Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Εμφύλιος: Πηνελόπη Τράντα - Οικονόμου

Ι
 


            Το καλοκαίρι του 1998 η Πηνελόπη Τράντα (1926-2011), χήρα του Διονύση Οικονόμου, επισκέπτεται το σπίτι μου στη Βασίλα (συνοικία Σκοτίνας) για να μου πει ιστορίες του Εμφυλίου (κασέτα 1998/1).


1. πρόσφυγες, ζωή…σκλαβιά

Μιγαλουβδόμαδα  τότι που έφυγάμι απού δω. Κι πήγαμι στ’ Λιφτουκαρυά κι απού κεί στου Λτόχουρου κι απού κει ζ Γκατιρίν’ κι ξαναγύρσαμι δω. Είχα κι τ’ Λιφτιρία γινμέν’ κι γύρσαμι του ‘50. Ζουή σκλαβιά! *. [Ήταν Μεγάλη βδομάδα (1948), όταν ξεκινήσαμε από δω για τον τόπο της προσφυγιάς. Στην αρχή πήγαμε στη Λεπτοκαρυά και στη συνέχεια στο Λιτόχωρο κι από το Λιτόχωρο στην Κατερίνη. Από την Κατερίνη επιστρέψαμε εδώ, όταν επαναπατριστήκαμε, το 1950. Μαζί μου είχα και την Ελευθερία, που μόλις είχε γεννηθεί. Ζωή σκλαβιά].
            -Με τι μέσο πήγατε στη Λεπτοκαρυά.
            -Πιρπατούντα. [Περπατώντας].
            -Πήρατε τίποτα μαζί σας; Τα σέια κλπ;
-Τίπουτα δε μπήραμι. Μόν’ μι του κουρμί μας. Καναδυό ρούχα πήραμι. Ιγώ, ι Τάσιους ι Γκλιμούρας, η Κουνιώ, η νιουλαία, κατάλαβις, ι Διουνύ ’ης, η νιουλαία κι πήγαμι σ’ ντ τχιά ν’ Όλγα, ν’ αδιρφή τς μάναζ μ’, Μπακάλινα. Στ’ Λιφτουκαρυά. Ιδώ τά ’φσαμι ούλα. Ήταν η πιθιρά μ’ ιδώ, ήταν ι Παναϊώτς, ι Παπαπαθανά ’ης ι σχουρημένους, βουσκούσαν πρόβατα. Η νιολαία έφυγάμι. Τα μικρότιρα έκατσαν ιδώ. Ύστιρα πήραν του μπαπά Γιάν’ κι πήρι ι Διουνύ ’ης άδεια απ’ του στρατό κι κουβάλσαμι τα πράματα μι του μπλάρ’. Κι ιγώ φουρτουμέν’. Ιγώ θυμούμι  του σιντούκ’ τς μάνας μ’ του πήρα φουρτουμέν’. [Απολύτως τίποτα. Μόνο το κορμάκι μας. Λίγα ρούχα πήραμε, τα πολύ απαραίτητα. Στη Λεπτοκαρυά μας φιλοξένησε η θεία μου Όλγα η Μπακάλινα, αδερφή της μάνας μου. Εκεί μαζευτήκαμε, εγώ με τον άντρα μου το Διονύση, ο Τάσος ο Γκριμούρας, η Κουνιώ, όλη δηλαδή, η νεολαία, κατάλαβες; Πάμε, λοιπόν, στη Λεπτοκαρυά. Εκεί αφήσαμε όλα τα πράγματα. Εδώ στο χωριό έμεινε η πεθερά μου, ο Παναγιώτης, κουνιάδος μου, ο συχωρεμένος παπά Θανάσης -τότε λαϊκός-, κουνιάδος μου. Αυτοί μείνανε εδώ γιατί βοσκούσαν τα πρόβατα. Φύγαμε από δω η νεολαία, ενώ τα μικρότερα παιδιά μείνανε εδώ. Τα πράματα άλλαξαν, από την ώρα που πιάσανε τον παπά Γιάννη. Ο άντρας μου Διονύσης, πήρε άδεια από το στρατό (υπηρετούσε τη θητεία του) και κουβαλήσαμε ό, τι μπορούσαμε με το μουλάρι. Και εγώ φορτωμένη. Θυμάμαι, πως το σεντούκι της μάνας μου το κουβάλησα μόνη μου].
        -Στο μουλάρι;
        -Αρά, στ’ τς πλάτις [Μωρέ, στις πλάτες μου].
        -Πώς μπορούσατε; Πόσες οκάδες...
        -Μόν’ ιγώ θαρείς; Οι κόζμ’ όλ’. «Μ’ του ζόρ’ βγάζ’ λάδ’;», λέν’. Τα πήγηνάμι ώς του Μπιστιρί, π’ του λεν’. Στ’ Λιφτουκαρυά, π’ τ’ ιδώ τη Ζλιάνα κι έμπινάμι μέσ’ στου Γκαλόηρου, στα πλατάνια κι απού κει στου τσκάρ’ σιαπάν’ ικείνου κι τά ’φναμι ικεί κι γυρνούσαμι πάλι. Ήταν ι Διουνύ ’ης ικεί κι τα φύλαγι. Καληνύχτα κουβαλούσαν πράματα μι του μπλάρ’. Νύχτουσι. Ήταν η γιαγιά παπαδιά ικεί. Κι τα πρόβατα τα ήφιράμι του αύριου. Ι παπά Θανά ’ης. Μας έβαλαν σ’ ένα σπίτ’, σ’ ένα δουμάτιου μαζί μι άλλ’ οικουγένεια. Ιγώ γκαστρουμέν’, αρχίντζι φούσκουνι η κλιά. [Μα, δεν είμαι μόνο εγώ που υπέφερα. Υπέφερε όλος ο κόσμος. Η παροιμία λέει: «Με το ζόρι βγάζουν λάδι;». Τα κουβαλούσαμε μέχρι την τοποθεσία «Πιστιριά», μία σπηλιά. Στο έδαφος της Λεπτοκαρυάς, δώθε από τη Ζλιάνα κι από κει χωνόμασταν μέσα στον Καλόηρο, μέσα στα πυκνά πλατάνια κι από κει σκαρφαλώναμε στην όχθη του ποταμού. Αφήναμε τα πράγματα εκεί για σιγουριά και πάλι ερχόμασταν πίσω. Ο Διονύσης αναλάβαινε να τα φυλάει εκεί. Ευχάριστο ήταν τη νύχτα να κουβαλούν τα πράματα με το μουλάρι. Μια στιγμή νύχτωσε. Στη Σκοτίνα έμενε η γιαγιά παπαδιά. Τα πρόβατα τα μετακινήσαμε την επομένη. Γι’ αυτό φρόντισε ο παπά Θανάσης (εννοείται πως τότε ήταν λαϊκός, νέος). Στη Λεπτοκαρυά μας δώσανε ένα σπίτι, μας βάλανε σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλη οικογένεια. Κι εγώ να βρίσκομαι σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Η κοιλιά άρχισε να φουσκώνει].
        -Σε ποια οικογένεια πήγατε;
-Σ’ ν’ αρχή σ’ ντ τχιά ν’ Όλγα, ντ Γιάννινα ντ Μπακάλινα. Ύστιρα, όταν ήρθαν όλ’, έκατσάμι σι’ άλλου σπίτ’. Μας έβαλι του στρατό (υποχρεωτικά). Σ’ τς Κοινότητας. Θυμούμι ήταν κουντά στου Τζιμπούρα ικεί. Ζ ντ Γκουγκουρέλα, απού ’ταν ζουγράφους, που ζουγράφσι ν’ ικκλησία. Τα πράματα τα ξιφόρτουνάμι σι’ αυτό του σπίτ’ που κάθουμάσταν. Ι Διουνύ ’ης, τουν έμειναν λίγα πράματα κι τα ’κρυψι. Στη Ζλιάνα που παναθέ, στου Μπιστιρί. Τα ’κρυψι μέσ’ ζ μπατλιά ικεί. [Στην αρχή μας φιλοξένησε η θεία Όλγα, η Γιάννινα η Μπακάλινα. Αργότερα, όταν φτάσανε όλοι οι υπόλοιποι, μας βάλανε σε άλλο σπίτι. Έγινε επίταξη από το στρατό. Σε σπίτι, που φρόντισε η κοινότητα. Θυμάμαι, ήταν κοντά στου Τσιπούρα. Στο σπίτι του Γκουγκουρέλα, του ζωγράφου. Αυτός που αγιογράφησε την εκκλησία. Τα πράματα τα ξεφορτώναμε στο σπίτι αυτό που κατοικούσαμε. Ο Διονύσης φρόντισε να κρύψει μερικά πράγματα, που του είχαν απομείνει. Τα έκρυψε πάνω από τη Ζλιάνα, στην Πιστιριά. Τα έκρυψε μέσα στους θάμνους εκεί].
        -Τι πράματα έκρυψε.
        -΄Εκρυψι γάβανουν μι λίγδα, φασόλια...Τα ’κρυψι για να κατιβούμι του προυΐ να τα πάρ’. Του στρατό, που λες, τς φύλαγι [Έκρυψε το πιθάρι, που μέσα είχε λίγδα. Έκρυψε επίσης φασόλια κ. ά. Τα έκρυψε με σκοπό να κατεβούμε το πρωί για να τα πάρουμε. Ο στρατός, που λες, τους φύλαγε].
----------
* Εντυπωσιάζει ο πρώτος συλλογισμός της Πηνελόπης, καθώς μπαίνει αμέσως στο κυρίως θέμα: στον κύκλο περιπλανήσεων των Σκοτινιωτών-προσφύγων στις μέρες του Εμφυλίου (Σκοτίνα-Λεπτοκαρυά-Λιτόχωρο-Κατερίνη-Σκοτίνα).

2. ζζζ...οι σφαίρες
      
 Κι απού κει έφτασαν στου πρώτου του φυλάκιου σιαπάν’ ζ γκαστανιά. Απού κεί πουλιμούσαν, ύστιρα, όλ’. Μαζεύκι ούλου του στρατό ικεί κι απού κεί πουλιμούσαν. Κι ι Γληγόρς* μέσ’ στου σκουλείου κι καίουνταν κι άλλ’ ψένουνταν κι του βιό ούλου ψήθκι. Ούλου. Να ’γλιπις ούλα τα καημένα καταή ψόφκια, γιλάδγια, γίδια. [Η μεγαλύτερη δύναμη του στρατού εγκαταλείπει το χωριό και στρατοπεδεύει στο πρώτο φυλάκιο, που ήταν στο επάνω μέρος του χωριού, στην Καστανιά. Όλοι τους, ύστερα, εκεί είχαν το ορμητήριο του πολέμου. Μαζεύτηκε όλος ο στρατός εκεί και από κει πολεμούσαν. Και ο Γρηγόρης μόνος του στο σχολείο, που αποτελούσε τον κύριο στόχο του εχθρού. Το σχολείο άρχισε να καίγεται, ο Γρηγόρης μέσα με τον ασύρματο. Να καίγονται όλοι και τα ζώα να γίνονται στάχτη. Να βλέπεις ψόφια ζώα, γελάδια, γίδια].
        -Τα είδες εσύ;
        -Μ’ δε ντα είδαμι; Τα είδαμι. Ιμείς ήμασταν ιδώ, ας πούμι, κι μέσα είχι έναν λάκκουν κι απού κείν τ’ μιργιά ήταν ι άγιους Νικόλας. παραπάν ήταν ντ μπάρμπα Γιάν’ τ’ Καραλή του σπίτ’. Το ’δουκαν φουτιά. Ικεί σ’ ν’ άκρια, ακριβώς ήμασταν σ’ ένα σπιτούλ’. Καλό σπίτ’, αλλά ήταν αμύστριτου (ασοβάτιστο, χωρίς να μπει μυστρί). ΄Ενα δουμάτιου. Ασουφάδιστου. Να πααίν’ οι σφαίρις  ζζζζζζ να χτυπούν. Να χτυπούν στα ντβάργια. Ι παπά Θανά ’ης ι σχουρημένους, μικρό πιδί, λέ’: «Μάνα, θα πά’ ν’ ανιβώ στου καβάκ’». Ήταν ούλου καβάκια ικεί μέσα ι λάκκους κουντά σ’ Τσιπούρα του σπίτ’. «΄Οχ! καλό μ’! Θα σι φαν οι σφαίρις», λέ’ (η μάνα). Κι δε μπάει. ΄Εκατσάμι ούλ’ ικεί. Μέσ’ στου δουμάτιου. Κι φαίνουνταν οι σφαίρις που πιρνούσαν του δουμάτιου, γιατί ήταν ασουφάτστου. Ζζζζζ. Στ’ άλλου του δουμάτιου του καλό ήταν ι Απουστόλς ι Τσινιάνης. Καμιά φορά έρχιτι -λιγόστιψαν λίγου- κι έρχιτι αυτός ι Γκουγκουρέλας ι σχουρημένους κι λέ’: «Ιλάτι να πάμι να κρυφτούμι. Να πάμι σ’ ν ‘ ιλιά αυτήν. Να κρυφτούμι»». ΄Εφαγα κι ξύλου. Μας χτυπούσι. Να μας κρύψ’. [Μα, δεν τα είδαμε; Τα είδαμε. Εμείς, ας πούμε, βρισκόμασταν σε τούτη την πλευρά του ρέματος. Από κείνη την πλευρά του λάκκου ήταν η εκκλησία του αγίου Νικολάου. Πιο πάνω ήταν το σπίτι του θείου μας Γιάννη Καραλή. Το έδωσαν φωτιά. Εκεί στην άκρη μέναμε σε ένα μικρό σπίτι. Καλό σπιτάκι, αλλά ήταν ασοβάτιστο. Ένα δωμάτιο ασοβάτιστο. Οι σφαίρες να βουΐζουν ζζζζζ να πέφτουν. Να πέφτουν στα ντουβάρια. Ο παπά Θανάσης, ο συχωρεμένος, τότε μικρό παιδί, να φωνάζει: «Μάνα, θα πάω να ανεβώ στο καβάκι». Εκεί ο λάκκος, κοντά στ σπίτι του Τσιπούρα, ήταν γεμάτος από καβάκια. «Όχι. καλό μου παιδί. Θα σε φάνε οι σφαίρες», λέει η μάνα του. Και δεν πήγε. Στρωθήκαμε όλοι εκεί, μέσα στο δωμάτιο. Και οι σφαίρες φαίνονταν να καρφώνονται στους τοίχους του δωματίου. Επειδή ήταν ασοβάτιστο ...ζζζζζ. Στο άλλο δωμάτιο, περιποιημένο, καθότανε ο Αποστόλης ο Τσινιάνης. Όταν τα πυρά είχαν λιγοστέψει για λίγο, εμφανίζεται αυτός ο Γκουγκουρέλας ο συχωρεμένος και λέει: «Ελάτε. Πάμε να κρυφτούμε. Να κρυφτούμε σ’ αυτή εδώ την ελιά» Απ’ αυτόν έφαγα και ξύλο. Μας χτυπούσε. Μας πίεζε να κρυφτούμε].
----------
* Πρόκειται για το παλικάρι Γρηγόρη Νικολό από τη Σκοτίνα. Αυτός, ως στρατιώτης ασυρματιστής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της μάχης στη Λεπτοκαρυά τον Σεπτέμβρη του 1948.

3. φωτιά στο Καραλάδικο

Ιγώ τς αντάρτις τς ήγλιπνα που κει ντ’ ντρύπα. Ήταν απέναντι. Ντ μπαρμπα Γιάν’ τ’ Καραλή του σπίτ’ βουγγούσι. Η τχιά Γιάννινα, η καημέν’, έβγαλι τα γιλάδγια όξου κι έφυγαν τα καημένα. Είχι τρεις γιλάδις θυμούμι: «Αχ, λέου, μάνα! Πάει του σπίτ’ ντ΄μπάρμπα Γιάν’. Τς  έψαν μέσα». Κι αυτοί έφυγαν στ’ μαστρου Κώστα του σπίτ’ απού κάτ’. Η μπάρμπα Γιάντζ’ μι ν’ οικουγένεια τ’ ούλ’. Ψήθκι του σπίτ’ ούλου. Μι του μαγαζί του μιγάλου. [Εγώ έβλεπα τους αντάρτες από κείνη την τρύπα. Ήταν απέναντι. Του θείου μου Γιάννη Καραλή το σπίτι ήταν όλο κοσμοσυρροή. Η θεία Γιάννινα, η καημένη, άφησε ελεύθερα τα γελάδια και αυτά τα κακόμοιρα φύγανε έξω για βοσκή. Θυμάμαι καλά, είχε τρεις αγελάδες. «Αχ, λέω, μάνα! Πάει κάηκε το σπίτι του θείου μας Γιάννη. Τους ψήσανε μέσα». Και οι αντάρτες φύγανε και πήγανε στο σπίτι του μαστρο -Κώστα, λίγο παρακάτω. Ο θείος μας Γιάννης με όλη του την οικογένεια ψήθηκε μέσα. Με το μεγάλο μπακάλικο].
-Τι “ψήθκι”;
     -Κάηκι. Έφαγαν, τα πήραν αυτοί τι ήθιλαν, οινουπνεύματα, ρακιά, κουνιάκια, όσα ήθιλαν να πάρουν κι ύστιρα το ’δουκαν φουτιά. Το ’βαλαν μπιζίν κι το ‘δουκαν φουτιά κι κάηκαν ούλα. [Κάηκε. Οι αντάρτες φάγανε τι φάγανε, αρπάξανε ό, τι ήθελαν, οινοπνεύματα, ρακιά, κουνιάκια. Πήραν τι πήραν και με τα δώσανε το σπίτι φωτιά. Βάλανε βενζίνη, το δώσανε φωτιά και κάηκαν όλα τα πράματα].     

4. πουτάνες

Έφιξι ι θιός τηρμέρα* κι βγαίναμι όξου κι κατιβαίν’ οι αντάρτις καβάλα. Μια ανταρτίνα καβάλα. Κι άλλις ήταν τραυματζμένις. Κι φώναξαν οι Λιφτουκαρίτις: «Πουτάνις! Πουτάνις!». «Πουτάνις θα μι γένιτι κι σεις τώρα, λέ’ αυτή. Κι άμα πρόλαβέτι κι έζησέτι. Ούλις απόψι πουτάνις, θελ’ να γένιτι». Γιατί τς πήραν απ’ τα σπίτια του γκόζμου. «Αντάρτις», γυναίκις, κουρίτσια. Φώναζαν οι Λιφτουκαρίτις: «Μας έκαψέτι, πουτάνις, μας έξαψέτι», φώναζαν. Μ’ πότι να φανιρουθεί ι θκόζ μ’ ι άντραζ μ’! Γιάν’. Φουβούνταν να’ βγούν. ΄Επριπι να καταλάβν πως δεν ήταν αντάρτις μέσ’ στου χουργιό κι έτσ’ να φύγν’ ύστιρα απού σιαπάν’, απ’ του φυλάκιου του τιλιφταίου. Λουχαγοί κι ανθυπουλουχαγοί κι ποιοι ήταν. [Ξημέρωσε. Έφερε ο θεός τη μέρα. Βγαίναμε στα παράθυρα και παρατηρούσαμε τους αντάρτες να φεύγουν καβάλα στα ζώα. Βλέπαμε και μια ανταρτίνα να είναι καβάλα στο ζώο. Παρατηρήσαμε και άλλες να είναι τραυματισμένες. Και οι Λεπτοκαρίτες με πολύ πείσμα διαμαρτύρονταν και φώναζαν: «Πουτάνες, πουτάνες!». «Θα κάνω εσάς πουτάνες, απαντάει η ανταρτίνα. Απόψε προλάβατε και επιζήσατε. Είχατε τυχερό. Απόψε έπρεπε να γίνετε όλες σας πουτάνες». Με το δίκιο τους οι Λεφτοκαρίτες διαμαρτύρονταν, γιατί τους άρπαξαν μέσα από το σπιτικό τους όλο τους το βιο. Εναντίον των ανταρτών φώναζαν γυναίκες, κορίτσια, από τη Λεπτοκαρυά: «Μας κάψατε, πουτάνες, μας κάψατε». Μα, πότε να φανεί ο δικός μου, Γιάννη; Ο άντρας μου; Οι οπλίτες φοβούνταν να φανερωθούν. Έπρεπε να σιγουρευτούν, ότι δεν υπάρχουν, πια, αντάρτες στο χωριό. Μόνο τότε θα απελευθερώνονταν από το τελευταίο φυλάκιο επάνω. Μαζί τους και οι λοχαγοί, υπολοχαγοί και όσοι άλλοι ήταν ταμπουρωμένοι εκεί].
-Τελικά, τι ώρα ήρθε ο άντρας σου.
-Α, κα του μισμέρ’. Πότι να τιλειώσν’ ύστιρα. Ι Γληγόρς είχι καεί. Του μπήραν. Του μπάν να τουν σώσν’. Ιτότι κάηκι ι Γρηγόρς ι Ντήμους. Θελ’ να πιθάν’. ΄Εζησι όμους. Πώς έζησι! Ιτότι κάηκι. [Α, κατά το μεσημέρι. Πότε να πάρει τέλος η μάχη στο σχολείο; Ο Γρηγόρης είχε ψηθεί. Όταν τέλειωσε η μάχη τον πήρανε, προσπαθούσαν να τον γλιτώσουν. Ήταν μέσα στη φωτιά ο καημένος ο Γρηγόρης ο Δήμος (Νικολός). Παρά τρίχα να πεθάνει. Ευτυχώς που έζησε. Και πώς έζησε! Μαζί του κάηκε το σχολείο].
-Τι κάηκε;
-Κάηκι. Αυτός πουλιμούσι απ’ του παραθύρ’. Κι του μπήγαν στου γιατρό. ΄Εγινι καλά. ΄Εζησι ι καημένους. Μιτά ήρθι ι Διουνύ ’ης κι μας τα μουλουγούσι. Πήγαν να πουλιμήσν’ κι ούτι σφαίρις δεν είχαν. [Το σχολείο πήρε φωτιά. Ο Γρηγόρης πυροβολούσε από το παράθυρο. Στο τέλος, μετά τη μάχη, φρόντισαν να τον πάνε στο γιατρό. Γιατρεύτηκε. Κι έζησε ο κακόμοιρος. Ήρθε, αργότερα, ο Διονύσης και μας τα ομολογούσε όλα. Πήγαν, οι αφιλότιμοι, στον πόλεμο χωρίς σφαίρες].
----------
*  «έφιξι ι θιός τηρμέρα», να η ομορφιά της λαίκής σοφίας, όπως αυτή εκφράζεται στη γλώσσα του τόπου.
           
5. Πρωτοχρονιά
-Μετά φύγατε από τη Λεπτοκαρυά; Και πού πήγατε;
 ΄Εφυγάμι ύστιρα. Δεν είχαμι πού να ξιχειμουνιάσουμι. Μέσ’ στου τρύπχιου του δουμάτιου; Μπαραμουνή τ’ άι-Βασίλ’. Νέου έτους κι πήγαμι στου Λτόχουρου. Κι χιόν’. Κι πλάτς πλούτς μι τα πουδάργια. Να μην είνι νε αυτουκίνητα ιτότι νε τίπουτα. Φόρτουσάμι καναδυό στου μπλάρ’. Τυράγνια. Κι πάμι, θυμούμι, παραμουνή  τουν άι-Βασίλ’. Κι πού να πάμι; Πουθινά. Είπαν θα μας βρουν σπίτ’. Κι του βράδ’ ξημέρουσάμι στου Θουμά του Γκουκράν’. Ντ τχιά Γκαλλιόπα γΚουκράνινα ν’ είχι αδιρφή ι πιθιρόζ μ’. ΄Ηταν βράδ’ κι ι Διουνύ ’ης ξαφανίσκι. Πάει να παίξ’ χαρτιά. Μπαραμουνή π’ τουν άι-Βασίλ’. Κι η τχιά Καλλιόπα ικεί έφκιαναν πίτις. Ήταν  απού προυτίτιρα αυτοί παημέν’ (πααίνου=πηγαίνω) ικεί. Η Κουκράνινα. Απόχ’ ν’ Ιβγινιώ, του Μίχου. Κι σκώνουμέστι να φκιάσουμι πίτα. Μ’ πού να βρούμι πράγματα κι αλεύρ’. Ι Διουνύ ’ης πάει να παίξ’ χαρτιά. Μι Σκουτνιώτ’. Στου Χαΐρ’ ικεί σ’ ν’ άκρια. Κι έρχιτι του προυΐ ι Διουνύ ’ης κι καζάντζι λιφτά. [Ύστερα φύγαμε. Δεν είχαμε πού να ξεχειμωνιάσουμε. Μέσα στο δωμάτιο που ήταν γεμάτο τρύπες; Ήταν παραμονή του αγίου Βασιλείου (1949). Νέο έτος και πήγαμε στο Λιτόχωρο. Πολύ χιόνι. Βαδίζαμε με τα πόδια, πλάτσα, πλούτσα. Και τότε δεν υπήρχε ούτε συγκοινωνία ούτε τίποτα. Φορτώσαμε λίγα πράματα στο μουλάρι. Τυραννία! Κι φτάνουμε, θυμάμαι, την παραμονή του αγίου Βασιλείου. Και πού να πάμε; Στο άγνωστο. Μας υποσχέθηκαν ότι θα μας τακτοποιήσουν σε σπίτι. Πάντως, το βράδυ εκείνο κοιμηθήκαμε και ξημερώσαμε στο σπίτι που έμενε ο Θωμάς ο Κοκράνης. Τη θεία Καλλιόπη την Κοκράνινα την είχε αδερφή ο πεθερός μου. Ήταν βράδυ και ο Διονύσης εξαφανίστηκε. Πήγε στο καφενείο να παίξει χαρτιά. Ήταν άλλωστε παραμονή του αγίου Βασιλείου. Και η θεια μου η Καλλιόπα ετοίμαζε πίτες. Αυτοί είχαν εγκατασταθεί εκεί πρωτύτερα. Δηλαδή η Κοκράνινα. Που έχει κόρη την Ευγενιώ, γυναίκα του Μίχου. Και σηκωνόμαστε να ετοιμάσουμε πίτα. Αλλά πού να βρούμε τα απαραίτητα για την πίτα και ιδιαίτερα το αλεύρι; Ο Διονύσης έλλειπε για χαρτιά. Με Σκοτινιώτες. Εκεί στην άκρη της πλατειούλας «Χαΐρι».Το πρωί έρχεται ο Διονύσης στο σπίτι. Κέρδισε στα χαρτιά].
-Πόσα;
-Δε γξέρου, πάντους ήρθι χαρούμινους. ΄Εφκιασάμι κι πίτα. [Δε γνωρίζω. Πάντως ήρθε χαρούμενος. Ετοιμάσαμε και πίτα]. 
----------
Σημείωση: Συγγενείς της Πηνελόπης κατοικούν στη Λάρισα, οι γνωστοί Τρανταίοι. Φημίζονται για τα φιλόξενα αισθήματα. Το έζησα το 1957 ως σμηνίτης. Ευγνωμονώ τους αείμνηστους Νικόλα και Φώτω για την εγκάρδια περιποίηση. Ελάχιστο μνημόσυνο αποτελεί η παράθεση (περίληψη) του στενού οικογενειακού τους δέντρου.

ΤΡΑΝΤΑΣ, πατέρας του Γιαννούλη, (οι απόγονοι καταγράφονται όσους θυμάμαι και όπως τους λένε στο χωριό).

Α. Γαννούλς, σύζυγος (όπου σ= σύζυγος) Μαρία από Κρανιά Λάρισας.
            1. Πουτιός, σ. Μαρία Καραλού (Γεωργάκη).
                        α. Πηνελόπη, β. Γιώργος, γ. Γιάννης.
            2. Κώτσιος, σ. Αγγέλα Αθ. Καϊάκα-Καλαμάρα.

                   α. Γιάννης, β. Λάκης, γ. Πελαγία, δ. Αθηνά,

            3. Μιχάλης, σ. ξένη.
                        α. Γιάννης, σ. ξένη.
            4. Νίκος, σ. Φώτω Χρυσικού
                        α. Γιάννης, β. Μαριάνθη, γ. Γιώργος.
            5. Γιώργος, Σκοτώθηκε στον πόλεμο της Αλβανίας.
            6. Ελένη, σ. Απόστολος Συντριβάνης-μυλωνάς.
            7. Καλλιόπα, σ. Διονύσιος Πινακάς- «Βαρνάβας» (τον βγάλανε έτσι    γιατί είχε την ικανότητα να μιμείται τον Μητροπολίτη Βαρνάβα)
            8. Πηνέλου, σ. Νικόλας Πινακάς (η Πηνέλω πέθανε στην Κατοχή).
Β. Μιχάλης, αρραβωνιασμένος στο Παντιλέμινο. Αυτοκτόνησε από μελαγχολία.
Γ. Λένου,  σ. Ιωάννης Καλιαμπός.
Δ. Γραμματή, σ. Μανόλης Δάμπλιας.
Ε. Καλλιόπα, σ. Νικόλας Καρκαφίρης.

ΕΙΚΟΝΕΣ



                                         
                                       Διονύσης Λ. Οικονόμου, σύζυγος της Πηνελόπης
                                                      


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου