβανις δυο φύλλα, έβανις ταντέλα
μέσ’ στ’ μέσ’, έβανις ταντέλα γύρου γύρου. ΄Εχου. ΄Εχου. Κι είχις άλλου για τς
‘πίσημις, άλλου για τζ γιουρτές, άλλου για τα πνακουτά. Στα πνακουτά ουραία για
τα ψουμιά. ΄Ηταν νοικουκυραίοι, σι λέου.
ΚΟΙΝΗ. Τα μαλλιά τα
λαναρίζαμε. Τα γνέθαμε, τα λαναρίζαμε. Τότε δεν υπήρχαν μηχανές. Τα φτιάναμε
στα χέρια, στα λανάρια. Είχαμε μεγάλες λανάρες. Ένα λανάρι κάτω από το
κούτσουρο και το άλλο, γραπ-γραπ με τα λανάρια και κατασκευάζαμε μια μπάλα. Στη
συνέχεια τα χρησιμοποιούσαμε τσικρίκες για το γνέσιμο. Το βράδυ έγνιθα εγώ,
ούουου...και τη μέρα ύφαινα. Έφτιαχνα πετσέτες, τραπεζομάντιλα. Δεν αγοράζαμε
τέτοια είδη. Τα κάναμε εμείς. Αγοράζαμε στημόνι, από αυτό που κατασκευάζουν
κεριά. Αγοράζαμε επίσης διάφορα έγχρωμα, ζελέδες και κανόνιζες τα χρώματα, όπως
επιθυμούσες. Έπλεκες γύρω-γύρω δαντέλες, έβαζες δυο φύλλα, έβαζες δαντέλα στο
μέσο του σώματος, έβαζες δαντέλα γύρω-γύρω. Έχω ακόμα εγώ. Έχω για ενθύμιο. Και
διέθετες άλλο για τις επίσημες μέρες, άλλο για τις γιορτές, άλλο για τα
πινακωτά. Βάζαμε ωραία πράματα για τα ψωμιά. Σου λέω, ήταν άνθρωποι
νοικοκυραίοι.
----------
* τσικρίκα
(η), το τσικρίκι, ξύλινο
χειροκίνητο κλωστήριο, λακάτη, τ. cikrik (Ευάγ. Αθ.
Μπόγκας, Ηπειρ. Ιδιώματα), μτφ.
γρηγοράδα, ταχύτητα, τρέξιμο, "δε ντου φτάντζ του Νάσιου. Πααίν'
τσικρίκα" (δηλ. τρέχει πολύ),
Στη φωτογραφία ο Τάκης Μήτσιος, σύζυγος της Όλγας, στο χορό με την παρέα του (4ος). Ο γάμος έγινε το 1950. Επιπλέον η Όλγα αποκαλύπτει:
"Ζ Ντήμ’ ν’ αυλή γινόταν γενικός χορός (στην αυλή του Δήμου στήνονταν μεγάλος χορός). Ικεί, πώς παίρν' τ' νύφ' μπρουστά κι του γαμπρό πίσου, ι Τάκης δε μπάηνι του συρτό (δεν τα κατάφερνε στον συρτό χορό). Πιρπατούσι, του μπατούσα. Ικείνα τα χρόνια του μπαρακοιτούσις του χουρό (Έδινες σημασία στο χορό). Γι’ αυτό ι πατέραζ μ' σήκουνι μύτις στου χουρό. Του ταχιά θα χουρνούσι (ο πατέρας μου ένιωθε περηφάνεια στο χορό. Αν ο γαμπρός δε χόρευε καλά, την επομένη θα τον χώριζε)".
Ο πατέρας της Όλγας Χρήστος Γερομιχαλός -"Καραμπίνας"-
(1890-1976). Η μητέρα της Ουρανία κατάγονταν από Πούρλια.