Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Τουρκοκρατία: η Αρακλού





     Η Τριανταφυλλιά (1885-1987), σύζυγος του Ηρακλή Δάμπλια (1880-1948), το γένος Συντριβάνη
*  * θυμάται τη ζωή στο χωριό (Άνω Σκοτίνα του Κάτω Ολύμπου) στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η συνέντευξη δόθηκε στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη την 1η Ιουνίου του 1985.  Πολλοί τη φωνάζανε Αρακλού ή Αρακλήνινα. 
 
Η θεια ‘Ρακλήνινα αφηγείται:

1.      ι Αρακλής (ο Ηρακλής)  
  
 
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ. Ι Αρακλής είχι αδέρφια τ' Φώτου γΚαρκαφίρινα, ντ Γραμματή Γκουνόμινα, αδιρφές. Του Μπουτιό, του Τζιόρτζη. Έφυγαν αυτοί μιτά. Ξινουμίσκαν. Πού πάν, τι τράβηξαν! Απού μικρός ήταν στη Μπόλ'. Ήφιρι ένα ντρουβά λίρις ιδώ κι τς ξόδιψι ούλις. Άνοιξι δουλειές. Ιδώ,  ικεί. Άλλ' πλήρουναν,  άλλ' δε μπλήρουναν. Ψούντζαν, άλλ' τόνα, άλλ' τ’ άλλου. Καλά ήμασταν καμπόσα χρόνια. Κι τουν είπα μια βουλά του μακαρίτ' -τώρα απού ‘χαμι ξιπέσ' λίγου-. Κάθουμάσταν. Διάβαζι φημιρίδα:
      -Συλλουέσι,  συλλουέσι.
      Ιγώ έπλιγα. Μ' έφυγι η θλιά κι δεν ήγλιπα να πάρου τ' θλιά κουντά στου καντήλ'. Μι τ' λάμπα ιδώϊάϊα κι φουτχιά ιδώϊάϊα.
      -Δε γλέπς,  μι λε'.
      -Ιά,  μωρέ,  δε μπαραγλέπου.
      -Ιά βάλι τα γυαλιά.
      Έβαλα τα γυαλιά τα θκά τ'. Μι πχιάσκαν μια χαρά. Του γκράτσα ικείνα κι πήγι ζ Γκατιρίν' κι πήρι άλλα δικά τ'. Ύστιρα,  μια μέρα που ξέπισάμι κι ήμασταν άλλ' σιαδώ κι άλλ' σιακεί σκόρπχ', τουν είπα:
      -Μπουτί έφυγις απ' Μπόλ' κι ήρθις ιδώ στου χουργιό; Κι έφιρις τόσα χρήματα κι τα ξόδιψις στουν ένα,  στουν άλλου. . . κι τώρα δεν έχουμι!
      -Ισένα ποιος θε να σ' έπιρνι; Άμα δεν έρχουμαν ιγώ;

ΚΟΙΝΗ: Ο Ηρακλής είχε αδέρφια: τη Φώτω την Καρκαφίρινα, τη Γραμματή Οικονόμινα, τον Ποτιό, τον Τζόρτζη. Σκόρπισαν εδώ κι εκεί μετά. Φύγανε στα ξένα. Πού πήγαν, τι τράβηξαν! Από μικρό παιδί ο Ηρακλής ζούσε στην Πόλη. Εδώ στο χωριό επέστρεψε με ένα τορβά λίρες, αλλά το έριξε στη σπατάλη και ξόδεψε όλα τα λεφτά. Ανοίχτηκε εδώ σε διάφορες δουλειές, δεξιά, αριστερά. Άλλοι ήταν συνεπείς, πλήρωναν, άλλοι όχι. Ψώνιζαν οι άνθρωποι, άλλος το μεν, άλλος το δε. Για αρκετά χρόνια ζούσαμε όμορφα. Κάποτε, εκεί που καθόμασταν τα λέγαμε με το μακαρίτη. Ήταν εποχή που υποχώρησαν λίγο τα οικονομικά μας. Καθόμασταν, διάβαζε εφημερίδα. Του λέω:
      -Σε βλέπω να συλλογιέσαι, να σκέφτεσαι.
      Έπλεκα εγώ. Πάνω στο πλέξιμο, μου φεύγει η θηλιά. Πλησιάζω κοντά στο καντήλι για να δω και να περάσω τη βελονιά. Ζούσαμε κοντά στη φωτιά, στο τζάκι με τη μικρή λάμπα παρά δίπλα. 
      -Δε βλέπεις, μου λέει.
      -Να, μωρέ, δεν καλοβλέπω.
      -Για φόρεσε τα γυαλιά μου.
      Φοράω τα γυαλιά του. Μου ταίριασαν μια χαρά. Κράτησα εγώ εκείνα τα γυαλιά κι αυτός πήγε στην Κατερίνη κι αγόρασε άλλα για τον εαυτό του. Έπειτα, άλλη μια δόση τον πλησιάζω για να τον παρηγορήσω για την οικονομική μας πτώση. Τα είχαμε όλα σκόρπια, άλλα εδώ, άλλα εκεί. Χάσαμε την τακτική. Του λέω:
      -Γιατί άφησες την Πόλη και ήρθες εδώ στο χωριό; Τόσα χρήματα έφερες και τα ξόδεψες άσκοπα, εδώ κι εκεί...Και τώρα δεν έχουμε τίποτα.
      -Εσένα ποιός θα σε παντρεύονταν, αν δεν ερχόμουνα εγώ;
        --------- 
                  Πρόγονοι Δάμπλαίων-παιδιά: Μανόλης, Δημήτριος, Βασίλειος Γραμματή, Καλή.

Α’. Μανόλης:
1. Ηρακλής, σύζυγος Τρανταφυλλιά Μιχ. Συντριβάνη
α) Τασιούλου, σ. Γ. Τέλιος-Παντελής Κοκράνης.
β) Μαριγούλα, σ. Δημητρός καραλής.
γ) Απόστολος, σ. Σοφία Μαυροθεοδώρου από Θεσσαλονίκη                  
            2. Ποτιός,  σ. Κουνιώ Ιω. Καλιαμπού
α). Μανόλης, σ. Σοφία Συντριβάνη
β) Παρασκευώ, σ. Γρηγόρης Καλαμάρας-Καϊάκας
γ) Μαργαρίτα, σ. Γιώργος Δ. Μήτσιος       
δ) Μαριγούλα, σ. Γιώργος Α. Μαρνέλας
            3. Τζιόρτζης, πέθανε στην Αμερική
4. Φώτω: σ. Θανάσης Καρκαφίρης
5. Γραμματή, σ. Ποτιός Οικονόμου.
Β’. Δημήτριος: στρατιωτικός γιατρός στη Σάμο
Γ’. Βασίλης: σ. από Λεπτοκαρυά
1. Νικόλας Κουλιός, σ. Λένου Μήτρου Χριστινόπουλου.
            α) Βασίλης, σ. Ζωή
            β) Γιώργος, σ. από Νιζιρό
            γ) Ηρακλής, σ. Φώτω Ποτιού Γκριμούρα
            δ) Μαριγούλα, σ. από Λάρισα
2. Μαρία, σ. Κώστας από Λάρισα
Δ’. Γραμματή, σ. Παπαγιαννούλης, (τέκνα: Σπύρος, Τέγος, Τριαντάφυλλος).
Ε’. Καλή, σ. Πολυζάς (μουχτάρς)- τέκνο: Νικολάκης Γκριμούρας (γραμματέας    Κοινότητας Κουντουργιώτισσας (1920-1942).
----------
Σημείωση: η Τριανταφυλλιά, κόρη του Μιχαήλ Συντριβάνη, υιοθετήθηκε από τον Απόστολο Καλιαμπό (αδερφός του Γιάννη), ο οποίος ήταν παντρεμένος με τη θεια της Γραμματή, αδερφή του πατέρα της Μιχάλη Συντριβάνη.
                          
2. Χασίμης

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Τουρκία είχαμι. Έρχουνταν οι δασικοί Τούρκ'. Ένας,  Χασίμς λέγουνταν. Τουν είχαμι στου δάσους. Φύλαγι. Τούρκους ήταν, μα ήταν σα ρουμιός. Άμα ιγώ τουν ήλιγα: "Χασίμ',  θα 'ρθώ να κόψου καναδυό ξυλούλια,  να φράξου του μπαχτσέ". "Απ' τ' αρμάν' να μη γκόψ'",  μ' ήλιγι.            
      Τότι είχαμι πουλλά γίδια. Έρχουνταν οι Τούρκ'  να μιτρήζν τα νοίκια απ' του βιο. Πόσου βιο έχς. Για του κάθι γίδ' έπιρναν του φόρου. Κι' κείνους ήταν καλός. Ήγλιπι πού έκρυβαν τα γίδια κι δεν ήλιγι -δε μαρτρούσι ντιπ. Μια βουλά πααίν' στου σπίτ' τ' Τράντα. Χτυπάει του παραθύρ. Βγαίν' η μανιά η Τράντινα κι λέ':
      -Τι,  τι είνι,  Χασίμ';
      -Βρε,  πού τα ‘χιτι τα κρυμμένα;
      Τα βρήκι,  μα δε μαρτύρσι. Ήταν καλός σα χριστιανός. Κι τουν είχαμι κι αυτόν λίγου βάσανου στου χουργιό. Μας άφινι να κόβουμι καμιά κουρφούλα για φασουλόξλου στους μπαχτσέδις. Ξένους ήταν,  αλλά μας άφινι. Αυτός έμεινι στου σπίτ' ντ' Βασιλάκ',  του παλιό.
          Στου σχουλειό είχα μπαχτσέν ιγώ. Κι πάηναν τ' αρνίτχια κι τουν έτρουγαν. Τζ Βασιλάκινας τ' αρνίτχια. Έτρουγαν του φύτρου, μπρασνάδα. Πάηνα ιγώ, χούϊαζα, ματαέσπιρνα. Τι κάν' αυτός: Παίρ' φαρμάκ' κι πίτουρα. Τα ‘βαλι ικεί κι ψόφσαν τα πλιά ούλα. Τζ Βασιλάκινας τα πλιά. Ε, αρχίτζι η Βασιλάκινα να φουνάζ' ικεί. Κακό! Κακό! Βγαίνου κι' γω:
      -Χριστιανή μ', ιμένα μη μι λες τίπουτα.
      Ξαναβγαίνου, ξαναφουνάζου:
      -Πριούκα, πριούκα, πριούκα.
      Ήταν άστείους. Σα χριστιανός. Αλλ' έρχουνταν,  έτρουγαν ήπναν. Τότι είχαν Μαραζάν' (ραμαζάν), δεν έτρουγαν κι αυτοί. Τς έβανάμι του λαγήν' μι του νιρό στου παραθύρ' κι του πουτήρ' να σκώνουντι νύχτα να πίν'. Δεν έτρουγαν οι αγάδις. Νήστιβαν. Κι μας ήφιρι 'που μια καρφίτσα μι ντ Γραμματή, θυμούμι. Ήταν κι καλοί, ήταν κι ανάπουδοι. Τουρκία ήταν μια βουλά.

ΚΟΙΝΗ  Τουρκικό κράτος είχαμε τότε. Στο χωριό διορίζονταν Τούρκοι δασικοί. Ένας από αυτούς λέγονταν Χασίμης. Ήταν τοποθετημένος στην περιοχή μας, στο δάσος μας. Υπεύθυνος για τη φύλαξη του δάσους. Ήταν Τούρκος, αλλά συμπεριφέρονταν σαν έλληνας. Όσες φορές εγώ του έλεγα: "Χασίμη, θα 'ρθώ στο δάσος να κόψω μερικά μικρά ξύλα για να φράξω τον μπαξέ μου", εκείνος απαντούσε: "Πρόσεξε, μην πλησιάζεις το δάσος".     
      Τότε είχαμε πολλά γίδια. Ερχόντουσαν οι Τούρκοι για να κάνουν καταμέτρηση των ενοικίων από την περιουσία. Πόσα ζώα έχεις. Για το κάθε γίδι κρατούσανε ανάλογο φόρο. Και εκείνος φερότανε με καλοσύνη. Αντιλαμβάνονταν πού κρύβανε τα γίδια οι χωριανοί και δεν πρόδιδε. σε κανένα δε μαρτύραγε την περίπτωση. Μια φορά πάει στο σπίτι του Τράντα. Χτυπάει από το παράθυρο. Βγαίνει έξω η γιαγιά η Τράντινα και λέει:
      -Τι, συμβαίνει, Χασίμη;
      -Βρε, θέλω να μου πεις που τα έχετε τα κρυμμένα γίδια;
      Του τα έδειξε, τα βρήκε, αλλά δε μαρτύρησε σε κανένα. Ήταν καλός, λες και ήταν χριστιανός. Δε βαριέσαι, τον είχαμε κι αυτόν στο χωριό να μας βασανίζει κάπου-κάπου. Μας επέτρεπε να κόβουμε καμιά κορφούλα από τα κλαδιά, να ετοιμάζουμε φασολόξυλα για τους μπαξέδες. Ξένος ήταν, αλλά μας επέτρεπε. Αυτός κοιμότανε στο σπίτι του Βασιλάκη Παπαγεωργίου, το παλιό.
          Πλάι στο δημοτικό σχολείο εγώ καλλιεργούσα μπαξέ. Και πηδούσανε οι κότες και τρώγανε το μπαξέ. Οι κότες της Βασιλάκινας. Καθώς φύτρωναν, μπαίνανε οι κότες και τα τρώγανε. Τρώγανε την πρασινάδα. Εγώ, βέβαια, πήγαινα, έδιωχνα τις κότες, ξαναέσπερνα. Τι κάνει αυτός: Αγοράζει φάρμακο και πίτουρα. Τα σκόρπισε εκεί στο κουμάσι της Βασιλάκινας. Τα πουλιά ψόφησαν όλα. Της Βασιλάκινας τα πουλιά. Ε, σα βγαίνει έξω η Βασιλάκινα κι αρχίζει τις φωνές! "Αμάν, τι κακό που με βρήκε!". Βγαίνω εγώ έξω ακούγοντας τις φωνές:
      -Χριστιανή μου, τι τα βάζεις με μένα;
      Ξαναβγαίνω έξω, ξαναφωνάζω τις κότες:
      -Πριούκα,  πριούκα,  πριούκα.
      Ήταν, πράγματι, αστείος, δημιουργούσε κέφι. Συμπεριφέρονταν σα χριστιανός. Σαν κι αυτόν πολλοί μας επισκέπτονταν, τρώγανε, γλένταγαν. Όταν, όμως, συνέπιπτε, να έχουν γιορτή ραμαζανιού, απέφευγαν το φαγοπότι. (Από μέρους μας η περιποίηση ήταν πλήρης). Τους βάζαμε στο παραθύρι το λαγήνι με το νερό και πλάι το ποτήρι, ώστε, όταν σηκώνονται τη νύχτα, να πίνουν νερό. Δεν αρταίνονταν οι αγάδες. Κρατούσαν τη νηστεία. Κάποτε μας έφερε και μας χάρισε από μια καρφίτσα, σε μένα και στη Γραμματή, θυμάμαι. Ήταν κι καλοί,  ήταν κι ανάποδοι. Πάντως μιλάμε για χρόνια τουρκικής κατοχής.

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

εκκλησίες: Αγία Παρασκευή




Εξωκκλήσι με ένα κλίτος στα ΝΑ της Κάτω Σκοτίνας (υψόμετρο 100 μ.). Περνούμε το «αναβρικό τ’ Αγγέλ’» με κατεύθυνση προς το Παντελεημονίτικο και συναντούμε την εκκλησιά περί τα 500 μ. περίπου, κρυμμένη στα γαβριά. Πανύψηλα τα πουρνάρια που την περιτριγυρίζουν. Πριν το 1976 (επί π. Ιω. Μπιλιάγκα) καταστρέφεται η παλιά και σε νέα θεμέλια κτίζεται καινούρια. Πανηγυρίζει στις 26 Ιουλίου.
Αναφορικά με την εξέλιξη στη σημερινή μορφή του ναού, συντοπίτες  (τους οποίους ευγνωμονώ) μας πληροφορούν. Παραθέτω αυτούσια τις αφηγήσεις τους:


1. Ο παπά Γιάννης Σκρέτας (1926-2008) υποστηρίζει: «Η Αγία Παρασκευή, όταν ήρθα εγώ, (1976) ήταν καλοφκιαγμένη. Έφυγαν τοίχοι, σοφάδες και ύστερα έγινε εκ θεμελίων». Την εποχή εκείνη το εκκλησιαστικό συμβούλιο απαρτίζονταν από τους: Δημήτριο Μαρνέλα, Γεώργιο Γεργολά, Αστέριο Μάνο, Αναστάσιο Γκριμούρα, Διονύσιο Γερομιχαλό, Διονύσιο Καρκαφίρη (Πράξη 11/31.12.1980).





Διονύσης Στύλος
 2. Διονύσης Στύλος (Τσιακμάκης) θα μας θυμίσει πως ο χώρος της Αγίας Παρασκευής στα παλιά τα χρόνια «ήταν χωριό. Ήταν οι Παρασκιβιώτις, οι Κουρκουφουλιώτις, χουριά ξακουσμένα. Οι Αγιοπαρασκιβιώτις ήταν μέχρι τα χουράφια τς Μύλιας» (συνέντευξη 7. 7. 1982).

        
3. Γιώργος Δ. Καλαμάρας πρώην ιεροψάλτης, σε συνέντευξη που δόθηκε το καλοκαίρι του 2013 τονίζει: «Ο παππούς ο Σντριβάντζ Μιχαήλ μ’ έλιγι ότι ήταν μια μικρή εκκλησούλα κι αυτή έπεσε. Χωρίς να δώσ’ σημασία κανένας. Το ’60 πήγα εγώ και την έφκιασα. Εγώ είπα τους Μπλιτσαίους (κτίστες) να κάνω ένα καλό. Και πήγαν. Εγώ επί ποδός πολέμου, να κουβαλάου πέτρις κι σ’ είπα μ’ είπις κι τα πάντα, όπους για ένα σπίτ’. Έτσ’ το ήθελα. Το ήθελε η ψυχή μ’. Ήμουνα 35 χρονών, παντρεμένος με παιδιά. Δυστυχώς ύστερα από 2-3 χρόνια δόθκι αφορμή, έπεσε. Έπεσαν οι κουρές. Εάν έβαζαν πιο χτυπητή ασβέστ’ δε θα πάθηνι τίποτα. Ξαναχτίστηκε εκ νέου διότι ήταν ζμπαραλιαζμέν. Επιτροπή ήταν: Γιάντζ Μάνος, Βασίλς τζ Γρηγόρινας Γιρμπχαλός, Γιάντζ Παραμύθας».

Γιώργος Δ. Καλαμάρας (στο πλάι η σύζυγός του Κατίνα Σαούλια)

Ο Γεώργιος Καλαμάρας προσπάθησε (και το έπραξε το 1960), με δική του δαπάνη, να κτίση το "ερείπιο" εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής.. 


4. Χρήστος Θ. Τράντας (1935-2005) σε συνέντευξη που δόθηκε το καλοκαίρι του 2001 είπε: «Πριν ήταν εκκλησούλα μικρή, παρατμέν’. Ικεί που ήταν η παλιά, ικεί έγινι κι η κινούργια. Το ιερό πιο κάτ’. Ιγώ ν’ έχτισα όλ’. Μετακινήθηκι λίγου πιό χαμηλά. Ιγώ ήμαν μάστορας. Λασπιάη * είχα τς Πινέλους του πιδί, το Νίκο τ’ Πολυχρού, που σκουτώθκι σε τροχαίο». Ο αδερφός του Θεοχάρης με πληροφορεί ότι οι εργασίες γίνανε το έτος 1983.                               

1ος μάστορας Χρήστος Τράντας
                                                          
                                                                                            
 
 2ος  μάστορας - Θεοχάρης Τράντας

* λασπιάη λέμε τον εργάτη που προετοιμάζει τη λάσπη (σήμερα χαρμάνι) για το κτίσιμο του σπιτιού. Ο Θεοχάρης Θ. Τράντας (Ιούλιος 2014) λέει: «Από πιο παλιά κουβαλούσαν λάσπ’ σε φαρδύ σανίδ’. Το σανίδ’ αυτό λέγουνταν καζάκα. Γκαζάκα (την καζάκα) ν’ έβαζαν στουν ώμου. Απάν στου σανίδ’ βάζανε τη λάσπ’. Άλλες φορές αντί για καζάκα είχαν κουπανί. Πρόλαβα εγώ το «Βαρνάβα» (παρατσούκλι του κτίστη Διονύση Μπλέτσιου-Πινακά) που έκτιζι μι λάσπ’ Τότε δεν υπήρχαν ασβέστες». Δηλαδή καζάκα είναι φορητή κάσα από μια σειρά σανιδιών. Χρησιμοποιείται στις γεωργικές εργασίες. Κουβαλάνε πέτρες. "Μια καζάκα πέτρις" (Πινέλου Στύλου-Πολυχρού, Ιούλιος 2002). Ο Γιώργος Κ. Καραμέλιος στο βιβλίο «το γλωσσικό ιδίωμα των γηγενών Κίτρους Πιερίας», Κίτρος 2014, υπογραμμίζει: «καζάκα (η), μέσο μεταφοράς της κοπριάς των ζώων από το στάβλο μέχρι τον τόπο αποθέσεως (κουπριά) σε ένα απόμακρο μέρος της αυλής. Η καζάκα έμοιαζε με φορείο ασθενοφόρου που στη θέση του μουσαμά είχε πλέγμα από βέργες λιγαριάς που σχημάτιζαν ένα είδος πλεκτής σκάφης: πρώτα γίνουνταν του ξ’άρσμα μι του φκυάρ’ μές στ’ αχούρ’, ύστιρας του γιόμσμα τς καζάκας…»..

Ο βίος της Αγίας Παρασκευής: Έζησε στη Ρώμη τον β΄ μ.χ. αιώνα. Κόρη των χριστιανών Αγάθωνα και Πολιτείας. Πήρε το όνομα Παρασκευή γιατί γεννήθηκε μέρα Παρασκευή. Κατά την παράδοση ο αυτοκράτορας Αντωνίνος (138 – 160 μ.Χ.) διέταξε και την έβαλαν σε ένα καζάνι με καυτό λάδι και πίσσα. Είδε, όμως, την αγία να είναι άθικτη. Ραντίζει το πρόσωπό του με το υγρό αυτό του λέβητα και αμέσως τυφλώθηκε. Η αγία προσεύχεται και χαρίζει το φως στον αυτοκράτορα, ο οποίος πίστεψε στο Χριστό. Αργότερα επί αυτοκράτορος Αντωνίνου του Πίου βασανίζεται για την ομολογία της πίστης της και αποκεφαλίζεται. Ο λαός πιστεύει ότι η αγία Παρασκευή γιατρεύει ασθένειες των ματιών. (Άρη Ψιαρή, Βυζαντινοί ύμνοι στη νεοελληνική, σελ.205).

            Στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής η παρουσία των κατοίκων του χωριού είναι σύσσωμη. ΄Η, τουλάχιστο, ένα μέλος της οικογένειας πρέπει να πάρει μέρος στη λατρεία κατά τη μέρα αυτή. Τελευταία παρατηρείται προσέλευση προσκυνητών και από τα γύρω χωριά.

ΕΙΚΟΝΕΣ:

                           


Στύλος Α. Αθαν.



                                    




Διακρίνονται, από αριστερά: Θανάσης Σακελλάρης, Γιάννης Καλιαμπός, Θωμάς Στύλος (επίτροπος), παπά Μιχάλης Βλέτσης, Θανάσης Χριστινόπουλος (επίτροπος), Δημήτρης Καρκαφίρης -Τσιούρβας (φωτογραφία 2010).

                                                                                              




Μετά την "Απόλυση" και προσφορά του "Αντιδώρου¨
έχουμε την έξοδο των προσκυνητών. Δίνουν μεταξύ
τους "χειριά", ανταλλάσσουν ευχές και λένε στις
Βούλες και Παρασκευούλες -που είναι "άσωτες στη
 Σκοτίνα- "ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ".






                                             

                                                  Την καμπάνα πάει να «βαρέσει» 
                                                  η Μαρία Ιω. Καλιαμπού, όταν 
                                                  πήγε να προσκυνήσει την Εικόνα 
                                                  της Αγίας Παρασκευής. Ήταν
                                                  μούρκια-σούρουπο της 11 
                                                  Ιουλίου 2010.

    



























































































































































Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

εκκλησίες: Αϊ-Λιάς.




ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
                                                
Στο καραούλι, ανάμεσα στην Κάτω και Άνω Σκοτίνα (υψ.600 μ.) σώζεται μικρό εκκλησάκι του προφήτη Ηλία. Ανήκει στην ιδιοκτησία του μακαρίτη Αποστόλου Παπαζιώγα. Παλιότερα κατά τη μέρα της γιορτής (20 Ιουλίου) ανέβαινε αρκετός κόσμος και συμμετείχε στη Θεία Λειτουργία, η οποία γινότανε από τον εκάστοτε εφημέριο ιερέα της Σκοτίνας. Ερείπια από πάμπολλα ντουβάρια δηλώνουν, πως, στα παλιά χρόνια ήταν χτισμένο χωριό.

1. το κτήμα. Ο πατέρας των Παπαζιωγαίων, παπά Θανάσης άφησε στο γιο του Απόστολο το κτήμα που ήταν κοντά στο παλιό χωριό, ερείπια του οποίου σώζονται ακόμα. Ο Απόστολος μέσα στο κτήμα κτίζει τη μικρή εκκλησούλα. Ο Θεοχάρης Β. Συντριβάνης (1913-2002) σε συνέντευξη που δόθηκε το Δεκέμβρη του 1999) εξιστορεί: «...Μιτά ήρθι ι Παπαζιώγας απ’ ντ Βούρπα *. Είχι στα μπαΐρια ‘π’ τουν Αϊλιά του μπαχτσέ. Μέσ’ στ’ φτιριά. Όταν ήρθι αυτός ι παπάς απ’ αυτού σιαπάν’ ** τουν έδουσι του χουργιό αυτόν του μπαχτσέν. Ήταν βακούφκου του μέρους. Κι τουν έδουσαν αυτό του μπαΐρ κι το ‘φκιασι μπαχτσέν. Τουν έδουσι η επιτρουπή  απού ν’ ικκλησιά. Ύστιρα πέθανι αυτός ι παπάς κι άφσι κληρουνόμουν τουν Απουστόλ’». [Αργότερα ήρθε ο Παπαζιώγας από τη Βούρπα. Εκεί υπηρετούσε ώς ιερέας. Αυτός στη δικαιοδοσία του είχε τον μπαχτσέ που ήταν εκεί στις πλαγιές του Αϊ-Λιά. Συγκεκριμένα στην πλαγιά τη γεμάτη με φτέρες. Την εποχή, λοιπόν, που αυτός ο παπάς από τα μακρινά μέρη ήρθε στη Σκοτίνα, έδωσε στον Αποστόλη τον μπαχτσέ αυτόν που ήταν μέσα στην φτεριά. Το μέρος ήταν βακούφικο, εκκλησιαστικό. Του χάρισε αυτόν τον τόπο, που, στη συνέχεια, καλλιεργήθηκε και έγινε κήπος, μπαχτσές. Η επιτροπή της εκκλησίας έδωσε αρχικά το μέρος αυτό στον παπά. Κατόπιν πέθανε αυτός ο παπάς και άφησε κληρονόμο το γιο του τον Αποστόλη].
----------
* Η Όλγα Χρυσικού-Μπιλιάγκα το καλοκαίρι του 2005 μου δίνει συνέντευξη και τονίζει: «Ι παπά Θανά 'ης ήρθι χήρους μι τα πιδιά ιδώ μικρός κι τα σταλιάισι ύστιρα [ο παπά Θανάσης Παπαζιώγας ήταν χήρος όταν ήρθε στο χωριό μας. Μαζί του έφερε και τα παιδιά του. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό].

Ο π. Γεώργιος Μπιλιάγκας αναφέρει: "Αθανάσιος Παπαζιώγας, εφημέριος στη Βούρμπα Ελασσόνας».

Συγγένεια: π. Αθανάσιος, σύζυγος παπαδιά «Μαρία από Παντιλέμινο, Χατζαίικο σόι».. Παιδιά:

1. Ιωάννης, σύζυγος Κατίνα Καλαμάρα  
2. Απόστολος, σ.  Τασιούλα Καρκαφίρη        
3. Γιώργος, πέθανε από ανακοπή σε ένα γάμο.             
4. Δημήτριος, σ. Δέσποινα Ισαακίδου-Κωνσταντινούπολη.             
5. Νικόλαος , σ. Γραμματή Οικονόμου.      
6. Βασίλειος (1905-1991), ιερέας, σ. Τριανταφυλλιά Ε. Δάμπλια.


Παιδιά του Αποστόλου και Τασούλας Παπαζιώγα: Αθανάσιος, Γεώργιος, Μανόλης, Αθηνά, Πόπη, Φωτεινή, Μαρία,

ιερέας Αθανάσιος Παπαζιώγας (1850-1927).




Σημείωση: η φωτογραφία πάρθηκε από αναρτημένη συλλογή φωτογραφιών ιερατείου που βρίσκεται στην αίθουσα του ιερού ναού Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Σκοτίνας. Η επιμέλεια ανήκει στον π. Γεώργιο Μπιλιάγκα π. προϊστάμενο του ιερού ναού Θείας Αναλήψεως Κατερίνης.


** «απ’ αυτού σιαπάν». Δεν ενδιαφέρει τον κόσμο πώς λέγεται το χωριό. Γι’ αυτό και τοποθετούν τον τόπο «απ’ αυτού σιαπάν’» (δηλαδή ήρθε ο παπάς από μακριά, από περιοχή που βρίσκεται προς τα πάνω, περιφέρεια Ελασσόνας).
 
2. Πατσιά ‘π’ τουν Αϊ-Λιά. Στο ανηφορικό μονοπάτι, συναντούμε την τοποθεσία που φέρει το όνομα πατσιά 'π' τουν Αϊ-λιά. Πρόκειται για μια μεγάλη πέτρινη πλάκα. Κατά την παράδοση, αποτυπώθηκε η πατησιά του αλόγου του προφήτη, καθώς περνούσε από το σημείο εκείνο. Από το περιστατικό αυτό, ολόκληρη η πλαγιά πήρε το όνομα "πατσιά 'π' τουν Αϊ-λιά". Ο Διονύσης Στύλος (τσιακμάκς) αναφέρει: «απ’ του λάκκου Τσιόκα φτάνουμι στα Γκρέκια. Παραπάν’ υπάρχει ένα ανάιρου (λεν του δρόμου). Πάμι προς τα δω, στα ίσια, γυρίζουμι πάλι προς τα ‘κεί να βγάλουμι ν’ ανηφόρα. Φέρουμι 2- 3 κλώζματα κι ανταμώνουμι μπέτρα (την πέτρα). ΄Ηλιγαν οι παππούδις ότι δήθιν ικείνα τα χρόνια ήρθι ι Αϊ-Λιάς στου άλουγου καβάλα. Ικεί που πέρασι ακούμπσι ζ μπέτρα η νουρά ‘π’ τ’ άλουγου. ΄Αφσι πατσιά (πατησιά) κι μια γραμμή ‘π’ ν’ ουρά (από την ουρά του αλόγου). Πιο πάν απ’ μπατσιά ‘π’ τουν Αϊ-Λιά είνι δυο πέτρις μιγάλις, ινουμένις (ενωμένες). Κι μέσα στου ένουμα ήταν μια χαβούζα, μια σκισιά (σχισμάδα). Εάν βάλουμι του ‘φτί ικεί, ακούμι έναν αέραν, μια βουή, έναν κρότουν. Έναν αέραν, πότι θιρμόν, πότι κρύουν. Αυτό γίνιτι κι σήμιρα».

3. πανοραμική θέα. Ο ορίζοντας από ‘κεί πάνω εξαίρετος. Προς την ανατολή εκτείνεται ο κάμπος της Σκοτίνας, ο οποίος στο βάθος ενώνεται με την καταγάλανη θάλασσα του Θερμαϊκού. Προς τη δύση απολαμβάνεις τα πεύκα, τα έλατα, τις οξιές και τα βράχια «‘π’ τα Μαγγούρια» * με τα σταυρωτά τρόχαλα. Προς βορρά αντικρύζεις απότομες χαράδρες του γερο-΄Ολυμπου και τον κάμπο της Λεπτοκαρυάς. Προς νότο το μάτι σου χάνεται στις απέναντι ράχες, χαλιά στρωμένα από κασταναριά. Περίφανη φαντάζει η λάκκα (ή μπάρα) του Πρίπουρα **.
----------
* Μαγκούρια (τα), τοπων. στην Άνω Σκοτίνα, στη ράχη με τα έλατα. "Ικεί είνι ούλου ουστριά, φαίνουντι ικεί τα σταυρουτά τα τρόχαλα" (Διονύσης Στύλος). Για την προέλευση της ονομασίας δε μπορούμε να βρούμε άκρη. Κατά την παράδοση λένε, πως κάποιος έλεγε ότι τα Μαγκούρια έχουν πολύ πλυξάρι. Τα πλυξάρια (πυξάρια) σε παλιούς χρόνους τα ελατομούσαν, τα κατέβαζαν στην Κάτω Σκοτινα και τα 'φκιαναν κλίτσες, μαγκούρες.
** Στον Πρίπουρα, όπου κοπάδι 5-6 λύκων -θάταν το ’45- εγκλόβισε ένα άλλο κοπάδι. Τα γίδια του μακαρίτη Διονύση Τράντα. Απομόνωσαν τα σκυλιά και σπρώξανε τα γίδα προς τις «μπουλντούκες» στα Καμίνια (=βαθιές μπάρες στην τοποθεσία «Καμίνια»). Βαρύς ήταν ο χιονιάς. Ο υπογράφων αποτελεί μαρτυρία αψευδή. Έβοσκε τα γίδια στο προσήλιο τ’ αϊ-Λιά αγναντεύοντας απέναντι στ’ ανήλιο τους λύκους να κουμαντάρουν τα γίδια στον Πρίπουρα.

ΕΙΚΟΝΕΣ: 

Α'.

Η Αθηνά (σύζυγος του Χαράλαμπου) το γένος Αποστόλου Παπαζιώγα παραβρέθηκε στο πανηγύρι του Αγιάννη της Σκοτίνας (29 Αυγούστου 2012). Η Αθηνά ζει οικογενειακώς στην Αυστραλία.
 
Β'. Απόγονοι Βασίλη Συντριβάνη (αφηγητή):

 

παππούς: Βασίλης (†1946), σύζυγος Φωτεινή Οικονόμου. Παιδιά τα ονόματα καταγράφονται όπως ακριβώς ακούγονται στη Σκοτίνα:



1. Θεοχάρης (1914-2002), σύζυγος Πηνέλου Απ. Γκάρα
2. Θανάσης, σ. Παρασκευώ Τσαλαμπάση από Νιζιρό.             
3. Λέγκου (γέννηση 1918), σ. Αντώνης Πινακάς.                       
4. Πηνέλου (1922), σ. Διονύσης Πινακάς.           
5. Γαλάτου, πέθανε ελεύθερη.





Ο Θεοχάρης Συντριβάνης και η Πηνελόπη Γκάρα στα νιάτα τους.