Η Τριανταφυλλιά (1885-1987), σύζυγος του
Ηρακλή Δάμπλια (1880-1948), το γένος Συντριβάνη
* * θυμάται τη ζωή στο χωριό (Άνω Σκοτίνα του Κάτω Ολύμπου) στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η συνέντευξη δόθηκε στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη την 1η Ιουνίου του 1985. Πολλοί τη φωνάζανε Αρακλού ή Αρακλήνινα.
* * θυμάται τη ζωή στο χωριό (Άνω Σκοτίνα του Κάτω Ολύμπου) στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η συνέντευξη δόθηκε στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη την 1η Ιουνίου του 1985. Πολλοί τη φωνάζανε Αρακλού ή Αρακλήνινα.
Η θεια ‘Ρακλήνινα
αφηγείται:
1.
ι Αρακλής (ο Ηρακλής)
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ. Ι Αρακλής είχι αδέρφια τ' Φώτου γΚαρκαφίρινα, ντ
Γραμματή Γκουνόμινα, αδιρφές. Του Μπουτιό, του Τζιόρτζη. Έφυγαν αυτοί μιτά.
Ξινουμίσκαν. Πού πάν, τι τράβηξαν! Απού μικρός ήταν στη Μπόλ'. Ήφιρι ένα
ντρουβά λίρις ιδώ κι τς ξόδιψι ούλις. Άνοιξι δουλειές. Ιδώ, ικεί. Άλλ' πλήρουναν, άλλ' δε μπλήρουναν. Ψούντζαν, άλλ' τόνα, άλλ'
τ’ άλλου. Καλά ήμασταν καμπόσα χρόνια. Κι τουν είπα μια βουλά του μακαρίτ'
-τώρα απού ‘χαμι ξιπέσ' λίγου-. Κάθουμάσταν. Διάβαζι φημιρίδα:
-Συλλουέσι, συλλουέσι.
Ιγώ
έπλιγα. Μ' έφυγι η θλιά κι δεν ήγλιπα να πάρου τ' θλιά κουντά στου καντήλ'. Μι
τ' λάμπα ιδώϊάϊα κι φουτχιά ιδώϊάϊα.
-Δε
γλέπς, μι λε'.
-Ιά, μωρέ,
δε μπαραγλέπου.
-Ιά βάλι
τα γυαλιά.
Έβαλα τα
γυαλιά τα θκά τ'. Μι πχιάσκαν μια χαρά. Του γκράτσα ικείνα κι πήγι ζ Γκατιρίν'
κι πήρι άλλα δικά τ'. Ύστιρα, μια μέρα
που ξέπισάμι κι ήμασταν άλλ' σιαδώ κι άλλ' σιακεί σκόρπχ', τουν είπα:
-Μπουτί
έφυγις απ' Μπόλ' κι ήρθις ιδώ στου χουργιό; Κι έφιρις τόσα χρήματα κι τα
ξόδιψις στουν ένα, στουν άλλου. . . κι
τώρα δεν έχουμι!
-Ισένα
ποιος θε να σ' έπιρνι; Άμα δεν έρχουμαν ιγώ;
ΚΟΙΝΗ: Ο Ηρακλής είχε αδέρφια: τη
Φώτω την Καρκαφίρινα, τη Γραμματή Οικονόμινα, τον Ποτιό, τον Τζόρτζη. Σκόρπισαν
εδώ κι εκεί μετά. Φύγανε στα ξένα. Πού πήγαν, τι τράβηξαν! Από μικρό παιδί ο
Ηρακλής ζούσε στην Πόλη. Εδώ στο χωριό επέστρεψε με ένα τορβά λίρες, αλλά το
έριξε στη σπατάλη και ξόδεψε όλα τα λεφτά. Ανοίχτηκε εδώ σε διάφορες δουλειές,
δεξιά, αριστερά. Άλλοι ήταν συνεπείς, πλήρωναν, άλλοι όχι. Ψώνιζαν οι άνθρωποι,
άλλος το μεν, άλλος το δε. Για αρκετά χρόνια ζούσαμε όμορφα. Κάποτε, εκεί που
καθόμασταν τα λέγαμε με το μακαρίτη. Ήταν εποχή που υποχώρησαν λίγο τα
οικονομικά μας. Καθόμασταν, διάβαζε εφημερίδα. Του λέω:
-Σε βλέπω να συλλογιέσαι, να
σκέφτεσαι.
Έπλεκα εγώ. Πάνω στο πλέξιμο,
μου φεύγει η θηλιά. Πλησιάζω κοντά στο καντήλι για να δω και να περάσω τη
βελονιά. Ζούσαμε κοντά στη φωτιά, στο τζάκι με τη μικρή λάμπα παρά δίπλα.
-Δε βλέπεις, μου λέει.
-Να, μωρέ, δεν καλοβλέπω.
-Για φόρεσε τα γυαλιά μου.
Φοράω τα γυαλιά του. Μου
ταίριασαν μια χαρά. Κράτησα εγώ εκείνα τα γυαλιά κι αυτός πήγε στην Κατερίνη κι
αγόρασε άλλα για τον εαυτό του. Έπειτα, άλλη μια δόση τον πλησιάζω για να τον
παρηγορήσω για την οικονομική μας πτώση. Τα είχαμε όλα σκόρπια, άλλα εδώ, άλλα
εκεί. Χάσαμε την τακτική. Του λέω:
-Γιατί άφησες την Πόλη και
ήρθες εδώ στο χωριό; Τόσα χρήματα έφερες και τα ξόδεψες άσκοπα, εδώ κι
εκεί...Και τώρα δεν έχουμε τίποτα.
-Εσένα ποιός θα σε
παντρεύονταν, αν δεν ερχόμουνα εγώ;
---------
Πρόγονοι Δάμπλαίων-παιδιά: Μανόλης, Δημήτριος, Βασίλειος Γραμματή, Καλή.
Πρόγονοι Δάμπλαίων-παιδιά: Μανόλης, Δημήτριος, Βασίλειος Γραμματή, Καλή.
Α’. Μανόλης:
1. Ηρακλής, σύζυγος
Τρανταφυλλιά Μιχ. Συντριβάνη
α) Τασιούλου, σ. Γ.
Τέλιος-Παντελής Κοκράνης.
β) Μαριγούλα, σ.
Δημητρός καραλής.
γ) Απόστολος, σ. Σοφία
Μαυροθεοδώρου από Θεσσαλονίκη
2.
Ποτιός, σ. Κουνιώ Ιω. Καλιαμπού
α). Μανόλης, σ. Σοφία Συντριβάνη
β) Παρασκευώ, σ. Γρηγόρης
Καλαμάρας-Καϊάκας
γ) Μαργαρίτα, σ. Γιώργος Δ.
Μήτσιος
δ) Μαριγούλα, σ. Γιώργος Α. Μαρνέλας
3.
Τζιόρτζης, πέθανε στην Αμερική
4. Φώτω: σ. Θανάσης Καρκαφίρης
5. Γραμματή, σ. Ποτιός Οικονόμου.
Β’. Δημήτριος: στρατιωτικός γιατρός στη Σάμο
Γ’. Βασίλης: σ. από Λεπτοκαρυά
1. Νικόλας Κουλιός, σ. Λένου Μήτρου
Χριστινόπουλου.
α)
Βασίλης, σ. Ζωή
β)
Γιώργος, σ. από Νιζιρό
γ)
Ηρακλής, σ. Φώτω Ποτιού Γκριμούρα
δ)
Μαριγούλα, σ. από Λάρισα
2. Μαρία, σ. Κώστας
από Λάρισα
Δ’. Γραμματή, σ. Παπαγιαννούλης, (τέκνα: Σπύρος,
Τέγος, Τριαντάφυλλος).
Ε’. Καλή, σ. Πολυζάς (μουχτάρς)- τέκνο: Νικολάκης
Γκριμούρας (γραμματέας Κοινότητας
Κουντουργιώτισσας (1920-1942).
----------
Σημείωση: η
Τριανταφυλλιά, κόρη του Μιχαήλ Συντριβάνη, υιοθετήθηκε από τον Απόστολο
Καλιαμπό (αδερφός του Γιάννη), ο οποίος ήταν παντρεμένος με τη θεια της
Γραμματή, αδερφή του πατέρα της Μιχάλη Συντριβάνη.
2. Χασίμης
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Τουρκία είχαμι. Έρχουνταν οι δασικοί Τούρκ'.
Ένας, Χασίμς λέγουνταν. Τουν είχαμι στου
δάσους. Φύλαγι. Τούρκους ήταν, μα ήταν σα ρουμιός. Άμα ιγώ τουν ήλιγα:
"Χασίμ', θα 'ρθώ να κόψου καναδυό
ξυλούλια, να φράξου του μπαχτσέ".
"Απ' τ' αρμάν' να μη γκόψ'",
μ' ήλιγι.
Τότι είχαμι
πουλλά γίδια. Έρχουνταν οι Τούρκ' να
μιτρήζν τα νοίκια απ' του βιο. Πόσου βιο έχς. Για του κάθι γίδ' έπιρναν του
φόρου. Κι' κείνους ήταν καλός. Ήγλιπι πού έκρυβαν τα γίδια κι δεν ήλιγι -δε
μαρτρούσι ντιπ. Μια βουλά πααίν' στου σπίτ' τ' Τράντα. Χτυπάει του παραθύρ.
Βγαίν' η μανιά η Τράντινα κι λέ':
-Τι, τι είνι,
Χασίμ';
-Βρε, πού τα ‘χιτι τα κρυμμένα;
Τα
βρήκι, μα δε μαρτύρσι. Ήταν καλός σα
χριστιανός. Κι τουν είχαμι κι αυτόν λίγου βάσανου στου χουργιό. Μας άφινι να
κόβουμι καμιά κουρφούλα για φασουλόξλου στους μπαχτσέδις. Ξένους ήταν, αλλά μας άφινι. Αυτός έμεινι στου σπίτ' ντ'
Βασιλάκ', του παλιό.
Στου
σχουλειό είχα μπαχτσέν ιγώ. Κι πάηναν τ' αρνίτχια κι τουν έτρουγαν. Τζ Βασιλάκινας
τ' αρνίτχια. Έτρουγαν του φύτρου, μπρασνάδα. Πάηνα ιγώ, χούϊαζα, ματαέσπιρνα.
Τι κάν' αυτός: Παίρ' φαρμάκ' κι πίτουρα. Τα ‘βαλι ικεί κι ψόφσαν τα πλιά ούλα.
Τζ Βασιλάκινας τα πλιά. Ε, αρχίτζι η Βασιλάκινα να φουνάζ' ικεί. Κακό! Κακό!
Βγαίνου κι' γω:
-Χριστιανή μ', ιμένα μη μι λες τίπουτα.
Ξαναβγαίνου, ξαναφουνάζου:
-Πριούκα,
πριούκα, πριούκα.
Ήταν
άστείους. Σα χριστιανός. Αλλ' έρχουνταν,
έτρουγαν ήπναν. Τότι είχαν Μαραζάν' (ραμαζάν), δεν έτρουγαν κι αυτοί. Τς
έβανάμι του λαγήν' μι του νιρό στου παραθύρ' κι του πουτήρ' να σκώνουντι νύχτα
να πίν'. Δεν έτρουγαν οι αγάδις. Νήστιβαν. Κι μας ήφιρι 'που μια καρφίτσα μι ντ
Γραμματή, θυμούμι. Ήταν κι καλοί, ήταν κι ανάπουδοι. Τουρκία ήταν μια βουλά.
ΚΟΙΝΗ Τουρκικό κράτος είχαμε τότε. Στο
χωριό διορίζονταν Τούρκοι δασικοί. Ένας από αυτούς λέγονταν Χασίμης. Ήταν
τοποθετημένος στην περιοχή μας, στο δάσος μας. Υπεύθυνος για τη φύλαξη του
δάσους. Ήταν Τούρκος, αλλά συμπεριφέρονταν σαν έλληνας. Όσες φορές εγώ του
έλεγα: "Χασίμη, θα 'ρθώ στο δάσος να κόψω μερικά μικρά ξύλα για να φράξω
τον μπαξέ μου", εκείνος απαντούσε: "Πρόσεξε, μην πλησιάζεις το
δάσος".
Τότε είχαμε πολλά γίδια.
Ερχόντουσαν οι Τούρκοι για να κάνουν καταμέτρηση των ενοικίων από την
περιουσία. Πόσα ζώα έχεις. Για το κάθε γίδι κρατούσανε ανάλογο φόρο. Και
εκείνος φερότανε με καλοσύνη. Αντιλαμβάνονταν πού κρύβανε τα γίδια οι χωριανοί
και δεν πρόδιδε. σε κανένα δε μαρτύραγε την περίπτωση. Μια φορά πάει στο σπίτι
του Τράντα. Χτυπάει από το παράθυρο. Βγαίνει έξω η γιαγιά η Τράντινα και λέει:
-Τι, συμβαίνει, Χασίμη;
-Βρε, θέλω να μου πεις που τα
έχετε τα κρυμμένα γίδια;
Του τα έδειξε, τα βρήκε, αλλά
δε μαρτύρησε σε κανένα. Ήταν καλός, λες και ήταν χριστιανός. Δε βαριέσαι, τον
είχαμε κι αυτόν στο χωριό να μας βασανίζει κάπου-κάπου. Μας επέτρεπε να κόβουμε
καμιά κορφούλα από τα κλαδιά, να ετοιμάζουμε φασολόξυλα για τους μπαξέδες.
Ξένος ήταν, αλλά μας επέτρεπε. Αυτός κοιμότανε στο σπίτι του Βασιλάκη
Παπαγεωργίου, το παλιό.
Πλάι στο δημοτικό σχολείο
εγώ καλλιεργούσα μπαξέ. Και πηδούσανε οι κότες και τρώγανε το μπαξέ. Οι κότες
της Βασιλάκινας. Καθώς φύτρωναν, μπαίνανε οι κότες και τα τρώγανε. Τρώγανε την
πρασινάδα. Εγώ, βέβαια, πήγαινα, έδιωχνα τις κότες, ξαναέσπερνα. Τι κάνει
αυτός: Αγοράζει φάρμακο και πίτουρα. Τα σκόρπισε εκεί στο κουμάσι της
Βασιλάκινας. Τα πουλιά ψόφησαν όλα. Της Βασιλάκινας τα πουλιά. Ε, σα βγαίνει
έξω η Βασιλάκινα κι αρχίζει τις φωνές! "Αμάν, τι κακό που με βρήκε!".
Βγαίνω εγώ έξω ακούγοντας τις φωνές:
-Χριστιανή μου, τι τα βάζεις
με μένα;
Ξαναβγαίνω έξω, ξαναφωνάζω τις
κότες:
-Πριούκα, πριούκα,
πριούκα.
Ήταν, πράγματι, αστείος,
δημιουργούσε κέφι. Συμπεριφέρονταν σα χριστιανός. Σαν κι αυτόν πολλοί μας
επισκέπτονταν, τρώγανε, γλένταγαν. Όταν, όμως, συνέπιπτε, να έχουν γιορτή
ραμαζανιού, απέφευγαν το φαγοπότι. (Από μέρους μας η περιποίηση ήταν πλήρης).
Τους βάζαμε στο παραθύρι το λαγήνι με το νερό και πλάι το ποτήρι, ώστε, όταν
σηκώνονται τη νύχτα, να πίνουν νερό. Δεν αρταίνονταν οι αγάδες. Κρατούσαν τη νηστεία.
Κάποτε μας έφερε και μας χάρισε από μια καρφίτσα, σε μένα και στη Γραμματή,
θυμάμαι. Ήταν κι καλοί, ήταν κι
ανάποδοι. Πάντως μιλάμε για χρόνια τουρκικής κατοχής.