Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Ιςτορία: η Κάτω Σκοτίνα σχηματικά


Το χωριό

 

Επεξήγηση στην παρακάτω λίστα

1. Αϊ-Γιώργης-Κέντρο, ενοριακός ναός με πλούσιο καλλιτεχνικό περίβολο που εξυπηρετεί τους κατοίκους για πραγματοποίηση εκδηλώσεων, Περισσότερα βλέπε ιστοσελίδα: kaliampos-ioannis-skotina.blogspot.gr, ανάρτηση14.4.2014.
2. Βασίλα, οικισμός στα δυτικά του χωριού. Λεπτομέρειες βλέπε ανάρτηση 11.2.2014.
3. Κεραμίδα (η), τοπων. ή μάλλον η βρύση με το όνομα "Κεραμίδα" ανάμεσα στη "Βασίλα" και "Παναϊά". Φαίνεται, πως, παλιότερα, το νερό έτρεχε από κεραμίδα. Ο Δημητρός Παπαγεωργίου μας λέει: "Ι Σχουρημένους ι Πουτιός ι Ντάμπλιας, όταν ήταν πρόιδρους μαζί μι του Γκουκουλιάρα κατέβασαν του νιρό μι κιούγκια απ' τ' αναβρικό τ' Καϊάκα. Τρύπσαν πεύκα,  τα τρύπσαν μι ν' αρίδα, τα βίδουσαν κι παράχουσαν μέσ' στου χώμα κι ήφιραν του νιρό απ' τ' αναβρικό τ' Καϊάκα».
4. Παναϊά,  εξωκλήσι στην κορυφή του χωριού. Λεπτολέρειες βλέπε ανάρτηση 26.3.14
5 Μανέικα (τα), τοπων. στην περιοχή των Μαναίων, κοντά στη Λάκκα Γίδα στην Κάτω  Σκοτίνα.
6. Αγιάννης, εξωκλήσι στα δυτικά του χωριού κοντά στα «Μνημόρια». Κατατοπιστικά στοιχεία βλέπε ανάρτηση 27,8.14.
7. Πλατάνια (τα), τοπων. στα Κοιμητήρια του χωριού. Η ονομασία οφείλεται στα πολλά πλατάνια του τόπου.
8. Κοτσέκι (Κουτσέκ') τοπων. και η ομώνυμη πλατεία του χωριού μέχρι τα τέλη του 1960. Η ονομασία από το "κοτσέκι" = αποθήκη του τσιφλικά, όπου συγκεντρώνονταν η συγκομιδή. Εκεί έπαιρναν το φόρο οι Τούρκοι "τζιλέμπδις" από τα φασόλια, σιτάρι, καλαμπόκι κλπ.  Τα ταίριαζαν έτσι, ώστε να σχηματίζουν "σουρούλια-σουρούλια" μπροστά στους εφόρους. Αλλού κοτσέκι = α) μεγάλη αποθήκη στην οποία σύναζαν τα σιτηρά τους οι αγάδες, όπου και το κουνάκι του σούμπαση (αντιπροσώπου του αφέντη), β)   κοτσέκια ήταν και διχάλες ξύλινες, επάνω στις οποίες στηριζόταν μακρύ δοκάρι για το κρέμασμα των καλαμποκιών, γ) στον Α. Καρκαβίτσα ("Ζητιάνος") κιουτσέκι=υπόστεγο από καλάμια.
9. Νταλίγκα (η), πηγή με άφθονο νερό, χαμηλότερα από τα Καλιαμπέικα. Παλιότερα προμηθεύονταν νερό από την πηγή αυτή όλες οι γύρω  περιοχές.  
10 «Σπίτια» (τα), οικισμός στα νότια του χωριού, πιθανόν από τα σπίτια που είχαν κτισθεί στη θέση των καλυβιών. 
11. Αναβρικό Παπαγιάννη, πηγή δροσερή κοντά στα «Παπαγιαννάτ'κα» (τα), τοπων. πιo πάνω από τη Βασίλα, όπου και τα παλιά κτήματα κάποιου παπά Γιάννη (πρεσβυτέρα η Μόρφω, αδερφή η Τσιτσίλου).
12. Αγία Τριάδα-Γαβρί. Βλέπε ανάρτηση ιστοσελίδας της 3.6.14. Γαβρί (το) ή τα Γαβριά, συνοικία στην περιοχή της   Αγίας Τριάδας). Για την ονομασία υπάρχουν διάφορες εκδοχές, η πρώτη λέει ότι  εκεί υπάρχουν πολλά γαβριά, η δεύτερη ότι παλιότερα ο μακαρίτης Βαγγέλης Γαβρής έκτισε εκεί μια καλύβα, που τη λέγανε «καλύβα του Γαβρή».
13, Αγία Παρασκευή, βλέπε ανάρτηση 16.7.14.
14. Ερκειάδες, στα τελευταία χρόνια (αρχές δεκαετίας 2010) κτίζεται οικοδομικό συγκρότημα ((νέος οικισμός) στα βορειοανατολικά, κοντά στα Καλιαμπάτκα και Πινακάτκα.
15. Παναγία Φανερωμένη, εξωκλήσι στην παραλία Σκοτίνας που κτίστηκε το καλοκαίρι του ’14 με τη φροντίδα του νέου Μητροπολίτη Κίτρους κ. Γεωργίου
16. Γιαλός-Παραλία, όπου κατά τη θερινή περίοδο παρατηρείται ικανοποιητική τουριστική κίνηση.
17. Μπέρη, ν.δ του χωριού, όπου παλιότερα οι τσομπαναραίοι, στάλιζαν τα γίδια (υπήρχε πηγή με αρκετό νερό). Σήμερα περιτριγυρίζεται από νεόκτιστες βίλλες.
18. «Γραμμή», έτσι λέμε το σημείο της σιδηροδρομικής γραμμής, Μέχρι πρότινος (δεκαετία 2000) υπήρχε και υπάρχει μικρό κτίριο για την εξυπηρέτηση των ταξιδιωτών, «Κατέφκα ζ ντ ‘Γραμμή να πάρου του τρένου».
19. Εθνική οδός (ΠΑΘΕ, Πάτρα-Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Εύζωνοι).
            Το διάσπαρτο οικισμών και εκκλησιών του χωριού δικαιολογείται από το γεγονός ότι πριν από τη δεκαετία του 1930 οι κάτοικοι κατέβαιναν από την Άνω στην Κάτω Σκοτίνα και κτίζανε καλύβες, οι οποίες με τον καιρό γίνανε σπίτια. Βλέπε «λαρωμένη Σκοτίνα» (ιστοσελίδα, ανάρτηση  της 21.11.2013).


Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

τραγούδι: (Γάμος) «έβγα, έβγα πιθιρούλα».



 
         Ο Γάμος έχει διάφορες φάσεις. Για κάθε φάση ταιριάζει κι ένα τραγούδι. Η υποδοχή της νύφης από την πεθερά θεωρείται κορυφαία στιγμή. Η διαδικασία χαρακτηρίζεται από τα εξής στιγμιότυπα: α) στην εκκλησία γίνεται ο συνήθης χαιρετισμός, β) στήνεται χορός στον αυλόγυρο της εκκλησίας *, γ) στη συνέχεια ο κόσμος τραγουδώντας κατευθύνεται προς το σπίτι του γαμπρού. Προηγούνται τα όργανα (συνήθως κλαρίνο, βιολί, λαούτο), δ) τα πεθερικά της νύφης προπορεύονται, φτάνουν πρώτοι στο σπίτι και ετοιμάζονται καταλλήλως, ε) ακολουθεί αλληλοασπασμός (κυρίως από γονείς και συγγενείς), στ) η χαρά φουντώνει, όταν η πεθερά ανοίγει τον χορό της «κουλούρας» (καμαρώνει κρατώντας την κουλούρα ψηλά). Στη συνέχεια ακούγεται το τραγούδι της πεθεράς:

λαός:  Έβγα έβγα πιθιρούλα,
                                             φέρ’ ι γιος σου πιρδικούλα,
                                             μι τη ζάχαρη πλασμένη,
                                             μι του μέλι ζυμουμένη.

    πεθερά: Βρε, καλώς τον τον ιγιό μου,
                                                      πάει μονός κι ήρθι ζιβγάρι.

λαός:  Έμπα έμπα, κυρά νύφη,
                                                      μέσ’ στου κύρ γαμπρού του σπίτι.

                                                  νύφη:   Δε μπααίνου, δε σιβαίνου,
                                                                  ‘γώ του σπίτι δε ντου ξέρου.

      λαός:    Έμπα έμπα, κυρά νύφη,
                                                                  να γιννήσεις, να κλουσήσεις,
                                                                  δώδικα πιδιά να βγάλεις
                                                                  κι ούλα ’ρσινικά να είνι.

         Πεθερά και νύφη μπαίνουν «στου γκαλό τουν ουντά» (στην επίσημη κάμαρη). Κερνάει στη νύφη γλυκό και λικέρ. Αυτό αρκεί για μια ανάσα, αφού έξω στην αυλή  γίνεται χαλασμός. Τα κλαρίνα βαράνε και βαστάνε το χορό.
----------
* στην Άνω Σκοτίνα στήνανε χορό στον «Πλάτανο», δηλαδή  «ζ μπλατέα» (στην πλατεία) του χωριού ή «σ’ ν’ αυλή τς Στύλινας» (στην αυλή της Στύλαινας, προς τα δυτικά της πλατείας).   

   Παντρεύεται ο Βαγγέλης Α. Γερομιχαλός. Προπορεύονται οι: παππούς του Βαγγέλης Α. Γερομιχαλός και ο πατέρας του Θανάσης. Ο Μανόλης Παπαγεωργίου στο κλαρίνο και Χρήςτος Σάκαρης στην κιθάρα. 

 



                               Η θειά Βαγγέλινα (Όλγα Καλιαμπού-Γερομιχαλού) 
                                                     δέχεται συγχαρητήριες ευχές.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

ιστορία: Σκοτίνα-τοπική αυτοδιοίκηση



1. Γραμματεία. Στο Κοινοτικό γραφείο Σκοτίνας υπηρέτησαν οι:
α), Βλέτσης Αθανάσιος,  από συστάσεως της Κοινότητας μέχρι το 1957.
β) Βασίλειος Ν. Δάμπλιας, από 1.1.1958 μέχρι. 2001.
γ) Γιώργος Β. Δάμπλιας, από 2001 μέχρι καταργήσεως του θεσμού της Κοινότητας και δημιουργίας του Δήμου Ανατολικού Ολύμπου 1999 (ν. Καποδίστρια). 

Το παλιό δημοτικό Σχολείο (δεκαετία 1930) στην Κάτω Σκοτίνα ("Κοτσέκι"). Λειτούργησε μέχρι τη δεκαετία του 1960. Έκτοτε χρησιμεύει ως χώρος Τοπικής αυτοδιοίκησης.

2. Πίνακας προέδρων. Παραθέτω πίνακα προεδρικής θητείας της Σκοτίνας, όπως ακριβώς μου τον έστειλε ο γραμματέας της Κοινότητας αείμνηστος Βασίλειος Ν. Δάμπλιας.

1930 Δημήτριος Δάμπλιας
1932 Ηρακλής Δάμπλιας
1934 Δημήτριος Δάμπλιας
1935 Γεώργιος Καρκαφίρης
1937 Δημήτριος Τσιομάνης
1939 Νικόλαος Ζιώγας
1940 Αθανάσιος  Δ. Πλεξίδας                     
1944 Ιωάννης Ν. Κουκουλιάρας     
1945 Νικόλαος Β. Δάμπλιας              
1948 Ιωάννης Α. Παραμύθας            
1949 Γεώργιος Ν. Καρκαφίρης       
1951 Απόστολος Ε. Δάμπλιας         
1952 Λεωνίδας Μ. Συντριβάνης        
1953 Εμμανουήλ Δ. Δάμπλιας           
1954 Βασίλειος Γ. Γερομιχαλός      
1955 Γεώργιος Ν. Γεργολάς                
1962 Ευάγγελος Α. Γερομιχαλός      
1964 Αθανάσιος Γ.Βλέτσης             
1966 Ιωάννης Γ. Τσινιάνης                     
1974 Νικόλαος Θ. Δάμπλιας                  
1975 Αντώνιος Α. Κουκουσάς              
1979 Δημήτριος Α. Πλεξίδας                
1983 * Αστέριος Α. Στύλος                       
1985 Παντελής Π. Κοκράνης                
1987 Αντώνιος Α. Κουκουσάς              
1991 Νικόλαος Γ. Γεργολάς                  
1995 Παντελής Π. Κοκράνης                 
----------
* Από τη χρονολογία αυτή πληροφοριακά στοιχεία πάρθηκαν από το κοινοτικό κατάστημα Σκοτίνας, μόλις άρχισε να ισχύει ο “Καποδίστριας”.                      
----------
Σημείωση: Από αφηγήσεις συμπατριωτών φαίνεται ότι ο Ποτιός Δάμπλιας χρημάτισε πρόεδρος κατά τα έτη 1920-22, 1946. Αναφέρονται και τα ονόματα: Νάσιος Πλεξίδας, Δημήτριος Γερομιχαλός, Ιωάννης Μπιλιάγκας.                                                                                                          ----------                                                                                                       Πηγές: α) αφηγήσεις κατοίκων Σκοτίνας, β) Κοινοτικό κατάστημα Σκοτίνας, γ)  Βικιπαίδεια, δ) «Φωνή του Ανατολικού Ολύμπου», (αρ. φ. 5/1.9.2007)..

Υποσημείωση: Στις αρχές του 1910 πρέπει να πετυχαίνει συνεχή εκλογή προέδρου ο παππούς Γεωργάκης Κοτσιβός-μουχτάρης. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός, που ο παππούς Καλιαμπός του ζήτησε χρηματική συνδρομή,  όταν το παιδί του Απόστολος είχε απαχθεί ώς όμηρος από τον αρχιληστή Τζιατζιά.  

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΡΟΕΔΡΩΝ






Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

ιστορία: Σκοτίνα Αντιχασίων-έρευνα

 
Το 1993 ο Λευτέρης Α. Καλιαμπός παρουσίασε σχετική μελέτη, ύστερα από έρευνα που έκαμε στην περιοχή Αντιχασίων. Με στοιχεία, που δημοσιεύτηκαν (από τον γράφοντα) στον ημερήσιο τύπο (“Ολύμπιο Βήμα”, 17.9.1994) αποδεικνύει πως οι κάτοικοι της Σκοτίνας, τουλάχιστο κατά το μεγαλύτερο μέρος, προέρχονται από το χωριό Σκοτίνα των Αντιχασίων. Τα ερείπια του χωριού αυτού εντοπίζονται δυο χιλιόμετρα δυτικά της Κουμαριάς, κοντά στη Βερδικούσα (ο γράφων επισκέφτηκε την περιοχή και έχει άμεση γνώση). Η μετανάστευση των κατοίκων της Σκοτίνας των Αντιχασίων στη Σκοτίνα του Ολύμπου έγινε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στοιχεία, κατά τα μέσα του 17ου αιώνα. Όλη η εργασία του Λευτέρη καταγράφεται παρακάτω με μερικές δικές μου παραλλαγές:

Λευτέρης Καλιαμπός

1. Οι ρίζες της Σκοτίνας. «Μια επίσκεψη σ' ένα κοινοτικό δάσος, που απλώνεται στις ανατολικές πλαγιές των Αντιχασίων ορέων, πάνω από το χωριό Βερδικούσα Ν. Λάρισας, στάθηκε η αφορμή για τούτη την έρευνα.
      Ήταν Αύγουστος μήνας του 1993 και, καθώς περπατούσα κατά μήκος μιας κορυφογραμμής των Αντιχασίων, κοντά στα όρια του κοινοτικού δάσους Βερδικούσας, ρώτησα τον δασοφύλακα Βερδικούσας να μου υποδείξει τα όρια του κοινοτικού δάσους, καθώς και την ονομασία του γειτονικού δάσους, που απλώνεται νοτιοδυτικά της κορυφής των Αντιχασίων, όπου ορίζονται τα όρια των νομών Λάρισας και Τρικάλων. Με μεγάλη μου έκπληξη άκουσα την εξής φράση:
           "Από τα όρια του νομού Λάρισας και δυτικά υπάρχει το δάσος "Σκοτίνα", που το εκμεταλλεύεται ο έμπορας Δερμανόπουλος από τα Τρίκαλα και το επιστατεί ο δασοφύλακας Θεόδωρος Μπίτης". 
       Ωστόσο, σε επίμονη ερώτησή μου, γιατί εκείνο το δάσος το ονομάζουν "Σκοτίνα", ο δασοφύλακας Βερδικούσας δε γνώριζε τίποτα. Η άγνοια αυτή του δασοφύλακα δε μ' άφησε ήσυχο. Το μυαλό μου πήγε στις διηγήσεις των πιο γερόντων της Σκοτίνας, που έλεγαν, ότι ήταν απόγονοι μιας μάζας ορεινών κτηνοτρόφων, που, εδώ και μερικούς αιώνες, κατέβηκαν από την Ήπειρο ή Δυτική Μακεδονία στη Σκοτίνα του Κάτω Ολύμπου (βλ.  "Λαϊκή παράδοση στον κ. Όλυμπο" Ιω.   Καλιαμπού). Την επόμενη μέρα, προσπαθώντας να βρω κάποιο πρόσωπο, που θα μπορούσε να γνωρίζει κάτι γύρω από την προέλευση του ονόματος δάσος "Σκοτίνα", πήγα στο δάσος "Σκοτίνα", όπου συνάντησα τον δασοφύλακα Θεόδωρο Μπίτη. Αυτός, εκτός του ότι επιστατεί στο δάσος "Σκοτίνα", κατάγεται και από το χωριό Λογγάς του νομού Τρικάλων, που γειτονεύει με το δάσος. Ο Δασοφύλακας αυτός, λόγω του επαγγέλματος και της καταγωγής του, αποδείχθηκε ότι γνώριζε πάρα πολλά για την περιοχή "Σκοτίνας". 
        Ανάμεσα από όλη τη διήγησή του καταγράφουμε τα παρακάτω στοιχεία, που μας ενδιαφέρουν άμεσα. 
            α. Πριν από μερικούς αιώνες στις νοτιοδυτικές πλαγιές των Αντιχασίων και σε υψόμετρο γύρω στα 700 μ. δυτικά από τα Καλύβια Κουμαριάς της περιοχής Αγριελιάς του νομού Τρικάλων υπήρχε ένα χωριό με την ονομασία "Σκοτίνα". 
         β. Όλοι οι γέροι των τριγύρω χωριών, όπως της Αγριελιάς και του Λιόπρασσου, του Κονισκά, του Λογγά και της Βερδικούσας, έλεγαν και εξακολουθούν να συζητούν ακόμη, ότι οι κάτοικοι του χωριού "Σκουτίνα" αρρώστησαν από μια φοφερή επιδημία. Όσοι απέμειναν, εγκατέλειψαν το χωριό και μετανάστευσαν στον Όλυμπο, όπου και έφτιαξαν νέο χωριό. 
            γ. Σήμερα η περιοχή της Σκουτίνας έχει έκταση 12.000 στρεμμάτων και τη νέμονται όχι τα γειτονικά χωριά, αλλά Μετσοβίτες. Αυτοί χρησιμοποιούν τους εκεί βοσκοτόπους ως χειμαδιά. Εξ άλλου τα Αντιχάσια προστατεύουν από τους βοριάδες ολόκληρη τη νοτιοδυτική περιοχή. 
        δ. Προς την περιοχή Βερδικούσας, μέσα σε δάσος οξυάς, υπάρχουν ερείπια παλιών νερόμυλων, που οι Βερδικουσιώτες τα ονομάζουν "Σκουτινιώτικοι μύλοι". 

2. Έρευνα της περιοχής «Σκοτίνα». Τα ατελή, αλλά έγκυρα στοιχεία που μας  ενδιαφέρουν για την εντόπιση του χωριού "Σκοτίνα" ποικίλουν ως προς την προέλευση. Το πρώτο στοιχείο προέρχεται απ' αυτή την ίδια την παράδοση όλων των γειτονικών χωριών. Πραγματικά. Από συνομιλίες που κάναμε με τους γεροντότερους όλων των γειτονικών χωριών και, κυρίως, με τους ανθρώπους της Αγριελιάς, δεν υπήρχε κανένας που να αμφισβητεί το χωριό αυτό. Όλοι τους το εντοπίζουν δύο χιλιόμετρα δυτικά της Κουμαριάς. 
        Τουρκικές πηγές για την ύπαρξη του χωριού και τον πληθυσμό του,   γενικά, δεν υπάρχουν. Φαίνεται, πως το χωριό δεν ήταν αξιόλογο, ώστε να είναι γραμμένο στις Οθωμανικές απογραφές των κελλαρίων. Ωστόσο. ως μεγάλης αξίας στοιχεία αρχειακού υλικού θα μπορούσαμε να βρούμε στα αρχεία Μητροπόλεων και μοναστηριών. Για το σκοπό αυτό έχουμε καταφύγει στις μελέτες του ιστορικού Κώστα Σπανού, ο οποίος μελετά τις Προθέσεις των μοναστηριών για όλα τα χωριά της Θεσσαλίας. Στο Θεσσαλικό ημερολόγιο του Κώστα Σπανού, που τηρείται στα αρχεία της βιβλιοθήκης του δήμου Λάρισας και συγκεκριμένα στο θεσσαλικό ημερολόγιο του έτους 1993, τόμος 23, σελίδα 89, βρίσκουμε γραμμένο το χωριό "Σκουτίνα" της επαρχίας Καλαμπάκας, όπου υπήρξε ένας αφιερωτής, που αφιέρωσε στη μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων το έτος 1613 (πρόθεση 215 της μ.  Βαρλαάμ). 
        Αυτός ο Σπανός ασχολείται πάρα πολύ με όλα τα χωριά της Θεσσαλίας. Τον συνάντησα και τον ρώτησα αν ξέρει κάποιο χωριό "Σκοτίνα",   που υπήρχε στην περιοχή της Καλαμπάκας και μου είπε, ότι, πράγματι εκεί στην περιοχή της Καλαμπάκας υπήρχε χωριό "Σκοτίνα". Τον ρώτησα,   βέβαια, από πότε μνημονεύεται αυτό το χωριό. Μου είπε, ότι, αυτός κυρίως ψάχνει ιστορικά στοιχεία ιερών Μονών. Και βρήκε στη μονή Βαρλαάμ μια αφιέρωση ενός βοδιού από έναν Σκοτινιώτη της περιοχής Αντιχασίων. Επί πλέον, για την υψηλή πιστότητά τους, πηγές είναι και οι στρατιωτικοί χάρτες κλίμακας 1:50.  000 ή ακόμη και αεροφωτοχάρτες κλίμακας 1:20.000, που τηρούνται στα αρχεία των δασαρχείων. 
      Πραγματικά,  μια έρευνα των χαρτών της περιοχής Αντιχασίων, έδωσε απρόβλεπτα αποτελέσματα. Όπως φαίνεται στους χάρτες, δυτικά της Κουμαριάς, είναι σημειωμένα τα ερείπια Σκουτίνας και τα οποία γράφονται επάνω στο χάρτη. Πιο πάνω και πιο νότια από το ρέμα Φουκαλιές, φαίνεται γραμμένο στο χάρτη το ρέμα Σκουτίνας ή Σκοτίνας, ενώ προς τις κορυφές του βουνού Αντιχάσια, πολύ πιο βόρεια από τα ερείπια Σκοτίνας, βλέπουμε γραμμένη τη λέξη "Σκουτίνα". Εκεί, δηλαδή, που βρίσκεται το ομώνυμο δάσος οξυάς. 
        Με βάση τα στοιχεία των χαρτών, είναι εύκολο να οδηγηθεί κανείς στα πραγματικά ερείπια της Σκουτίνας. Τα ερείπια αυτά, φαίνεται ότι έχουν μια ιστορία άνω των 300 ετών, αφού μέσα στο πέρασμα των αιώνων δύσκολα διακρίνει κανείς επιφανειακά θεμέλια των σπιτιών, αν δεν κάνει ειδικές ανασκαφές. Πάντως, προσεκτική παρατήρηση έδειξε την ύπαρξη ενός οικισμού με σπίτια, που, στα θεμέλιά τους τουλάχιστον ήταν λιθόκτιστα, με πέτρινες σκεπές, αφού πουθενά δε βρέθηκε υλικό με κεραμίδι. Ο τύπος του οικήματος που επικρατούσε, ήταν το τετράγωνο περίπου, μικρών, σχετικά,  διαστάσεων. Από το πλήθος των λίθινων σειρών βγαίνει το συμπέρασμα. ότι τα πέτρινα σπίτια δεν πρέπει να ήταν πολλά.  Υπάρχει, δηλαδή, η πιθανότητα να υπήρχαν στον οικισμό σπίτια, κατασκευασμένα από μικρούς πλίνθους, ή καλύβες ξύλινες. Διαπιστώνονται. επίσης, στενοί δρόμοι ανάμεσα στα οικήματα με παράλληλες κατευθύνσεις. Φαίνεται επίσης, ότι πολλά οικήματα επεκτείνονται και έξω από τον οικισμό, σύμφωνα με τις κτηνοτροφικές ανάγκες της τότε νομαδικής ζωής. 
        Αξιόλογα ερείπια παλιού νερόμυλου διακρίνει κανείς στις κορφές του βουνού Αντιχάσια και μέσα σε δάσος οξυάς προς την περιοχή της Βερδικούσας. Οι Βερδικουσιώτες τη θέση την ονομάζουν "Σκουτινιώτικοι μύλοι". Εκεί οι νερόμυλοι λειτουργούσαν μάλλον κατά τη θερινή περίοδο κάτω από τα άφθονα νερά του δάσους της οξυάς. Και τούτο, γιατί κατά τη θερινή περίοδο το ρέμα της Σκουτίνας στα χαμηλότερα υψόμετρα δεν κρατούσε νερό για τη λειτουργία νερόμυλων κοντά στο χωριό Σκουτίνα. 
     Παρατηρεί, λοιπόν, κανένας πως οι πηγές για την ύπαρξη του χωριού "Σκουτίνα" στη δεδομένη θέση βασίζονται, κυρίως, στην παράδοση των χωριών της περιοχής Αντιχασίων, παρά στην παράδοση των ίδιων των σημερινών Σκοτινιωτών στον Όλυμπο. Αυτό είναι φυσικό, γιατί, κάτι που έμεινε σ' ένα τόπο, το μαρτυρούν τα ίδια τα ερείπια. Γεγονός, που ανανεώνει συνεχώς τις αναμνήσεις από γενιά σε γενιά. Τα μόνα πενιχρά στοιχεία που έχουμε από την πλευρά των κατοίκων της σημερινής Σκοτίνας στον Κάτω  Όλυμπο, είναι οι διηγήσεις των γερόντων. Κατ' αυτούς οι πρώτοι κάτοικοι κατέβηκαν μάλλον από τα ορεινά μέρη της Ηπείρου ή δυτικής Μακεδονίας.
      Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ως αξιόλογη η πληροφορία των Βερδικουσιανών, που υποστηρίζουν ότι στα παλιά χρόνια η Βερδικούσα ανήκε στο νομό Κοζάνης. Καθόλου απίθανο, λοιπόν, και η γειτονική Σκουτίνα,  ως κοινότητα των Αντιχασίων, να ανήκε διοικητικά στο νομό Κοζάνης και έτσι έμεινε ως ανάμνηση η ιδέα, ότι οι Σκοτινιώτες της σημερινής Σκοτίνας προέρχονται από τη δυτική Μακεδονία. Άλλωστε τα όρια Μακεδονίας-Θεσσαλίας επί τουρκοκρατίας δεν ήταν ξεκάθαρα. 

3. Μετανάστευση από Αντιχάσια στον Όλυμπο. Σ' ένα χειρόγραφο της μονής Σπαρμού, που χρονολογείται από το 1602 έως 1978, μνημονεύεται το νέο χωριό Σκοτίνα Ολύμπου για κάποιους αφιερωτές της στη Μονή. Στο βιβλίο του Ευαγ. Σκουβαρά, που εκδόθηκε μέσω της Ακαδημίας Αθηνών το έτος 1967 για την περιγραφή και ιστορία της Μονής Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας, βλέπουμε στις σελίδες 166, 176, 245 και 252 να μνημονεύεται το χωριό Σκοτίνα Ολύμπου τόσο για τους αφιερωτές της, όσο και για τον πατριάρχη Καλλίνικο. Ο πατριάρχης Καλλίνικος γεννήθηκε στη Σκοτίνα και σε νεαρή ηλικία είχε ενταχθεί στη μοναχική αδελφότητα της Ολυμπιώτισσας. Συγκεκριμένα, στη σελίδα 252 του βιβλίου που αναφέρουμε, η Σκοτίνα μνημονεύεται σε λίστα με άλλα αξιόλογα χωριά. Αυτό το κείμενο αποτελεί χειρόγραφο του έτους 1709 της Μονής Σπαρμού. Στη σελίδα 176 του βιβλίου,   η Σκοτίνα μνημονεύεται ως Σκουτίνα. Όπως, δηλαδή, την πρόφεραν οι Σκοτινιώτες. 
            Αν συγκρίνουμε τις Προθέσεις των Μονών Βαρλαάμ, που αναφέρονται στη Σκουτίνα των Αντιχασίων το έτος 1613, και του Σπαρμού, που αναφέρονται στη Σκοτίνα Ολύμπου το έτος 1709, βλέπουμε ότι μεσολαβεί όλη σχεδόν η περίοδος του 17ου αιώνα για να υποθέσουμε περίοδο μετανάστευσης. Αυτή θα πρέπει να έγινε κατά τα μέσα του 17ου αιώνα. Για την ενίσχυση αυτής της άποψης συνηγορούν και άλλες αξιόλογες πηγές,  Αυτές πάρθηκαν από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών-ΑΕ).
            α. Ένας από τους βασικότερους παράγοντες μείωσης ή μετανάστευσης πληθυσμών του 17ου αιώνα είναι η συχνότητα επιδημικών ασθενειών. Με ιδιαίτερη ένταση στη Θεσσαλία εμφανίστηκε η επιδημία του 1667- 68 (σελ,  154 τ,  ΙΑ' ιστορίας Ελληνικού Έθνους).
       β. Η επιδείνωση των κλιματολογικών συνθηκών, ήταν μια άλλη αιτία, που, πιθανώς εξανάγκαζε τους Μετσοβίτες να οδηγηθούν στα μέρη των Αντιχασίων και να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά τις χειμερινές περιόδους, στα χειμαδιά της Σκουτίνας. Το φαινόμενο της ψύχρανσης της ατμόσφαιρας είναι δεδομένο, ιστορικά, για τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, που, σίγουρα, επηρέασε και τα πολύ ορεινά χωριά, όπως είναι το Μέτσοβο (σελ, 153, τ, ΙΑ' της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους). Η παραμονή των Μετσοβιτών στα χειμαδιά της Σκουτίνας σίγουρα προκαλούσε έριδες μεταξύ των Μετσοβιτών και Σκουτινιωτών, με αποτέλεσμα τη φυγή των δεύτερων. 
            γ.  Εκείνο, όμως, που πρέπει να ερευνηθεί βαθιά, είναι το περίεργο γεγονός της κατοχής της εγκαταλειμμένης γης όχι από κάτοικους γειτονικών χωριών, αλλά από Μετσοβίτες. Το ότι οι Μετσοβίτες, σήμερα, είναι κάτοχοι όλων των εκεί βοσκοτόπων, φαίνεται στο βιβλίο ιδιοκτησίας δασικών εκτάσεων, που τηρείται στο δασαρχείο Τρικάλων. Το πιο καταπληκτικό, όμως, αυτής της υπόθεσης, είναι ότι το Μέτσοβο από τη Σκουτίνα απέχει 150 χιλιόμετρα και, για τα μέσα συγκοινωνίας της εποχής εκείνης, αυτό θεωρούνταν τεράστια απόσταση. Ωστόσο, τη λύση αυτή του προβλήματος μας την παρέχει ένα ιστορικό γεγονός, που αξίζει να μνημονευθεί:
          Από τα μέσα του 15ου αιώνα οι βλαχόφωνοι κάτοικοι της οροσειράς της Πίνδου, που υποτάχθηκαν στον Μουράτ Β', εξασφάλισαν διάφορα προνόμια, τα οποία, μάλιστα, για τους Μετσοβίτες αυξήθηκαν το έτος 1659 επί της βασιλείας του Μεχμέτ Δ'. Αυτό συνέβη, επειδή οι Μετσοβίτες από παλιά διευκόλυναν το πέρασμα των τουρκικών στρατευμάτων στα στενά του Μετσόβου (σελ, 152, τ, Γ' της ανωτέρω ιστορίας). Χάρη στα προνόμια αυτά,   επιτρέπονταν η επικοινωνία πεδινών και ορεινών τόπων για τους νομάδες του Μετσόβου. Έτσι φαίνεται, πως τα προνόμια αυτά τους έκαναν κυριάρχους των βοσκοτόπων της περιοχής Σκουτίνας με αποτέλεσμα να εξαναγκάσουν τους Σκουτινιώτες σε μετανάστευση άλλα μέρη, ανατολικότερα, που θα ήταν μακρινά μέρη για τους Μετσοβίτες. 
---------- 

Σημείωση: Το καλύτερο βιογραφικό γράφεται από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση του αδερφού μου Λευτέρη θα προσθέσω εγώ κάτι που του είναι άγνωστο: η στιγμή της γέννησης (πότε, που, πως).

Ήταν άνοιξη του1944. Στεκόμουνα όρθιος (εννιά ετών παιδί στον «μπαλινόντα» (παλιός οντάς, δωμάτιο), στο Καλιαμπέικο (σπίτι Καλιαμπού) στην Άνω Σκοτίνα πλάι στο τζάκι (παρστιά). Το παραθύρι του «παλινόντα» ήταν χαμηλό. Ακουμπούσε «ζ γκουρουμλιά» (κορομηλιά) της Γιαννούλινας Τράντινας.* Όταν η πόχα ξάνοιγε, το σκυλί χώνονταν και «χόρευε» στον «παλινόντα».  
Η μάνα χωρίς πόνους (δική μου αντίληψη) γεννάει ένα όμορφο παιδί, τον Λευτέρη (τον ονόμασαν έτσι για να φέρει τη λευτεριά). Μπροστά  μου  (λες και ήμουνα μαμή), «πέφτει» το μωρό. Εκείνη, ταλαιπωρημένη από την αγροτική πάλη, δεν επιθυμούσε άλλο παιδί (ο Λευτέρης ήταν το έκτο (και μετά από αυτόν γεννήθηκαν άλλα τρία). Κατέβαλε προσπάθειες να τον «ρίξει». Χαρακτηριστική η περιγραφή (1995) της Μαργαρίτας Δάμπλια-Μήτσιου (ξαδέρφης).

Του Λιφτέρ'! Η μάνα σ’ ήθιλι να τουν ρίξ’. Να, έκατσι ζ γκάσα, στου ζιστό, σ' ένα ντρανό ντινικέ. Έβραζι του νιρό. Έκατσι παναθέ έτσιάϊα. Έκατσι παναθέ να πααίν' ι άμπρους μέσα για να πέσ' (του παιδί). Μ' δεν έπισι. Να πααίν' ι αχνός ζ γκλιά. Να πααίν' μέσα, να του ρίξ'. Να πέσ'. "Δε μπέφτ' ", λέ'. Δεν έπισι. Στου γιατρό, στου Παλέμηνο πάει μι του πουδάρ'. Ήταν ντιλικάτου, δεν έπισι. [Το Λευτέρη! Να, η μάνα σας ήθελε να τον αποβάλει. Κάθισε στην κάσα. Κάτω έβραζε νερό σε έναν τρανό τενεκέ. Το νερό έβραζε. Αυτή κάθισε πάνω από το νερό, να, έτσι που σου δείχνω. Κάθισε κατά τρόπο τέτοιο, ώστε η άχνα από το ζεστό νερό να πάει μέσα στην κοιλιά με σκοπό να πέσει το παιδί. Το παιδί, όμως, δεν έπεσε, άντεξε. Εκείνη προσπάθησε να πάει αχνός στην κοιλιά. Έτσι θα διευκολύνονταν ο αχνός να προχωρήσει στο βάθος για να πέσει το παιδί. "Δεν πέφτει", φώναζε. Πράγματι δεν έπεσε. Στο γιατρό, στον Παντελεήμονα πήγε με τα πόδια. Ήταν ανθεκτικό, δυνατό το παιδί και δεν έπεσε]   
----------

* δυο μανιές (γιαγιές) που με "κυνηγούσαν" ήταν: πρώτη η Γιαννούλινα Τράντινα γιατί με έβλεπε να σκαρφαλώνω στην πελώρια «κορομπλιά» της για κορόμηλα (βόρεια του Καλιαμπέικου) και δεύτερη η Χρήστινα Τράντινα γιατί ανέβαινα στην ψηλόκορφη «μπριά» (μουριά) της και μάζευα μούρα (ανατολικά του  Καλιαμπέικου).
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ

Ο Λευτέρης σε συγγενικό "τραπέζι"



    Χάρτης Σκοτίνας Αντιχασίων (προσανατολισμός), συντάχτηκε από τον Στέφανο Λαμπρ.            Σακκά, αγρον. τοπογράφο μηχανικό και ιδιώτη δασολόγο Τρικάλων Θεσσαλίας.

Δάσος οξιάς, στη Σκοτίνα Λογγά Τρικάλων 
(διαδίκτυο fotis Tentolouris)

 .



Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Εμφύλιος: Πηνελόπη Τράντα - Οικονόμου

Ι
 


            Το καλοκαίρι του 1998 η Πηνελόπη Τράντα (1926-2011), χήρα του Διονύση Οικονόμου, επισκέπτεται το σπίτι μου στη Βασίλα (συνοικία Σκοτίνας) για να μου πει ιστορίες του Εμφυλίου (κασέτα 1998/1).


1. πρόσφυγες, ζωή…σκλαβιά

Μιγαλουβδόμαδα  τότι που έφυγάμι απού δω. Κι πήγαμι στ’ Λιφτουκαρυά κι απού κεί στου Λτόχουρου κι απού κει ζ Γκατιρίν’ κι ξαναγύρσαμι δω. Είχα κι τ’ Λιφτιρία γινμέν’ κι γύρσαμι του ‘50. Ζουή σκλαβιά! *. [Ήταν Μεγάλη βδομάδα (1948), όταν ξεκινήσαμε από δω για τον τόπο της προσφυγιάς. Στην αρχή πήγαμε στη Λεπτοκαρυά και στη συνέχεια στο Λιτόχωρο κι από το Λιτόχωρο στην Κατερίνη. Από την Κατερίνη επιστρέψαμε εδώ, όταν επαναπατριστήκαμε, το 1950. Μαζί μου είχα και την Ελευθερία, που μόλις είχε γεννηθεί. Ζωή σκλαβιά].
            -Με τι μέσο πήγατε στη Λεπτοκαρυά.
            -Πιρπατούντα. [Περπατώντας].
            -Πήρατε τίποτα μαζί σας; Τα σέια κλπ;
-Τίπουτα δε μπήραμι. Μόν’ μι του κουρμί μας. Καναδυό ρούχα πήραμι. Ιγώ, ι Τάσιους ι Γκλιμούρας, η Κουνιώ, η νιουλαία, κατάλαβις, ι Διουνύ ’ης, η νιουλαία κι πήγαμι σ’ ντ τχιά ν’ Όλγα, ν’ αδιρφή τς μάναζ μ’, Μπακάλινα. Στ’ Λιφτουκαρυά. Ιδώ τά ’φσαμι ούλα. Ήταν η πιθιρά μ’ ιδώ, ήταν ι Παναϊώτς, ι Παπαπαθανά ’ης ι σχουρημένους, βουσκούσαν πρόβατα. Η νιολαία έφυγάμι. Τα μικρότιρα έκατσαν ιδώ. Ύστιρα πήραν του μπαπά Γιάν’ κι πήρι ι Διουνύ ’ης άδεια απ’ του στρατό κι κουβάλσαμι τα πράματα μι του μπλάρ’. Κι ιγώ φουρτουμέν’. Ιγώ θυμούμι  του σιντούκ’ τς μάνας μ’ του πήρα φουρτουμέν’. [Απολύτως τίποτα. Μόνο το κορμάκι μας. Λίγα ρούχα πήραμε, τα πολύ απαραίτητα. Στη Λεπτοκαρυά μας φιλοξένησε η θεία μου Όλγα η Μπακάλινα, αδερφή της μάνας μου. Εκεί μαζευτήκαμε, εγώ με τον άντρα μου το Διονύση, ο Τάσος ο Γκριμούρας, η Κουνιώ, όλη δηλαδή, η νεολαία, κατάλαβες; Πάμε, λοιπόν, στη Λεπτοκαρυά. Εκεί αφήσαμε όλα τα πράγματα. Εδώ στο χωριό έμεινε η πεθερά μου, ο Παναγιώτης, κουνιάδος μου, ο συχωρεμένος παπά Θανάσης -τότε λαϊκός-, κουνιάδος μου. Αυτοί μείνανε εδώ γιατί βοσκούσαν τα πρόβατα. Φύγαμε από δω η νεολαία, ενώ τα μικρότερα παιδιά μείνανε εδώ. Τα πράματα άλλαξαν, από την ώρα που πιάσανε τον παπά Γιάννη. Ο άντρας μου Διονύσης, πήρε άδεια από το στρατό (υπηρετούσε τη θητεία του) και κουβαλήσαμε ό, τι μπορούσαμε με το μουλάρι. Και εγώ φορτωμένη. Θυμάμαι, πως το σεντούκι της μάνας μου το κουβάλησα μόνη μου].
        -Στο μουλάρι;
        -Αρά, στ’ τς πλάτις [Μωρέ, στις πλάτες μου].
        -Πώς μπορούσατε; Πόσες οκάδες...
        -Μόν’ ιγώ θαρείς; Οι κόζμ’ όλ’. «Μ’ του ζόρ’ βγάζ’ λάδ’;», λέν’. Τα πήγηνάμι ώς του Μπιστιρί, π’ του λεν’. Στ’ Λιφτουκαρυά, π’ τ’ ιδώ τη Ζλιάνα κι έμπινάμι μέσ’ στου Γκαλόηρου, στα πλατάνια κι απού κει στου τσκάρ’ σιαπάν’ ικείνου κι τά ’φναμι ικεί κι γυρνούσαμι πάλι. Ήταν ι Διουνύ ’ης ικεί κι τα φύλαγι. Καληνύχτα κουβαλούσαν πράματα μι του μπλάρ’. Νύχτουσι. Ήταν η γιαγιά παπαδιά ικεί. Κι τα πρόβατα τα ήφιράμι του αύριου. Ι παπά Θανά ’ης. Μας έβαλαν σ’ ένα σπίτ’, σ’ ένα δουμάτιου μαζί μι άλλ’ οικουγένεια. Ιγώ γκαστρουμέν’, αρχίντζι φούσκουνι η κλιά. [Μα, δεν είμαι μόνο εγώ που υπέφερα. Υπέφερε όλος ο κόσμος. Η παροιμία λέει: «Με το ζόρι βγάζουν λάδι;». Τα κουβαλούσαμε μέχρι την τοποθεσία «Πιστιριά», μία σπηλιά. Στο έδαφος της Λεπτοκαρυάς, δώθε από τη Ζλιάνα κι από κει χωνόμασταν μέσα στον Καλόηρο, μέσα στα πυκνά πλατάνια κι από κει σκαρφαλώναμε στην όχθη του ποταμού. Αφήναμε τα πράγματα εκεί για σιγουριά και πάλι ερχόμασταν πίσω. Ο Διονύσης αναλάβαινε να τα φυλάει εκεί. Ευχάριστο ήταν τη νύχτα να κουβαλούν τα πράματα με το μουλάρι. Μια στιγμή νύχτωσε. Στη Σκοτίνα έμενε η γιαγιά παπαδιά. Τα πρόβατα τα μετακινήσαμε την επομένη. Γι’ αυτό φρόντισε ο παπά Θανάσης (εννοείται πως τότε ήταν λαϊκός, νέος). Στη Λεπτοκαρυά μας δώσανε ένα σπίτι, μας βάλανε σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλη οικογένεια. Κι εγώ να βρίσκομαι σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Η κοιλιά άρχισε να φουσκώνει].
        -Σε ποια οικογένεια πήγατε;
-Σ’ ν’ αρχή σ’ ντ τχιά ν’ Όλγα, ντ Γιάννινα ντ Μπακάλινα. Ύστιρα, όταν ήρθαν όλ’, έκατσάμι σι’ άλλου σπίτ’. Μας έβαλι του στρατό (υποχρεωτικά). Σ’ τς Κοινότητας. Θυμούμι ήταν κουντά στου Τζιμπούρα ικεί. Ζ ντ Γκουγκουρέλα, απού ’ταν ζουγράφους, που ζουγράφσι ν’ ικκλησία. Τα πράματα τα ξιφόρτουνάμι σι’ αυτό του σπίτ’ που κάθουμάσταν. Ι Διουνύ ’ης, τουν έμειναν λίγα πράματα κι τα ’κρυψι. Στη Ζλιάνα που παναθέ, στου Μπιστιρί. Τα ’κρυψι μέσ’ ζ μπατλιά ικεί. [Στην αρχή μας φιλοξένησε η θεία Όλγα, η Γιάννινα η Μπακάλινα. Αργότερα, όταν φτάσανε όλοι οι υπόλοιποι, μας βάλανε σε άλλο σπίτι. Έγινε επίταξη από το στρατό. Σε σπίτι, που φρόντισε η κοινότητα. Θυμάμαι, ήταν κοντά στου Τσιπούρα. Στο σπίτι του Γκουγκουρέλα, του ζωγράφου. Αυτός που αγιογράφησε την εκκλησία. Τα πράματα τα ξεφορτώναμε στο σπίτι αυτό που κατοικούσαμε. Ο Διονύσης φρόντισε να κρύψει μερικά πράγματα, που του είχαν απομείνει. Τα έκρυψε πάνω από τη Ζλιάνα, στην Πιστιριά. Τα έκρυψε μέσα στους θάμνους εκεί].
        -Τι πράματα έκρυψε.
        -΄Εκρυψι γάβανουν μι λίγδα, φασόλια...Τα ’κρυψι για να κατιβούμι του προυΐ να τα πάρ’. Του στρατό, που λες, τς φύλαγι [Έκρυψε το πιθάρι, που μέσα είχε λίγδα. Έκρυψε επίσης φασόλια κ. ά. Τα έκρυψε με σκοπό να κατεβούμε το πρωί για να τα πάρουμε. Ο στρατός, που λες, τους φύλαγε].
----------
* Εντυπωσιάζει ο πρώτος συλλογισμός της Πηνελόπης, καθώς μπαίνει αμέσως στο κυρίως θέμα: στον κύκλο περιπλανήσεων των Σκοτινιωτών-προσφύγων στις μέρες του Εμφυλίου (Σκοτίνα-Λεπτοκαρυά-Λιτόχωρο-Κατερίνη-Σκοτίνα).

2. ζζζ...οι σφαίρες
      
 Κι απού κει έφτασαν στου πρώτου του φυλάκιου σιαπάν’ ζ γκαστανιά. Απού κεί πουλιμούσαν, ύστιρα, όλ’. Μαζεύκι ούλου του στρατό ικεί κι απού κεί πουλιμούσαν. Κι ι Γληγόρς* μέσ’ στου σκουλείου κι καίουνταν κι άλλ’ ψένουνταν κι του βιό ούλου ψήθκι. Ούλου. Να ’γλιπις ούλα τα καημένα καταή ψόφκια, γιλάδγια, γίδια. [Η μεγαλύτερη δύναμη του στρατού εγκαταλείπει το χωριό και στρατοπεδεύει στο πρώτο φυλάκιο, που ήταν στο επάνω μέρος του χωριού, στην Καστανιά. Όλοι τους, ύστερα, εκεί είχαν το ορμητήριο του πολέμου. Μαζεύτηκε όλος ο στρατός εκεί και από κει πολεμούσαν. Και ο Γρηγόρης μόνος του στο σχολείο, που αποτελούσε τον κύριο στόχο του εχθρού. Το σχολείο άρχισε να καίγεται, ο Γρηγόρης μέσα με τον ασύρματο. Να καίγονται όλοι και τα ζώα να γίνονται στάχτη. Να βλέπεις ψόφια ζώα, γελάδια, γίδια].
        -Τα είδες εσύ;
        -Μ’ δε ντα είδαμι; Τα είδαμι. Ιμείς ήμασταν ιδώ, ας πούμι, κι μέσα είχι έναν λάκκουν κι απού κείν τ’ μιργιά ήταν ι άγιους Νικόλας. παραπάν ήταν ντ μπάρμπα Γιάν’ τ’ Καραλή του σπίτ’. Το ’δουκαν φουτιά. Ικεί σ’ ν’ άκρια, ακριβώς ήμασταν σ’ ένα σπιτούλ’. Καλό σπίτ’, αλλά ήταν αμύστριτου (ασοβάτιστο, χωρίς να μπει μυστρί). ΄Ενα δουμάτιου. Ασουφάδιστου. Να πααίν’ οι σφαίρις  ζζζζζζ να χτυπούν. Να χτυπούν στα ντβάργια. Ι παπά Θανά ’ης ι σχουρημένους, μικρό πιδί, λέ’: «Μάνα, θα πά’ ν’ ανιβώ στου καβάκ’». Ήταν ούλου καβάκια ικεί μέσα ι λάκκους κουντά σ’ Τσιπούρα του σπίτ’. «΄Οχ! καλό μ’! Θα σι φαν οι σφαίρις», λέ’ (η μάνα). Κι δε μπάει. ΄Εκατσάμι ούλ’ ικεί. Μέσ’ στου δουμάτιου. Κι φαίνουνταν οι σφαίρις που πιρνούσαν του δουμάτιου, γιατί ήταν ασουφάτστου. Ζζζζζ. Στ’ άλλου του δουμάτιου του καλό ήταν ι Απουστόλς ι Τσινιάνης. Καμιά φορά έρχιτι -λιγόστιψαν λίγου- κι έρχιτι αυτός ι Γκουγκουρέλας ι σχουρημένους κι λέ’: «Ιλάτι να πάμι να κρυφτούμι. Να πάμι σ’ ν ‘ ιλιά αυτήν. Να κρυφτούμι»». ΄Εφαγα κι ξύλου. Μας χτυπούσι. Να μας κρύψ’. [Μα, δεν τα είδαμε; Τα είδαμε. Εμείς, ας πούμε, βρισκόμασταν σε τούτη την πλευρά του ρέματος. Από κείνη την πλευρά του λάκκου ήταν η εκκλησία του αγίου Νικολάου. Πιο πάνω ήταν το σπίτι του θείου μας Γιάννη Καραλή. Το έδωσαν φωτιά. Εκεί στην άκρη μέναμε σε ένα μικρό σπίτι. Καλό σπιτάκι, αλλά ήταν ασοβάτιστο. Ένα δωμάτιο ασοβάτιστο. Οι σφαίρες να βουΐζουν ζζζζζ να πέφτουν. Να πέφτουν στα ντουβάρια. Ο παπά Θανάσης, ο συχωρεμένος, τότε μικρό παιδί, να φωνάζει: «Μάνα, θα πάω να ανεβώ στο καβάκι». Εκεί ο λάκκος, κοντά στ σπίτι του Τσιπούρα, ήταν γεμάτος από καβάκια. «Όχι. καλό μου παιδί. Θα σε φάνε οι σφαίρες», λέει η μάνα του. Και δεν πήγε. Στρωθήκαμε όλοι εκεί, μέσα στο δωμάτιο. Και οι σφαίρες φαίνονταν να καρφώνονται στους τοίχους του δωματίου. Επειδή ήταν ασοβάτιστο ...ζζζζζ. Στο άλλο δωμάτιο, περιποιημένο, καθότανε ο Αποστόλης ο Τσινιάνης. Όταν τα πυρά είχαν λιγοστέψει για λίγο, εμφανίζεται αυτός ο Γκουγκουρέλας ο συχωρεμένος και λέει: «Ελάτε. Πάμε να κρυφτούμε. Να κρυφτούμε σ’ αυτή εδώ την ελιά» Απ’ αυτόν έφαγα και ξύλο. Μας χτυπούσε. Μας πίεζε να κρυφτούμε].
----------
* Πρόκειται για το παλικάρι Γρηγόρη Νικολό από τη Σκοτίνα. Αυτός, ως στρατιώτης ασυρματιστής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της μάχης στη Λεπτοκαρυά τον Σεπτέμβρη του 1948.

3. φωτιά στο Καραλάδικο

Ιγώ τς αντάρτις τς ήγλιπνα που κει ντ’ ντρύπα. Ήταν απέναντι. Ντ μπαρμπα Γιάν’ τ’ Καραλή του σπίτ’ βουγγούσι. Η τχιά Γιάννινα, η καημέν’, έβγαλι τα γιλάδγια όξου κι έφυγαν τα καημένα. Είχι τρεις γιλάδις θυμούμι: «Αχ, λέου, μάνα! Πάει του σπίτ’ ντ΄μπάρμπα Γιάν’. Τς  έψαν μέσα». Κι αυτοί έφυγαν στ’ μαστρου Κώστα του σπίτ’ απού κάτ’. Η μπάρμπα Γιάντζ’ μι ν’ οικουγένεια τ’ ούλ’. Ψήθκι του σπίτ’ ούλου. Μι του μαγαζί του μιγάλου. [Εγώ έβλεπα τους αντάρτες από κείνη την τρύπα. Ήταν απέναντι. Του θείου μου Γιάννη Καραλή το σπίτι ήταν όλο κοσμοσυρροή. Η θεία Γιάννινα, η καημένη, άφησε ελεύθερα τα γελάδια και αυτά τα κακόμοιρα φύγανε έξω για βοσκή. Θυμάμαι καλά, είχε τρεις αγελάδες. «Αχ, λέω, μάνα! Πάει κάηκε το σπίτι του θείου μας Γιάννη. Τους ψήσανε μέσα». Και οι αντάρτες φύγανε και πήγανε στο σπίτι του μαστρο -Κώστα, λίγο παρακάτω. Ο θείος μας Γιάννης με όλη του την οικογένεια ψήθηκε μέσα. Με το μεγάλο μπακάλικο].
-Τι “ψήθκι”;
     -Κάηκι. Έφαγαν, τα πήραν αυτοί τι ήθιλαν, οινουπνεύματα, ρακιά, κουνιάκια, όσα ήθιλαν να πάρουν κι ύστιρα το ’δουκαν φουτιά. Το ’βαλαν μπιζίν κι το ‘δουκαν φουτιά κι κάηκαν ούλα. [Κάηκε. Οι αντάρτες φάγανε τι φάγανε, αρπάξανε ό, τι ήθελαν, οινοπνεύματα, ρακιά, κουνιάκια. Πήραν τι πήραν και με τα δώσανε το σπίτι φωτιά. Βάλανε βενζίνη, το δώσανε φωτιά και κάηκαν όλα τα πράματα].     

4. πουτάνες

Έφιξι ι θιός τηρμέρα* κι βγαίναμι όξου κι κατιβαίν’ οι αντάρτις καβάλα. Μια ανταρτίνα καβάλα. Κι άλλις ήταν τραυματζμένις. Κι φώναξαν οι Λιφτουκαρίτις: «Πουτάνις! Πουτάνις!». «Πουτάνις θα μι γένιτι κι σεις τώρα, λέ’ αυτή. Κι άμα πρόλαβέτι κι έζησέτι. Ούλις απόψι πουτάνις, θελ’ να γένιτι». Γιατί τς πήραν απ’ τα σπίτια του γκόζμου. «Αντάρτις», γυναίκις, κουρίτσια. Φώναζαν οι Λιφτουκαρίτις: «Μας έκαψέτι, πουτάνις, μας έξαψέτι», φώναζαν. Μ’ πότι να φανιρουθεί ι θκόζ μ’ ι άντραζ μ’! Γιάν’. Φουβούνταν να’ βγούν. ΄Επριπι να καταλάβν πως δεν ήταν αντάρτις μέσ’ στου χουργιό κι έτσ’ να φύγν’ ύστιρα απού σιαπάν’, απ’ του φυλάκιου του τιλιφταίου. Λουχαγοί κι ανθυπουλουχαγοί κι ποιοι ήταν. [Ξημέρωσε. Έφερε ο θεός τη μέρα. Βγαίναμε στα παράθυρα και παρατηρούσαμε τους αντάρτες να φεύγουν καβάλα στα ζώα. Βλέπαμε και μια ανταρτίνα να είναι καβάλα στο ζώο. Παρατηρήσαμε και άλλες να είναι τραυματισμένες. Και οι Λεπτοκαρίτες με πολύ πείσμα διαμαρτύρονταν και φώναζαν: «Πουτάνες, πουτάνες!». «Θα κάνω εσάς πουτάνες, απαντάει η ανταρτίνα. Απόψε προλάβατε και επιζήσατε. Είχατε τυχερό. Απόψε έπρεπε να γίνετε όλες σας πουτάνες». Με το δίκιο τους οι Λεφτοκαρίτες διαμαρτύρονταν, γιατί τους άρπαξαν μέσα από το σπιτικό τους όλο τους το βιο. Εναντίον των ανταρτών φώναζαν γυναίκες, κορίτσια, από τη Λεπτοκαρυά: «Μας κάψατε, πουτάνες, μας κάψατε». Μα, πότε να φανεί ο δικός μου, Γιάννη; Ο άντρας μου; Οι οπλίτες φοβούνταν να φανερωθούν. Έπρεπε να σιγουρευτούν, ότι δεν υπάρχουν, πια, αντάρτες στο χωριό. Μόνο τότε θα απελευθερώνονταν από το τελευταίο φυλάκιο επάνω. Μαζί τους και οι λοχαγοί, υπολοχαγοί και όσοι άλλοι ήταν ταμπουρωμένοι εκεί].
-Τελικά, τι ώρα ήρθε ο άντρας σου.
-Α, κα του μισμέρ’. Πότι να τιλειώσν’ ύστιρα. Ι Γληγόρς είχι καεί. Του μπήραν. Του μπάν να τουν σώσν’. Ιτότι κάηκι ι Γρηγόρς ι Ντήμους. Θελ’ να πιθάν’. ΄Εζησι όμους. Πώς έζησι! Ιτότι κάηκι. [Α, κατά το μεσημέρι. Πότε να πάρει τέλος η μάχη στο σχολείο; Ο Γρηγόρης είχε ψηθεί. Όταν τέλειωσε η μάχη τον πήρανε, προσπαθούσαν να τον γλιτώσουν. Ήταν μέσα στη φωτιά ο καημένος ο Γρηγόρης ο Δήμος (Νικολός). Παρά τρίχα να πεθάνει. Ευτυχώς που έζησε. Και πώς έζησε! Μαζί του κάηκε το σχολείο].
-Τι κάηκε;
-Κάηκι. Αυτός πουλιμούσι απ’ του παραθύρ’. Κι του μπήγαν στου γιατρό. ΄Εγινι καλά. ΄Εζησι ι καημένους. Μιτά ήρθι ι Διουνύ ’ης κι μας τα μουλουγούσι. Πήγαν να πουλιμήσν’ κι ούτι σφαίρις δεν είχαν. [Το σχολείο πήρε φωτιά. Ο Γρηγόρης πυροβολούσε από το παράθυρο. Στο τέλος, μετά τη μάχη, φρόντισαν να τον πάνε στο γιατρό. Γιατρεύτηκε. Κι έζησε ο κακόμοιρος. Ήρθε, αργότερα, ο Διονύσης και μας τα ομολογούσε όλα. Πήγαν, οι αφιλότιμοι, στον πόλεμο χωρίς σφαίρες].
----------
*  «έφιξι ι θιός τηρμέρα», να η ομορφιά της λαίκής σοφίας, όπως αυτή εκφράζεται στη γλώσσα του τόπου.
           
5. Πρωτοχρονιά
-Μετά φύγατε από τη Λεπτοκαρυά; Και πού πήγατε;
 ΄Εφυγάμι ύστιρα. Δεν είχαμι πού να ξιχειμουνιάσουμι. Μέσ’ στου τρύπχιου του δουμάτιου; Μπαραμουνή τ’ άι-Βασίλ’. Νέου έτους κι πήγαμι στου Λτόχουρου. Κι χιόν’. Κι πλάτς πλούτς μι τα πουδάργια. Να μην είνι νε αυτουκίνητα ιτότι νε τίπουτα. Φόρτουσάμι καναδυό στου μπλάρ’. Τυράγνια. Κι πάμι, θυμούμι, παραμουνή  τουν άι-Βασίλ’. Κι πού να πάμι; Πουθινά. Είπαν θα μας βρουν σπίτ’. Κι του βράδ’ ξημέρουσάμι στου Θουμά του Γκουκράν’. Ντ τχιά Γκαλλιόπα γΚουκράνινα ν’ είχι αδιρφή ι πιθιρόζ μ’. ΄Ηταν βράδ’ κι ι Διουνύ ’ης ξαφανίσκι. Πάει να παίξ’ χαρτιά. Μπαραμουνή π’ τουν άι-Βασίλ’. Κι η τχιά Καλλιόπα ικεί έφκιαναν πίτις. Ήταν  απού προυτίτιρα αυτοί παημέν’ (πααίνου=πηγαίνω) ικεί. Η Κουκράνινα. Απόχ’ ν’ Ιβγινιώ, του Μίχου. Κι σκώνουμέστι να φκιάσουμι πίτα. Μ’ πού να βρούμι πράγματα κι αλεύρ’. Ι Διουνύ ’ης πάει να παίξ’ χαρτιά. Μι Σκουτνιώτ’. Στου Χαΐρ’ ικεί σ’ ν’ άκρια. Κι έρχιτι του προυΐ ι Διουνύ ’ης κι καζάντζι λιφτά. [Ύστερα φύγαμε. Δεν είχαμε πού να ξεχειμωνιάσουμε. Μέσα στο δωμάτιο που ήταν γεμάτο τρύπες; Ήταν παραμονή του αγίου Βασιλείου (1949). Νέο έτος και πήγαμε στο Λιτόχωρο. Πολύ χιόνι. Βαδίζαμε με τα πόδια, πλάτσα, πλούτσα. Και τότε δεν υπήρχε ούτε συγκοινωνία ούτε τίποτα. Φορτώσαμε λίγα πράματα στο μουλάρι. Τυραννία! Κι φτάνουμε, θυμάμαι, την παραμονή του αγίου Βασιλείου. Και πού να πάμε; Στο άγνωστο. Μας υποσχέθηκαν ότι θα μας τακτοποιήσουν σε σπίτι. Πάντως, το βράδυ εκείνο κοιμηθήκαμε και ξημερώσαμε στο σπίτι που έμενε ο Θωμάς ο Κοκράνης. Τη θεία Καλλιόπη την Κοκράνινα την είχε αδερφή ο πεθερός μου. Ήταν βράδυ και ο Διονύσης εξαφανίστηκε. Πήγε στο καφενείο να παίξει χαρτιά. Ήταν άλλωστε παραμονή του αγίου Βασιλείου. Και η θεια μου η Καλλιόπα ετοίμαζε πίτες. Αυτοί είχαν εγκατασταθεί εκεί πρωτύτερα. Δηλαδή η Κοκράνινα. Που έχει κόρη την Ευγενιώ, γυναίκα του Μίχου. Και σηκωνόμαστε να ετοιμάσουμε πίτα. Αλλά πού να βρούμε τα απαραίτητα για την πίτα και ιδιαίτερα το αλεύρι; Ο Διονύσης έλλειπε για χαρτιά. Με Σκοτινιώτες. Εκεί στην άκρη της πλατειούλας «Χαΐρι».Το πρωί έρχεται ο Διονύσης στο σπίτι. Κέρδισε στα χαρτιά].
-Πόσα;
-Δε γξέρου, πάντους ήρθι χαρούμινους. ΄Εφκιασάμι κι πίτα. [Δε γνωρίζω. Πάντως ήρθε χαρούμενος. Ετοιμάσαμε και πίτα]. 
----------
Σημείωση: Συγγενείς της Πηνελόπης κατοικούν στη Λάρισα, οι γνωστοί Τρανταίοι. Φημίζονται για τα φιλόξενα αισθήματα. Το έζησα το 1957 ως σμηνίτης. Ευγνωμονώ τους αείμνηστους Νικόλα και Φώτω για την εγκάρδια περιποίηση. Ελάχιστο μνημόσυνο αποτελεί η παράθεση (περίληψη) του στενού οικογενειακού τους δέντρου.

ΤΡΑΝΤΑΣ, πατέρας του Γιαννούλη, (οι απόγονοι καταγράφονται όσους θυμάμαι και όπως τους λένε στο χωριό).

Α. Γαννούλς, σύζυγος (όπου σ= σύζυγος) Μαρία από Κρανιά Λάρισας.
            1. Πουτιός, σ. Μαρία Καραλού (Γεωργάκη).
                        α. Πηνελόπη, β. Γιώργος, γ. Γιάννης.
            2. Κώτσιος, σ. Αγγέλα Αθ. Καϊάκα-Καλαμάρα.

                   α. Γιάννης, β. Λάκης, γ. Πελαγία, δ. Αθηνά,

            3. Μιχάλης, σ. ξένη.
                        α. Γιάννης, σ. ξένη.
            4. Νίκος, σ. Φώτω Χρυσικού
                        α. Γιάννης, β. Μαριάνθη, γ. Γιώργος.
            5. Γιώργος, Σκοτώθηκε στον πόλεμο της Αλβανίας.
            6. Ελένη, σ. Απόστολος Συντριβάνης-μυλωνάς.
            7. Καλλιόπα, σ. Διονύσιος Πινακάς- «Βαρνάβας» (τον βγάλανε έτσι    γιατί είχε την ικανότητα να μιμείται τον Μητροπολίτη Βαρνάβα)
            8. Πηνέλου, σ. Νικόλας Πινακάς (η Πηνέλω πέθανε στην Κατοχή).
Β. Μιχάλης, αρραβωνιασμένος στο Παντιλέμινο. Αυτοκτόνησε από μελαγχολία.
Γ. Λένου,  σ. Ιωάννης Καλιαμπός.
Δ. Γραμματή, σ. Μανόλης Δάμπλιας.
Ε. Καλλιόπα, σ. Νικόλας Καρκαφίρης.

ΕΙΚΟΝΕΣ



                                         
                                       Διονύσης Λ. Οικονόμου, σύζυγος της Πηνελόπης