Το καλοκαίρι του 2004 μου δίνει συνέντευξη ο Δημήτρης Κοκράνης του Κωνσταντίνου (βλέπε φωτογραφία) από την Σκοτίνα Πιερίας. Συζητούμε στο καφενείο της Αθηνάς Βλέτση (Γκουγκούλα) στο Κοτσέκι. Ο Δημήτρης αναφέρεται στα χρόνια του Εμφυλίου φέρνοντας στη μνήμη του την άχαρη ζωή του πατέρα του. (*).
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Του '44 γιννήθκα ιγώ. Τον Οκτώβρη του '45 πέθανι ι μπαμπάζ μ'. Ο Κωνσταντινος Κοκράνης. Φτουχός ιργάτς. Μι τ' ανταρτικά ήταν χουρουφύλακας. Μαζί ι Γιργουλάς, ι πασιάς (Τσινιάνης Γιάννης).
-'Ως ανταρτόπληκτοι πού πήγατε.
-Στη Γκατιρίν'. Σ' τς παράγκις.
Ι μπαμπάζ μ' έφαγι πουλύ ξύλου κι ι «εισαγγιλέας», ι μπάρμπα Κακάλς, ι αδιρφός τ' πατέρα μ'. Τους έσουσι αυτός ι Τζιλινίκους. Ήταν πρόιδρους ζ Γκαρυά. Τς πρόλαβι μσουζουντανοί. Μι τς κρανιές να χτυπούν έτσ', νε πουδάργια, νε χέργια, νε κλιά, νε γόνατα, νε...... Μαύρ' σι λέου. Στ' Αλώνια τς πχιάσαν, μπαίνουντας μέσα. Τους πιάσαν του 46-47.
Έστσαν ινέδρα ζ Γκαρυά. Πήγι ι λουχίας κι τς λέ': "σας θέλ' του τάγμα". Παν ικεί, τς πήγαν σ' ένα σπίτ'. Τς πήραν όξου, τζ βάλαν κριμαζμέν' μι τα σκοινιά. Τς έβαλαν ύστιρα τς στουλές κι τς πήγαν ζ Γκατιρίν'.
Μιτά τς σκαπούλαραν. Έρχουντι στ΄ Λάρσα. Κάπουτι ύστιρα ήρθι ένας Φουτεινός. Έδουσι ιντουλή κι τς έβγαλαν απ' τ' Λάρσα. Ήρθαν ιδώ.
Ι εισαγγιλέας κατέβηκι αγνώριστους, μαύρους, μιλανιαζμένους...
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Γεννήθηκα το 1945. Τον Οκτώβρη του ΄45 πέθανε ο πατέρας μου, ο Κωνσταντίνος Κοκράνης. Φτωχός, εργάτης. Στα ανταρτικά υπηρετούσε στην Χωροφυλακή. Μαζί και οι Γιώργος Γεργολάς και Ιωάννης Τσινιάνης που τον λέγαμε «πασιά».
-Ως ανταρτόπληκτοι πού πήγατε;
-Στην Κατερίνη, στις παράγκες.,
Ο πατέρας μου έφαγε πολύ ξύλο, όπως και ο θείος μου, αδερφός του πατέρα μου, ο Θεοχάρης που τον λέγαμε «εισαγγελέα». Τους έσωσε ο Τζιλικίκος, πρόεδρος στην Καρυά. Τους πρόλαβε μισοζωντανούς. Να τους χτυπούν με τις κρανιές. Τι να αντικρύζεις: ούτε ποδάρια, ούτε χέρια, ούτε κοιλιά, ούτε γόνατα, ούτε…τι να πω! Γίνανε μαύροι από το πολύ ξύλο. Τους είχαν συλλάβει στην τοποθεσία «Αλώνια», όπως ερχότανε οι αντάρτες το 1946-47.
Στήσανε ενέδρα στην Καρυά Ολύμπου. Ο λοχίας πήγε και τους είπε: «Σας ζητάει το τάγμα». Πήγαν οι άνθρωποι, εκεί τους κλείνουν σε ένα σπίτι. Ύστερα τους βγάζουν έξω και τους κρεμάνε με σκοινιά. Μετά τους ντύνουν και τους πάνε στην Κατερίνη.
Αυτοί, ύστερα, το σκάσανε. Έρχονται στη Λάρισα. Εμφανίζεται μετά ο Φωτεινός. Δίνει εντολή να ελευθερωθούν και από τη Λάρισα έρχονται εδώ.
Ο «εισαγγελέας» ήρθε αγνώριστος, μαύρος, μελανιασμένος…
----------
(*) Τέλειωσε ο Εμφύλιος. Το 1950 ο μπάρμπα
Κώτσιος έρχεται στη Μόρνα (Σκοτεινά) μόνο και μόνο να μας επισκεφθεί. Εκεί υπηρετούσε ως εφημέριος ο φίλος και
συγχωριανός του π. Απόστολος Καλιαμπός, πατέρας του γράφοντος.
----------
1950. ΜΕΤΕΜΦΥΛΙΑΚΟ ΤΑΞΙΔΙ
του μπάρμπα Κώτσιου Κοκράνη.
Ξεκίνημα: Σκοτίνα του Κάτω Ολύμπου
Άφιξη: Σκοτεινά (Μόρνα) Πιερίων
Οι γονείς του Δημήτρη Κώτσιος και Κατίνα