‘"Ζ Γκλούρα"
(στην Κουλούρα)
Ο
πατέρας του Μανόλη Οικονόμου, "Πουτιός τ' Κουνόμ'" πέθανε στη Ραψάνη
στα τριαντατρία του χρόνια "απού σκληκουδίτ'". Η Γραμματή, η μάνα του
Μανόλη, τον «στχίζ’» "ζ
Γκλούρα", τον στέλνει να πιάσει δουλειά στην Κουλούρα. Τότε η κύρια
δουλειά ήταν τσοπάνης. Γύρω στο '30 ο Μανόλης σε ηλικία 8-10 χρονών είναι
βοσκός στην Κουλούρα. Καλοσυνάτος (όπως πάντα) μου παραχωρεί σχετική συνέντευξη
τον Αύγουστο του 1993.
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ. Κα
του τριάντα πήγα ζ Γκλούρα, στο Χατζάρα. Σ' τς Χατζαραί που έχν τζ Γκριμουραί.
Από 'χουν αδέρφια ντ Γκριμούρα. Ικεί ήμαν τζιουμπάνους μι του Διουνύσ' του
Γκουτσιβό. Αυτοί ικεί μ' είχαν στα πράματα. Μ' έστειλναν κι για άλλις δλειές.
Για ψουμί έβγινα απάν' στου Μπυργιτό κάθι ουχτώ μέρις.
Μια φουρά κατέβηνα μι
του γουμάρ'. Για να φτάνου, είχα βάλ' σκάλις στου γουμάρ'. Κουνιούνταν κατά δω,
κουνιούνταν κατά κει. Απλές, κάν' κάτ' του γουμάρ', πέφτου ιγώ κι πιρδικλώνιτι
η σκάλα. Ούλου πέτρις οι δρόμ'. Του γουμάρ' σταμάτσι σι μια πέτρα. Αν δεν,
μπουρεί να μι σκότουνι. Τα ψουμιά τα είχαμι κριμαζμένα στου κουτσάκ'.
Νιρό
ήπινάμι από 'να μέρους που πιρνούσι απ' τ' Σαλαμπριά (*). Ήπινάμι απού μια
μπάρα. Ζ ντ μπάρα έπριπι να βάλς φτέρις για να πχεις νιρό, γιατί είχι ούλου
μπουμπλήθρις. Μιτά αρρώστσα απ' γκλιά μ' κι ήρθι -θυμάμι- κι μι πήρι ι μπαάρμπα
'Ρακλής. Μ' είχαν στχίσ' μι καλαμπούκ'. Μι τριάντα ουκάδις του μήνα. Ύστιρ'
απού μέρις πάει η μάνα μ' κι πήρι του καλαμπούκ', που μ' είχαν να μι δώσν.
Ένα
βράδ' είχαν φύγ' αυτά τα πράματα που βουσκούσα κι δε μπουρούσα να τα βρω. Πάηνα
κατά δω, άκουα τα κυπριά κατά κάτ'. Πάηνα κατά κει, άκουα τα κυπριά αλλού.
Γύρζα απού δω, ακούουνταν απού κει (αντίλαλος). Στινουχώρια ιγώ. Του προυΐ τα 'χει φέρ' ι Διουνύσ' ι Κουτσιβός. Τι να σι
πω! Μ' έπιασι πυριτός, ιλουνουσία.
Άλλ'
μια φουρά μι μπαΐλτσαν. Μ' ήφιρναν ένα μωρό, κι μι το 'δουναν να του κρατώ. Ούλου
έκλιγι. Τσιαούρζι. Τότι ιγώ σκέφκα: «Α! Κι συ κλαις, αλλά κι γω!...». Του τσιμπούσα,
ούλου του τσιμπούσα για να κλαι πιρισσότιρου. Για να 'ρθεί να του πα΄ρ' η μάνα
τ'. Δε μπουρούσα ιγώ. Τζιουμπάνους στα πράματα κι να 'χου κι του μουρό;
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ. Γύρω στα 1930
βρήκα δουλειά στην Κουλούρα, στον Χατζάρα. Στην οικογένεια των Χατζαραίων που
συγγενεύει με αδέρφια του Γκριμούρα. Εκεί δούλευα σαν τσοπάνης, όπως και ο
Διονύσης Κοτσιβός. Τα αφεντικά μου ανέθεσαν να βόσκω τα μεγάλα ζώα (γελάδια,
μουλάρια κλπ). Αλλά μου στέλνανε και σε άλλες δουλειές. Όπως, λόγου χάρη, μου
ανέθεσαν να ανηφορίζω τη διαδρομή για Πυργετό για να αγοράζω ψωμί κάθε οχτώ
μέρες.
Κάποια μέρα κατέβαινα με το γαϊδούρι.
Ήμουνα μικρός και δεν έφτανα στο σαμάρι. Αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω σκάλα. Κουνιούνταν
μια κατά εδώ, μια κατά εκεί. Που λες, το γαϊδούρι παίρνει την κατηφόρα. Πέφτω
εγώ και ανακατεύθηκε η σκάλα. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από πέτρες. Ευτυχώς το
γαϊδούρι σταμάτησε σε μια πέτρα. Αν δεν υπήρχε η πέτρα πιθανόν να με σκότωνε.
Τα ψωμιά τα κρεμούσαμε στο κοτσάκι (εξάρτημα του σαμαριού).
Νερό πίναμε
από το σημείο που περνούσε ο Πηνειός ποταμός. Συγκεκριμένα πίναμε από μια μπάρα.
Για να πιείς νερό, έπρεπε στη μπάρα να βάλεις φτέρες, γιατί το νερό ήταν γεμάτο
από υδρόβια με συνέπεια να με πιάσει φοβερός κοιλόπονος. Θυμάμαι πως για το
λόγο αυτό ήρθε και με πήρε ο θειος μου Ηρακλής (Δάμπλιας). Είχαμε συμφωνήσει να μου δίνουν τριάντα οκάδες
μηνιαίως. Ύστερα από καιρό αναγκάστηκε η μάνα μου να πάει και να πάρει ό, τι
μου χρώσταγαν.
Κάποιο βράδυ
φύγανε τα μεγάλα ζώα και δυσκολευόμουνα να τα βρω. Έπεσα σε στενοχώρια. Πήγαινα
σε ένα σημείο, άκουγα τα κουδούνια προς
τα κάτω. Άλλαζα θέση, άκουγα τα κουδούνια αλλού. Γύριζα προς τα εδώ και
ακούγονταν ο αντίλαλος. Στενοχωριόμουνα. Όταν ξημέρωσε τα έφερε ο Διονύσης
Κοτσιβός. Τι να σου πω! Μου έπιασε πυρετός, ελονοσία.
Άλλη μια φορά
με κατακούρασαν. Τα αφεντικά μου φέρνανε να κρατάω το μωρό. Αυτό έκλεγε
συνέχεια. «Α! Εσύ κλαις, αλλά κι εγώ θα δεις τι θα πάθεις!». Το τσιμπούσα, όλο
το τσιμπούσα για να κλαίει περισσότερο. Μήπως και συγκινηθεί η μάνα του και
έρθει να το πάρει. Εγώ, πάντως , δεν άντεχα. Γίνεται να είσαι τσοπάνης και να
κρατάς και μωρό;
(*) Σαλαμπριά (η), ο Πηνειός
ποταμός της Θεσσαλίας. Γνωστό το τραγούδι:
H Σαλαμπριά κατέβασι μι ήλιουν μι φιγγάρι
σέρνει βουνά, σέρνει κλαδιά, δέντρα ξιριζουμένα.
Σέρνει κι μια γλυκουμηλιά τα μήλα φουρτουμένη
κι απάνου στα κλουνάρια της δυο αδέρφια
'γκαλιασμένα. . .
Το κοινό όνομα "Σαλαμβριάς ανάγεται εις τους
μεσαιωνικούς χρόνους, πρώτη δ' αποκαλεί τον ποταμόν τούτον Σαλαμβριάν η Άννα
Κομνηνή (1150) (εγκυκλπ. Δρανδάκη).
----------
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ
ΕΜΠΕΙΡΙΑ: Στη δεκαετία του 1950 γνωρίζω τον Μανόλη στην Κατερίνη (εστιατόριο «Αβέρωφ»).
Συμμαθητές μου κι εγώ παραγγέλναμε μισή μερίδα φαγητού. Ο Μανόλης μας γέμιζε τα
πιάτα. Το σπίτι του γινότανε «ξενοδοχείο» για τους χωρικούς της Πιερίας.