Τον Φλεβάρη του 1985 ο μπάρμπα
Βαγγέλης Γερομιχαλός με δέχεται εύχαρις στο σπίτι της κόρης του Φώτως. Το σπίτι
της Φώτως, συζύγου Χρήστου Καραμπάση, βρίσκεται στην περιοχή «Γεωργική Σχολή»
Θεσσαλονίκης. Πάνω στη συζήτηση ο αφηγητής
θυμάται τα χρόνια της Πείνας (Κατοχή). Με πολλά παρακάλια υποχρεώνεται να τονίσει
την προσωπική μου δεινή ιστορία: την
πείνα του ‘41.
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: 'Ησαν πιθαμένους κι
απαράχουτους. Δε μπουρούσις νε να μιλή 'ις. Ξιψυχισμένα μιλούσις. Κατέφκις ικεί. Λέου τ' μακαρίτσα
τ' μάκου, ντ' τχιά σ': «Του πιδί αυτό μη ντου δώ 'ις πουλύ ψουμί να φάει. Θα
πιθάν'. Θα του πιθάνουμι 'μείς. Θα του δώ 'ις μσό κρασουπότηρου γάλα κι τρεις
μπουκιές ψουμί. Μόν' τρεις μπουκιές. Κι
ύστιρα 'που δυο-τρεις ώρις ξαναδώστου γάλα πάλι κι ως του βράδ', πάλι ξανά. Να του συμφέρουμι στου λουγαριαζμό».
Ξακουλουθούσι αυτή
η ιδέα συνέχεια, αλλά κάθουμαν ιγώ καταπάν. Μη σι λυπηθεί η θεία σ' κι σι δώσ'
πουλύ να φας. Κι πιθάντζ'.
Ξακουλθούσι συνέχεια,
μια μέρα, δυο, τρεις. Τηρμέρα πάηνέτι βουσκούσιτι τ' αρνιά μι του Γιώρ'. Γυρνούσιτι πίσου. Του διακουνάρ' πάλι τάκα. Του μισμέρ'
λίγου, λίγου.
Μέσα σι πέντι μέρις
άλλαξις όψ'. Αρχίντζις μιλούσις. Συνήθισι ι ουργανιζμός. Κι κάθισις ικεί καμιά
15 μέρις.
Κατιβαίν' η αδιρφή
σ' η Βαγγιλούδα να σι πάρ': «Αφουριζμένου, μπουτί
δεν έρχισι»;
-Ιγώ δεν έρχουμι.
Τιντώνουσαν καταή.
-Δεν έρχουμι ιγώ σιαπάν' να
πιθάνου μι τα λάχανα.
Τς είπα ιγώ:
-'Αφσι του πιδί. Δεν έρχιτι. Πάνι
να πα φέρς τα ρούχα ν' αλλάξ'.
Κι έβαλις τα ρούχα κι έκατσις
ενάμσ' μήνα κι παραπάν, ώσπου βγήκαν νέις ισουδίις. Σι
κράτσα. Βουσκούσατι τ' αρνιά μι του Γιώρ'. 'Ετρουγέτι, ήπνιτι. Χουρταστικά,
τυριά, γιαούρτχια, χαμπέργια, ένα, άλλου. Τ' αρνιά τα βουσκούσατι μέσα στ' Φέσα κατά πέρα. Του μισμέρ' τ' άφιρνέτι σπίτ'. Τ' απόγιμα πάλι δρόμουν.
Ιμείς δε μπείνασάμι. Μια μέρα
θέλσα να τς κάνου δίαιτα κι τς κόβου, που λες, απ' του ψουμί
του πλαστό κι τζ' δίνου του μιρουθκό τ' του γκαθένα.
Να φάν' όσου έχν'. 'Αμα δεν έχουμι, ας
πιθάνουμι.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ:
Θυμάμαι,
το 1941 Γιάννη, ήσουνα άταφος νεκρός. Δε μπορούσες καν να μιλήσεις. Μιλούσες
ξεψυχισμένα. Κατέβηκες από την Άνω Σκοτίνα σε μας, που κατοικούσαμε στην κάτω.
Καλώ και λέω στη μακαρίτισσα τη γυναίκα μου, τη θεια σου Όλγα: «Πρόσεξε, σ’
αυτό το
παιδί μην του δώσεις πολύ φαγητό. Θα πεθάνει. Κι εμείς θα ‘μαστε αιτία.
Θα του δώσεις μισό κρασοπότηρο γάλα και τρεις μπουκιές ψωμί. Επιμένω, μόνο
τρεις μπουκιές. Αφού περάσουν δυο-τρεις ώρες, ξαναδώστου γάλα και μέχρι το
βράδυ ξαναδώστου. Αυτό θα γίνεται μέχρι να του φέρουμε στον κανονικό λογαριασμό».
Αυτή η τακτική εξακολουθούσε να
γίνεται με κανονική πορεία, αλλά εγώ ήμουνα επί ποδός. Πρόσεχα, μήπως και σε
λυπηθεί η θεία σου και σου προσφέρει πολύ φαγητό. Οπότε, υπήρχε άμεσος κίνδυνος
να πεθάνεις.
Το πρόγραμμα αυτό εξακολουθούσε να
εφαρμόζεται μια μέρα, δυο μέρες, τρεις. Τη μέρα πηγαίνατε με το Γιώργο και
βοσκούσατε τα αρνιά. Το βράδυ επιστρέφατε. Το δελτίο με το φαγητό κανονικά. Το
μεσημέρι έτρωγες λιγοστά.
Μέσα σε πέντε μέρες άλλαξες όψη.
Άρχισες να μιλάς. Συνήθισε ο οργανισμός. Κι έμεινες εκεί, σε μας, γύρω στις δεκαπέντε
μέρες. Οπότε κατεβαίνει από την Άνω Σκοτίνα η αδερφή σου Βαγγελούδα για να σε
πάρει. (Εσύ αρνιόσουνα κι αυτή επέμενε): «Αφορισμένο, γιατί δεν έρχεσαι»;
-Εγώ δεν έρχομαι.
Ξάπλωνες καταγής. Έλεγες: «Δεν έρχομαι
εγώ στο χωριό, επάνω, να πεθάνω τρώγοντας συνέχεια τσουκνίδια».
Δε σου τα είπα εγώ; (που δεν ήθελες να
φύγεις από μας; Λέω στη Βαγγελούδα):
-Άφησε εδώ το παιδί. Δε θέλει να ‘ρθει
επάνω. Πήγαινε, μόνο, να φέρεις τα ρούχα του για να τα φορέσει.
Και φόρεσες τα ρούχα και κάθισες σε
μας ενάμισι μήνα και παραπάνω, ώσπου βγήκαν νέες σοδειές.
Σε κράτησα, λοιπόν, και βοσκούσατε τα
αρνιά με το Γιώργο. Τρώγατε, πίνατε. Χορταστικά, τυριά, γιαούρτια, το ένα, το άλλο.
Τα αρνιά τα βοσκούσατε στην τοποθεσία «Φέσα», (όπου έχουμε το κτήμα μας) και πιο
πέρα από τη Φέσα. Το μεσημέρι τα φέρνατε στο σπίτι. Το απόγευμα πάλι δρόμο.
Εμείς, Γιάννη, η οικογένειά μου, δεν
πεινάσαμε. Κάποια μέρα αποφάσισα να τους κάνω όλους δίαιτα. Και από το καρβέλι
το ψωμί κόβω κομματάκια, κομματάκια και προσφέρω στον καθένα το μερίδιό του:
-«Αυτό είναι, τους λέω. Αυτό το
μερίδιο ανήκει στον καθένα και θα το έχετε για φαγητό μέχρι αύριο την ίδια
ώρα».
Όσο
υπάρχει, ας φάνε. Αν δεν υπάρχει, ...ας πεθάνουμε!