Η Κατή είναι οροπέδιο νδ της
Άνω Σκοτίνας, το «διεθνές» λεγόμενο, όπου συναντιούνται τα σύνορα των χωριών
Σκοτίνας, Καλλιπεύκης, Κρανιάς, Παντελεήμονα, Πούρλιας, Αιγάνης. Η τοποθεσία πήρε το όνομα από τον Τούρκο κατή-δικαστή (καδής ή κατής). Δίκαζε τις υποθέσεις των κατοίκων των πλαϊνών χωριών. Λένε, πως ο Κατής πέθανε στη βρύση της περιοχής, η οποία πήρε το όνομα «Κατή». «Έσκυψι να πχει νιρό κι πέθανι».
Θυμάμαι την Κατή από τα παιδικά
μου χρόνια. Φύλαγα τα γίδια στα μέρη Κουμάσια, Μαγκούρια, Γιαβάνο, Κατή,
Στρογκλή, Χούχλο κλπ. Στα σημερινά χρόνια πληροφορίες έχω από τους συμπατριώτες
μου Σκοτινιώτες. Για την συστηματική ενασχόληση με την Κατή με βοηθούν οι ακόλουθες πηγές:
1. Βασίλης Τζιώλης
Τον γνώρισα ως ψάλτη και
λαογράφο στον Πλαταμώνα. Για την Κατή ο αείμνηστος (ϯ 2016) Βασίλης σημειώνει: «Η
τοποθεσία βρίσκεται σ' ένα πλατώ, σ' ένα μικρό οροπέδιο στο ψηλότερο μέρος του
Κάτω Ολύμπου. Το οροπέδιο και οι γύρω πλαγιές δεν έχουν δένδρα παρά μόνο χόρτο
και φτέρη. Περικλείεται όμως από τις ψηλότερες κορυφές του κάτω Ολύμπου και
είναι κατάφυτες από οξιές, πεύκα και έλατα, ενώ μια πηγή χαρίζει το κρύο και
πεντακάθαρο νερό της. Εκεί κοντά στου Κατή βρισκόταν άλλοτε η Παλιόχωρα*. Σ'
αυτή τη γραφική τοποθεσία οδηγούν δρόμοι, απ' όλα τα γύρω χωριά, Παντελεήμονα,
Σκοτίνα, Καρυά, Καλλιπεύκη, Κρανιά, Αιγάνη, Πούρλια και ως εδώ έφταναν τα
σύνορα αυτών των χωριών. Επίσης στο πέρασμα αυτό συναντιούνται η Μακεδονία με
τη Θεσσαλία. Εκεί στου Κατή γινόταν η μεγάλη ζωοπανήγυρη και εμποροπανήγυρη δυο
και τρεις φορές κατά το καλοκαίρι. Το πανηγύρι στου Κατή δεν είχε μόνο εμπορικό
χαρακτήρα, ούτε ήταν μια απλή προσωρινή διασκέδαση. Δημιουργούσε στενούς
δεσμούς ανάμεσα στα χωριά,** γίνονταν
συνοικέσια, γέμιζε τη ζωή των κατοίκων του κάτω Ολύμπου. Εκεί ζωντάνευε ο πόθος
και η ελπίδα για τη λευτεριά στα χρόνια της σκλαβιάς».
----------
* «χωριό κοντά στον Κατή. Ήταν μεγάλο χωριό,
αλλ’ αναγκάστηκαν οι κάτοικοι να το εγκαταλείψουν από κάποια επιδημία. Λίγοι
απ' αυτούς πήγαν στον Παντελεήμονα. Οι άλλοι κατέβηκαν δυο χιλιόμετρα πάνω από
τους σημερινούς Πόρους κι έκτισαν καινούριο χωριό, το Παλιοχώρι. Κι αυτό όμως
ερημώθηκε αργότερα» (Βασίλης Τζιώλης («άγιος Παντελεήμων και Πλαταμών Ολύμπου,
1983»).
** Η επικοινωνία των διπλανών χωριών στην Κατή
μου φέρνει στο νου όχι μόνο την Κατή, αλλά και την τοποθεσία Πρότση (χαμηλότερα
της Κατής). Θυμάμαι το 1946 τσοπανόπουλα των δυο χωριών Παντελεήμονα και
Σκοτίνας κάναμε παρέα την ώρα του στάλου (τα γίδια σταλνούσαν στη δροσερή πηγή
Πρότση). Εμείς παίζαμε και κατόπιν το ρίχναμε στην πάλη.
2. Αναμνήσεις από τον Εμφύλιο
Α. Θανάσης Καλιαμπός του Διονύση. Έζησε
από κοντά την Κατή στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο. Βοσκούσε τα πόβατα όπως και άλλοι βοσκοί από τα γύρω χωριά. Σε σχετική κουβέντα (καλοκαίρι 2001) τονίζει: «Ζ’
γΚατή το 1956 είχα βρει 5 κόκκαλα μεγάλα, τα οποία, όπως με ομολόγησε εμένα ο
Γαλάνης (από άγιο Παντελεήμονα),
ήταν του Εμφυλίου. Μια ομάδα έφυγε απ’ τη Λεφτοκαρυά για τις τελευταίες
εκκαθαρίσεις. Το ’49 πρέπ’ να ήταν αυτή η υπόθεση. Μερικά, από τα κεφάλια ήταν
χτυπημένα με ξιφολόγχες». Σημείωση: στην εμπόλεμη κατάσταση ο
λογχισμός ήταν σύνηθες φαινόμενο. Ο Δ. Καραμήτσος στο
βιβλίο «ιστορία της νεότερης Ελλάδας, τ. α’ (1897-1941) υπογραμμίζει: «…τα
δυστυχή θύματα δεν είχον σφαγεί αμέσως, αλλά εθανατούντο δια λογχισμών» (σελ
104) «…του έβγαλαν με ξιφολόγχη τα μάτια» (σελ. 195).
Β. Λευκοθέα Καρκαφίρη (1932-2013), σύζυγος του
Νικολάου Κοκράνη. Σε σχετική συνέντευξη (27.7.1982) μου είπε ότι στην Κατή ανέβαιναν γυναίκες από την Άνω
Σκοτίνα
και μάζευαν χόρτα. «Ιτότι
στ' ανταρτικό πηγινάμι ζ γΚατή (στην Κατή) κι μάζιβάμι σαλέπ' (σαν κουκουσίτσις). Σαλέπ'
είνι ένα λουλούδ' ωραίου, μοβ. Πήγινάμι, μάζιβάμι ι Γιώρς τ' παπά, ι Γιώρς τς
Μαρίας τς Τράντινας τς Καραλούς, ι Δημητράκς τ' παπά. Θυμάμι μια μέρα, ήταν
Ιούνιος. Μόλις παρουσιάζουμέστι ικεί, βρίσκουμι ένα πιδί Ζιργιουτούλ' (από Καλλιπεύκη-Νεζερό) κι μας λέει: «Πού ήρθιτι, μωρέ! Ρε, τχιά Λιόλινα (μάνα μου), πού ήρθιτι»; «Να
φύγουμι, λέ' ι Νικόλας ι αδιρφόζ μ’. Πάμι να φύγουμι. Θα μας πάρν' οι αντάρτις»
(θα μας συλλάβουν).
Κάνουμι του γκατήφουρου ιμείς. Να δυο αντάρτις. Ένας απ’ του
Παντιλέμηνου κι ι άλλους απ' τη Ραψιάν'. «Τχιά Λιόλινα, λέει, δεν έμαθέτι ότι
πήραμι τους καλύτιρους; Απ' Γκαρυά τους βγάλαμι τα άντιρα όξου. Απ' του Νιζιρό
τους καλύτιρους. Ισείς έρχισέστι, ιδώ ζ Γκατή (στην Κατή) κι
μαζέβιτι σαλέπ! Φύγιτι».
Γ. Ιωάννης Νικολός. Βοσκός στον Εμφύλιο, ύστερα
χωροφύλακας. Στην Χωροφυλακή έγραφε σημειώσεις. Για την Περιοχή «Κατή» ο
Γιάννης σημειώνει:
«1946 καλοκαίρι. Στην Κατή πολύ ωραία
πρασινάδα κι αέρας καθαρός. Έβοσκα τα γίδια επάνω στ’ ανήλιο, στο ρέμα απ’ τα
Μαγγούρια μέχρι Στρογγλή και Κατή. Οι αντάρτες κάνανε την πρώτη εμφάνιση πάνω
από το Χούχλο που δουλεύανε οι Καταφυγιώτες λατόμοι. Παρουσιάστηκαν 5-6
αντάρτες και τους πήραν όλο το ψωμί και ό,τι άλλα τρόφιμα είχαν. Είχε πολλές
οστριές και ίταμους και τρώγανε τα γίδια. Άκουσα μια φωνή χωρίς να παρουσιαστεί
μπροστά μου το άτομο αυτό: «Γιάννη, Γιάννη, να μην ξανάλθεις εδώ επάνω. Θα σε
σφάξουμε εσένα και τα γίδια μαζί».
Εμένα,
χαρακτηριστικά, με πίεζε (από αγάπη) λέγοντας: «Γιάννη, άσε τα γίδια και πάνε να μάθεις
γράμματα».
Η λίμνη Κατή. Στη φωτογραφία ο Δημήτρης Ρουκάς, Ασχολήθηκε επιμελώς με την περιοχή του Κατή (θα γίνει εκτενής λόγος στην επόμενη ανάρτηση (δεύτερο μέρος).