Ο Κώστας Βαστάζος από τα Φωτεινά μιλάει για
την Κατοχή. Η συνέντευξη έγινε το Φθινόπωρο του 1985. Αναφέρεται στην εμφάνιση
και δράση των Γερμανών στη Μόρνα κι εγώ καταχωρώ δυο θέματα: α) το Χρώμιο
(εκμετάλλευση) και β) τα θύματα του χωριού.
1. Χρώμιο
Στη Μόρνα επάνω, προς το
Λιβάδι υπήρχε μεταλλείο, οι Γερμανοί βγάζανε χρώμιο. Κοντά σε μας*. Εκεί κοντά
έχουν οι Παπανικολαίοι χωράφια. Χρώμιο είναι το μέταλλο που βγαίνει σίδηρο. Απ’
το 1937 νομίζω ήταν εκείνο εκεί. Και το χρώμιο το κουβαλούσαν με τα μπλάρια, στη μπλάτ’ από κει γιατί (για μια περίοδο) δεν ήταν αυτοκινητόδρομος και το κατεβάζαν
κάτω και το φορτώνανε οι Γερμανοί (σε αυτοκίνητα που ήταν στη βρύση πέρα). Οι Γερμανοί είχαν κάνει παράγκες κάτω στο Εργοστάσιο**.
Έβλεπες χωριό με λυόμενα σπίτια, παράγκες. Και για το μεταλλείο μάζευαν όλα τα
χωριά για αγγαρεία. Αϊ-Δημήτρη, Καρυές, Λόφο, Μηλιά, Ρητίνη, Ελατοχώρι. Μάσαν (μαζέψανε) καταστάσεις κι μι τς καταστάσεις έρχονταν
και φεύγαν. Εμείς ανήκαμε στη Μηλιά. Επικεφαλής του χωριού ήταν ο Αναστάσιος
Πίτσιας. Ζούσι ο παπά Χρήστος.
Ο Γερμανοί φόρτωναν με αυτοκίνητα το χρώμιο και πήγαιναν δεν ξέρω
πού και το επεξεργάζονταν. (Πάντως από τα
Μεταλλεία ξεκίναγαν δυο δρόμοι, ο ένας προς τον Άγιο Δημήτριο και ο άλλος προς
Μόρνα). Το
χρώμιο το φορτώναν στ' αυτοκίνητα κι από' κει στα τρένα, τα βαγόνια. Στη Μπάρα,
μέσ' στο ανήλιο, κοντά στο μεταλλείο εκεί πήγινε ο δρόμος. Μ’ έβαλαν και μένα αγγαρεία.
-Ποιος έγραφε τα ονόματα των εργατών;
-Είχαμε έναν αστυνόμο, που δεν τον
θυμάμαι. Αυτός έβγαζε γκατάσταση (την
κατάσταση).
Εντωμεταξύ έχανε τον διερμηνέα και ό, τι θέλαμε λέγαμε.
-Πόσο χρόνο κράτησε αυτή η δουλειά. Σας
πλήρωναν;
-Κι αυτό κράτησε ένα, δυο χρόνια.
Πλέρουμα τίπουτα. Μας δίναν καμιά φορά καμιά φάβα ...κι ένα τεταρτάκ΄ βρύζινο
ψωμί. Ένα
διάστημα τελευταία μας δίνανε 48 δραχμές το μήνα. Ήταν εργάτες εκεί στο
μεταλλείο. Εγώ δούλευα δυο βδομάδες με τους Γερμανούς και μια βδομάδα καθόμουνα
στο σπίτι. Πήγινα
και για τον πατέρα μ' μια βδομάδα και για τον εαυτό μ' μια βδομάδα. Δούλευα κάτω στο εργοστάσιο,
εκεί που ήταν οι παράγκες. Εγώ ήμουνα μικρός και έκανα δουλειές κουζίνας.
Καθάριζα κρεμμύδια, πατάτες κλπ.
----------
*
είναι η βουνοκορφή «Καραγιάννης» όπου συνορεύουν τα χωριά Μόρνα, Αϊ-Δημήτρης,
Λιβάδι. Είναι ακριβώς πάνω από τη Μπάρα. Κρυονέρι λέγεται η τοποθεσία του
Μεταλλείου.
Σημείωση: Για το χρώμιο ο Μέλιος Πίτσιας στο βιβλίο του (μυθιστόρημα) που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο "το τελευταίο δείπνο στη Μύρνα", υπογραμμίζει: "τα πλοκάμια του δάσους το έιχαν εξαφανίσει. Οι ξένοι όμως το βρήκαν και κατάλαβαν αμέσως τι πλούτος κρυβόταν μέσα στις ετοιμόρροπες στοές του. Αγγάρεψαν τότε άντρες από μακρινά χωριά, τους όπλισαν με αξίνες και μασούρια δυναμίτη, τους έβαλαν ένα ηλεκτρικό μάτι στο μέτωπο και τους διέταξαν να τρυπώσουν στις στοές. Τους πήραν αμέσως το ροδοκόκκινο χρώμα και τους έδωσαν το μαύρο, το χρώμα των σκλάβων. Το χρώμιο το μετέφεραν στη Μύρνα και μετά το κατέβαζαν στον κάμπο με βαριά καμιόνια. Τα υπόλοιπα ήταν υπόθεση του τραίνου που αναλάμβανε να τα μεταφέρει στην κοιλάδα του Ρουρ" (σελίδα 371), ομόσπονδο κρατίδιο στη βόρεια Γερμανία).
**
πρόκειται για το εργοστάσιο ξυλείας Σκοτεινών (βλέπε ιστοσελίδα: kaliampos-ioannis-skotina.blogspot.com, ανάρτηση 30.8.15).
Σημείωση: "1943: ένας δήμαρχος, 34 Α¨ι-Δημητριανοί και 5 Λειβαδιώτες: θύματα ποίων;" Έίναι ο τίτλος δημοσιεύματος του Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα στο Ολύμπιο Βήμα της 29.2.16.
2. θύματα
Αφού κίντζαν οι Γιρμανοί προς τα
κάτ', είδαν τα γιλάδια κι τ' άβαλαν (πυροβόλησαν). Σκότωσαν δυο. Οι αντάρτις ήταν κρυμμέν' (στις 18.2.43 οι Γερμανοί συλλάβανε ομήρους
της Μόρνας). Το 1943 σκοτώθηκε ο π.
Χρήστος Τσολάκης, στις 17 Δεκεμβρίου*. Τότε μπερδεύτηκαν τα πράματα, σα γιάφκα
δημιουργήθηκε και σκότωσαν εννέα άτομα. Πρώτα-πρώτα ένας νεαρός τ’ Τσιατσιά, αν
θυμάσαι ντ’ Τσιατσιά. Το μικρότερο παιδί τ’ Τσιατσιάς το λέγαν Αριστοτέλη. Στο
μέρος το δικό μας, από πάνω, στο μπαξέ, εκεί τον θέρσαν. Βάλαν απέναντι απ’ το
χωριό. Στήσαν ενέδρα και τους παρακολουθούσαν. Οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους
αντάρτες, τους φέραν εδώ απ’ τα Γρεβενά. Πήραν τον κατήφορο κυνηγώντας τς
αντάρτες. Σκοτώθηκε και ένας λοχαγός του ελληνικού στρατού, Νιφολακάτσος
λεγόταν. Αυτός θερίστηκε απάν από το σπίτι μου σε κείνους τους κήπους. Πώς
έκανε να φύγει, να πιάσει το ρεματάκι και να φύγει απάν, τον θέρισαν εκεί.
Αντάρτης του δημοκρατικού στρατού. Ήταν λοχαγός και τον θέρισαν από
απέναντι.
Εκείν’
τη μέρα σκοτώσαν τρεις γυναίκες, μια είναι αυτή του Μήτρου Σκούμπα, που λέμε, ν’
Ελέν’, αν τ’ θυμάσαι, που ν’ έχ’ ι Τάκς ι Κακάρας, η μάνα τς τη μπήραν και τη
σκότωσαν απ’ ν’ απέναντι μεριά, στη βρύσ’. Τζ γυναίκες τς έσφαξαν. Ι Γιάντζ τς
Λυμπία (της
Ολυμπίας) σκοτώθκι
από ριπές, από ριπές μέσα στο σπίτ’. Τς θέρσαν από πέρα**. Ήταν η θεια Όλγα, η
Ολυμπία τ’ Τσιρίμπαση κι η νύφ’ ντ Γιαννάκ’. Σκοτώθκαν εκεί στο γκιφύρ’ (γεφύρι). Αυτό έγινε εκείν’ τ’ μέρα
που σκότωσαν τον παπά. Κάψανε και σπίτια***.
-Οι
Γερμανοί ήρθαν με αυτοκίνητα;
-Με
τα πόδια, απ’ το προσήλιο μεριά, απ’ τς Καρυές. Άλλ’ φορά μας βάλαν απ’ τον
Άγιο Δημήτρη, απ’ το Μπούρνο (κοντά στα μεταλλεία). Μας βάλαν με τα πυροβόλα κι μας τάραξαν.
----------.
*Κάποια κυρία είχε ένα αγόρι, του φόρεσε
φουστάνι, να το παρουσιάσει σαν κορίτσι, να το γλιτώσει από τους Γερμανούς.
Κάποιος αντιλήφθηκε ότι ήταν αγόρι και λέει «μα μας κοροϊδεύετε;» και μάλιστα
έλεγε «παπά κορίτσι, παπά κορίτσι». Και το θεώρησαν ότι κοροϊδεύει. Και έτσι,
πάνω σ’ αυτό το θέμα γύρισε ένας και τον σκότωσε. Μπροστά ζ μπόρτα. Την ίδια
μέρα που έγινε όλη η σφαγή» (Ελένη
Βαστάζου-Στέφου).
** ο
όρος «από πέρα» δηλώνει την περιοχή που βρίσκεται πέρα από το ποτάμι, απέναντι
από το χωριό της Μόρνας. Εκεί βρίσκεται και η δροσερή βρύση από όπου οι
Μορνιώτισσες κοπέλες με «φτσέλες» κουβαλούσανε νερό.
Σημειώσεις: 1. "Η καλύτερη στιγμή ήταν η ώρα του δειλινού που σχολούσα από τη δουλειά μου. Μάζευα τα εργαλεία, έριχνα δυο χούφτες νερό στο πρόσωπο και χτένιζαν τη μπόλικα, γιατί σε λίγο θα περνούσε το Βγενάκι που ήταν στα δεκατέσσερα και κάθε μέρα, την ίδια ώρα περνούσε για τη βρύση" (Μέλιος Πίτσιας, στο μυθιστόρημα "το τελευταίο δείπνο στη Μύρνα", σελίδα 17).
2. Προσωπική εμπειρία: Αρχές του 1950. Στεκόμουνα στο Χροστάσι της Μόρνας έχοντας συντροφιά το νεαρό δάςκαλο του χωριού. Ακουμπούςα στον πλοκό του Κακάρα. Μου λέει: Γιάννη, ξέρεις καμιά καλή κοπέλα για καλό σκοπό;
-Περίμενε. Πριν πέσει ο ήλιος θα περάσει η πανέμορφη Στέλλα. Θα της μιλήσω εγώ κι εσύ αποφασίζεις. Έτσι και έγινε. Περνώντας η κοπέλα φωνάζω εγώ: "Γειά σου, Στέλλα, πώς πάει"; "Καλά, Γιάνν´, πααίνου απού Πέρα για νιρό. Ιςύ τι Κάντζ; Θα πααίντζ ζ Γκατιρίν;".
-Λοιπόν, φίλε;
-Τελειώσαμε!
*** με τον Κώτσιο είχαμε την στιχομυθία που ακολουθεί:
-Ποια
σπίτια κάηκαν.
-Του
Γιώργου του Βαστάζου, του Κώστα του Φώτ’, του Γιώργου του Αδάμου, τ’ Καλιακού,
τ’ Μήτρ’ τ Σκούμπα, τ’ Μέλιου τ’ Πίτσια, τ’ Κατανά του Λάζου, του Μακρή
Παπανικολάου, του Βαϊτσόπουλου του Αστέριου, του Γιργούλα του Μυρωτή, του
Παλιαρούτα τ’ Κώτσιου, Τσιρίμπαση. Τα
‘βαλαν φουτιά οι γιρμανοί. Πήγαν ικεί κι τα ‘βαλαν φουτιά.
-Με τι τα ‘βαλαν φωτιά.
-Μι
πιτρέλαια, μι ξύλα, δαντιά. Όλα τα ξύλα είχαν δαδί τότε. Φουτιά το δαδί.
Ιμείς
ήμασταν στα βουνά κρυμμέν’ κι καίγουνταν τα σπίτια.
-Και κάηκαν εξολοκλήρου;
-Μωρέ, δε βρήκαμι τίπουτα, πιδούλι μ’.
Καίγονταν επί ένα μήνα τα στάρια, τα φασόλια, τα καλαμπόκια. Επί ένα μήνα
γινόταν ταφές
-Ποιανού
ήταν το κορίτσι;
Τ’
Πίτσια. Αγόρι. Κατιρίνα η μάνα τ’ κι η πατέρας τ’ Νίκους. Το αγόρ’ το
λέγαν Κώστα. Του σκότουσαν απού πάν’ από το σπίτι μας του Βασταζάτκου. Ιμείς
ήμασταν κρυμμέν’ στα βνα.
-Με
πιστολιά ή με ντουφέκι.
-Με τον υποκόπανου
απ’ του τφέκ’. Το κορίτσι του Γάκη σκοτώθηκε στο Κτίριο (Το Κτίριο ήταν ένα κτίσμα, μένανε οι οικογένειες των υπαλλήλων του Δασαρχείου. Κτίστηκε μεταξύ 1938-39. Μαζί με το εργοστάσιο. Και
σήμερα έχει την ίδια μορφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου