Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Εμφύλιος: Ελένη Καλιαμπού-Μπακάλη


 
ΜΑΥΡΗ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ‘48

      Η Ελένη Καλιαμπού-Μπακάλη (ξαδερφούλα μου) μιλάει για τις μαύρες μέρες του Εμφυλίου. Θυμάται τα «πάθη» που διαδραματίστηκαν  στις παραμονές του Πάσχα του 1948. Η συζήτηση γίνεται στο σπίτι της στη Λεπτοκαρυά (6 Ιουλίου 1982):


ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Ήταν άνοιξη, καρτιρούσαμι παραμονές Πάσχα. Μόλις έφτασι ικεί ι πατέρας, πέρα σ’ τς ιλιές, λέει στ’ μάνα μ’:
                  -Αύριου θα φύγου, Χρυσούλα.
                  -Καλά θα φύγς. Απόψι αν σας πάρν; Τώρα πού να σας κρύψουμι;
                  Του μπατέρα του γκρύψαμι ικεί ζ ντ Γιρμπχαλού τα μιλίσσια. Απού κάτ’ τς Αρακλήνινας τς ιλιές. Σι πατλιά. Ικείνις οι ζινιλιές που έχν πουλλά λουλούδια, καν’ σα γκαλύβις. Κι έτρουγαν κι τα μιλίσσια τα λουλουδάκια ικείνα. Η μάνα μ’ κι ’γω τουν λέμι:
                  -Φύγι, να μη σι πάρουν, πατέρα. Κάνι αυτούϊα σιακάτ’.
                  -Θά πάου να κρυφτώ, καλά λέτι.
                  Ήταν μούρκια, βράδ’. Μόλις πρόλαβι κι έφυγι ι πατέρας, πάρ’ τις απ’ ντάσκαλη (του δάσκαλου) τς καστανιές οι αντάρτις. Να μη τς ιδούν, δεν ήρθαν απ’ τιδώ του σουκάκ’ ντ Γανουτή, μα  ήρθαν απού κεί πέρα. Κατέφκαν απ’ Μπαναϊά κατιφτείαν, του μπαϊρί. Μόλις κατιβαίν’ ικεί, γλέπουμι καμιά βουλά γιόμσι ι τόπους. Του πιρικύκλουσαν ούλου του σπίτ’. Ανέφκαν ψηλά. Κοιτούσαν στα νταβάνια. 
Είχαμι ζμώσ’ ικείνου του βράδ’. Είχαμι φρέσκου ψουμί. Τα πήραν ούλα. Μι συγχουρείς, τς μάνας τα βρακιά που ‘ταν μαζιμένα στα πανέρια τα σήκουσαν ούλα. Τα ψουμιά μας τα πήραν, ιλιές, λάδια, όλα έρμα. Του μπατέρα δε μπόρσαν να τουν βρούν. Ήλιγαν: «Αφού τώρα, μας είπαν, ιδώ ήταν». «Να, ιδώ ήταν, λέει η μάνα μ’, πού να πάει, δε γξέρου. Θα είντους όξου. * Δε γξέρου». «Είντους ή έφυγι; Δε θα γλιτώσ’ άμα θα ’ρθεί».
                  ‘Υστιρα έφυγαν αυτοί.
Μιτά ακούμι απού κάνα βράδ’, δυό, ι πατέρας έφυγι ζ Γκατιρίν’, μας απαράτσι ‘μάς. Του επαύριου παίρν του μπαπά. Αφού πήραν του μπαπά, ξισκώθκαμι ούλ’ κι έφυγάμι. Είχαμι σκώσ’ τα πράματα τα μισά προυτού ν’ άρθουν οι αντάρτις.
Μιτά, αφού πήραν του μπαπά, α! κουμπούρ’ κι ‘μείς μι τα πόδια, στ’ Λιφτουκαρυά. Ενας, ένας, ούλ’ τραβιούνταν, πήγαν στ’ Λιφτουκαρυά. Ύστιρα πλάκουσι στρατό. Να φυλάγν τ’ Λιφτουκαρυά. Ακούμι απού καμπόσις μέρις, καμιά δικαπινταριά μέρις:
-E, πιδιά, πιδιά -θιός σχουρέστουν του μπαπά Γιάν’  -ιγώ είμι η παπάς απ’ τ’ Σκουτίνα!. . .
Τουν άφσαν οι αντάρτις κι αυτός κατέφκι απ’ του βνο. Φώναζι να μη ντουν σκουτώζν, απόξου που φύλαγαν για τς αντάρτις. Το στρατό. Νύχτα.
Μπροίκα μας, τζ βιλέτζις κ. ά. Τα πήγαμι στου Λτόχουρου μι ζώα. Τα πήγαμι σ’ τς Μαρούκινας του σπίτ’ (μάλλον τ’ αφήσαμι κάναν χρόνουν) κι ύστιρα τα πήγαμι στου Φούντου -τς ήξιραν τς Καλιαμπάδις οι Φουνταίοι, τς είχι φίλ’ ι παππούς ι Καλιαμπός -τα είχαμι ικεί τα μπαούλα, 4 δουχεία λάδ’ κλπ. Αλλιώς θα μας τα ‘πιρναν ούλα. Τς μανιάς τς Καλιαμπίνινας του μπαούλου βρίσκιτι ακόμα ικεί καταή (στο υπόγειο το θκό σας).

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ        Ήταν άνοιξη του 1948. Ακριβώς περιμέναμε τις παραμονές του Πάσχα. (Ο πατέρας μου ήταν κρυμμένος από το φόβο των ανταρτών). Ένα βράδυ εμφανίζεται στις ελιές, απέναντι από το σπίτι και λέει στη μάνα μου:
      -Αύριο θα φύγω, θα εξαφανιστώ, Χρυσούλα.
      -Καλά θα κάνεις, να φύγεις. Αν, όμως, σας συλλάβουν απόψε; Τώρα πού να σας κρύψουμε;
      Τον πατέρα τον κρύψαμε στο σημείο που ο Γερομιχαλός είχε τα μελίσσια. Ακριβώς κάτω από τις ελιές της Ηρακλήνινας (συζύγου του Ηρακλή Δάμπλια). Υπήρχε εκεί καλή κρύπτη από χαμόκλαδα. Υπήρχαν εκείνες οι ζινιλιές με τα λουλούδια τα πολλά. Αυτές έμοιαζαν σαν καλύβες. Και τα μελίσσια τρώγανε από τα λουλούδια εκείνα. Η μάνα μου κι εγώ του λέμε:
      -Φύγε, πατέρα, για να μη σε συλλάβουν. Κρύψου προς τα κει κάτω.
-Έχετε δίκιο. Θα πάω να κρυφτώ.
      Ήταν σούρουπο, βράδυ. Μόλις πρόλαβε και έφυγε ο πατέρας, να, πάρτους μπροστά μας αυτοί. Οι αντάρτες εμφανίστηκαν από τις καστανιές του δάσκαλου.** Για να μη τους πάρουν μυρωδιά αυτοί δεν ακολούθησαν το γνωστό μονοπάτι του Γανωτή, αλλά προτίμησαν να ‘ρθούν από κει πέρα, το περιβόλι του δάσκαλου. Από την Παναϊά κατέβηκαν κατευθείαν στο μπαΐρι του Καλιαμπού. Μόλις φτάσανε εκεί στο μικρό μπαΐρι, διαπιστώσαμε ότι ο τόπος γέμισε από αντάρτες. Περικύκλωσαν όλο το σπίτι. Ανέβηκαν στον επάνω όροφο. Ψάχνανε τα ντουλάπια.
      Εκείνο το βράδυ έτυχε να ζυμώσουμε. Είχαμε φρέσκο ψωμί. Οι αντάρτες μας τα πήραν όλα. Με συγχωρείς, και της μάνας τα βρακιά που ήταν μαζεμένα στο πανέρι, τα ξεσήκωσαν όλα. Μας πήραν τα ψωμιά, μας πήραν τις ελιές. Μας πήραν τα λάδια, δε μας άφησαν τίποτα. Ερημιά παντού. Τον πατέρα δεν κατάφεραν να τον βρουν. Απορούσαν και μας έλεγαν: «Αφού προ ολίγου ήταν εδώ» «Ναι, εδώ ήταν, λέει η μάνα. Πού πήγε τώρα, δεν ξέρω. Μπορεί να βρίσκεται στο καφενείο. Πού να ξέρω!» «Τελικά βρίσκεται στο χωριό ή έφυγε; Αλίμονό του αν έρθει. Δε θα γλιτώσει».
      Ευτυχώς που φύγανε, ύστερα, αυτοί.
      Πέρασε ένα ή δυο βράδια. Μαθαίνουμε ότι ο πατέρας μας είχε φύγει για Κατερίνη. Εμάς μας άφησε στο σπίτι, στη Σκοτίνα. Την επομένη παίρνουν όμηρο τον παπά. Η ενέργεια αυτή έκανε να ξεσηκωθεί όλο το χωριό. Φύγανε όλοι. Εντωμεταξύ, εμείς είχαμε προετοιμαστεί κατάλληλα· ξεσηκώσαμε το μισό νοικοκυριό προτού εμφανιστούν οι αντάρτες.
      Ήταν, λοιπόν, επόμενο, μόλις συλλάβανε τον παπά, να το σκάσουμε κι εμείς με τα πόδια για τη Λεπτοκαρυά. Ένας, ένας όλοι αποτραβιούνταν, πήγαν στη Λεπτοκαρυά. Ύστερα πλάκωσε στρατός. Να φυλάγουν τη Λεπτοκαρυά. Πέρασαν αρκετές μέρες, καμιά δεκαπενταριά μέρες, οπότε ακούστηκαν φωνές:
-Ε, παιδιά, ε παιδιά -θεόσχωρέστον τον παπά Γιάννη- εγώ είμαι, ο παπάς από τη Σκοτίνα
      Τον απελευθέρωσαν οι αντάρτες κι αυτός κατέβηκε από το βουνό. Φώναζε για να μη τον σκοτώσουν αυτοί που φύλαγαν το χωριό από τους αντάρτες. Έξω από το χωριό. Δηλαδή ο στρατός. Ήταν νύχτα.
Την προίκα μας, τα σκεπάσματά μας κ.ά. τα μεταφέραμε στο Λιτόχωρο με ζώα. Στο σπίτι της Μαρούκινας (εκεί τα αφήσαμε για κανένα χρόνο) και ύστερα τα μεταφέραμε στον Φούντο -οι Φουνταίο ήξεραν και σχετίζονταν με τους Καλιαμπαίους. Ο παππούς ο Καλιαμπός τους είχε φίλους-. Εκεί είχαμε φυλαγμένα τα μπαούλα, 4 δοχεία λάδι κλπ. Αλλιώς οι αντάρτες θα τα αρπάζανε όλα. Το μπαούλο της γιαγιάς Καλιαμπίνινας σώζεται ακόμα. βρίσκεται εκεί στο υπόγειο το δικό σας***.
----------
* στη Σκοτίνα ο όρος «όξου» δηλώνει, αποκλειστικά, έξω στο καφενείο, στην πλατεία.
** οι καστανιές του δάσκαλου Βλέτση βρίσκονται στο όμορο οικόπεδο των Καλιαμπαίων στην κάτω Σκοτίνα-Βασίλα.
*** το σπίτι του Καλιαμπού στην Κάτω Σκοτίνα μέχρι τη δεκαετία του 1970 ήταν χωρισμένο στα δύο (Αποστόλου και Διονυσίου). Το μπαούλο της γιαγιάς βρισκότανε στο υπόγειο του Αποστόλου (πατέρα μου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου