Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

ΑΓΑΠΗ: Γάμος


                                   Γνωριμία Ποτιού και Καλής

           Στη Σκοτίνα του Κάτω Ολύμπου Ποτιό (ή Πουτιό) λέμε τον Δημήτριο και Καλή την Καλλιόπη. Στις 25 Αυγούστου του 1996 ο Ποτιός Καρκαφίρης (Τσιαούης-Τσαούσης) (*) και η σύζυγός του Καλή Γερομιχαλού («τ΄ Νικουλή») μου δίνουν συνέντευξη για το πετυχημένο τους προξενιό και τον ευτυχισμένο τους γάμο. Η συζήτηση (κατατοπιστική στιχομυθία) γίνεται στο σπίτι τους στην Κάτω Σκοτίνα Πιερίας (τοποθεσία «Κλήμα»).  

-Με προξενιά αρραβωνιάστηκες ή με έρωτα.
-Μι προυξινιά. Είχα ένα Ζιργιώτ', του Γιάν' του Μπαπαγιαννούλ'. Αυτός μ'  έκαμι προυξινιά. ΄Ερχουνταν ικεί στ'  μάνα μ', στου σπίτ' (Απαλνή Σκοτίνα). Αυτός έδουσι του λόγου. (Με προξενιό. Είχα γνωριμίες με κάποιο από την Καλλιπεύκη, τον Γιάννη  Παπαγιαννούλη. Αυτός μου έκανε το προξενιό. Σύχναζε εκεί στη μάνα μου, στο σπίτι. Αυτός έδωσε το λόγο).
           -Ήθελες εσύ;
         -Χαζουήθιλα. Και ανέλαβε άλλος. ΄Ετσ'  τού'  χαμι ιμείς ιτότι.  Μι λέ' ι παππούς: «Ε, είνι καλό κουρίτσ', να του πάρουμι. «Εμ, αφού σιαρέζ' ισένα, παππού, του παίρουμι». (Έτσι κι έτσι. Και ανέλαβε άλλος. Έτσι το συνηθίζαμε εμείς τότε. Μου λέει ο παππούς: «΄Ε, είναι καλό κορίτσι, να το ζητήσουμε». «Εμ, αφού σου αρέσει εσένα, παππού, να το πάρουμε το κορίτσι).
           -Πού το είδες το κορίτσι.
       -Παναθέ απ'  Μπαναϊά. Στα Πνάκια. Ιά, κατέβηνι μι του ντρουβά απού πάν'. Σιάματ' να μι άρισι. Ιγώ κατέβηνα για τα έργα. Λέου «καλημέρα», «καλημέρα» λέει αυτή. Ύστρα τ’ λέου «χιριτιζμούς απ'  τ Λέγκου». Πήγα ζ  Μπούρλια (η Λέγκω είναι αδερφή της Καλής). «Ευχαριστώ», λέ’ ικείν’. Ύστρα έφυγα απ'  παναθέ Μπαναϊά κι κατέφκα ζ Γκιραμίδα. Η Καλή έφυγι μέσα απ'  Μπαναϊά κατέφκι ζ Γκιραμίδα. Απ'  του μουνουπάτ'. (Πιο πάνω από την Παναγιά. Συγκεκριμένα στην τοποθεσία "Πινάκια". Να, κατέβαινε από την Άνω Σκοτίνα κρατώντας στα χέρια τον τορβά. Έδειξε πως μου άρεσε. Εγώ κατέβαινα για τα έργα που γίνονταν στην Κάτω Σκοτίνα. Λέω «καλημέρα». Απαντάει κι αυτή «καλημέρα». Μετά της λέω: «έχεις χαιρετισμούς από την αδερφή σου Ελένη, που κατοικεί στους Πόρους». «Ευχαριστώ». Ύστερα έφυγα από την πάνω μεριά της Παναϊάς και ήρθα στην «Κεραμίδα». Η Καλή πήρε το μονοπάτι της Παναγιάς και κατέβηκε στην «Κεραμίδα (για την συνάντηση)».
 
-Κι αυτή ήταν η γνωριμία σας, όλη κι όλη;
-Ιμένα σα να μι άρισι.
           -Τι ηλικία είχατε.
          -Αυτήν είχι 18 κι 'γω 24 χρόνια.
            -Πού έγινε ο αρραβώνας.
          -Στου σπίτ'  του θκό τς. Απάν στα Ντημάτκα (στη γειτονιά του Δήμου στην Άνω Σκοτίνα).
            -Από δώρα;
    
    -Δώρα, κι άλλου τι. Από 'να κάμσου κι από 'να νταλαβέρ'. ΄Ενα βρακί. ΓΚαλή έκανα καρδιά. Φυλαχτό, κρεμαστό. Κι κουμπουλόι (κουλέ) δυο κλούρις. Βέρα. Σκέπ', βραχιόλια. Ιμένα μ' έκαμαν δώρο σκουφούνια μι γιρλάντα. (Τι δώρα; Αστεία πράγματα. Από ένα πουκάμισο και από ένα από τα απαραίτητα, ένα βρακί. Στην Καλή δώρισα μια καρδιά, φυλαχτό, κρεμαστό. Και κομπολόι -κουλέ- δυο κύκλους. Βέρα, επίσης, σκέπη, καθώς και βραχιόλια. Εμένα μου δώρισαν σκουφούνια (κάλτσες) με γιρλάντα).
           -Νούμερο;
      -Tα κουτρού. Αρραβουνιαζμέν' έμεινάμι πιντέξ' μήνις. (στα κουτουρού. Αρραβωνιασμένοι μείναμε πέντε-έξι μήνες). Ι γάμους έγινι σ'  ν'  απαλνή Σκουτίνα. Μας στιφάνουσι ι παπά Λιουνίδας (Οικονόμου). Χόριψάμι στου Μπλάτανου. Είχα πει του Λιόλια τουν Αγγέλ'  (κλαρίνο), του Γιαννούλ'  του Ντάμλια (βιολί) κι του Χρήστου του Ντράντα (λαούτο). Ιγώ είχα παράδις απ'  τα έργα κι τς πιτούσα. (Ο γάμος έγινε στην Άνω Σκοτίνα. Μας στεφάνωσε ο παπά Λεωνίδας Οικονόμου. Χορέψαμε στον Πλάτανο (πλατεία). Κάλεσα και όργανα: τον Λιόλια τον Αγγέλη, κλαρίνο, το Γιαννούλη Δάμπλια, βιολί και τον Χρήστο Τράντα, λαγούτο. Εγώ διέθετα αρκετά χρήματα, λόγω της εργασίας μου στα έργα, και πετούσα αβέρτα στα βιολιά).
 
Σ'  τς ουχτώ μέρις πήγαμι σ'  ν'  Ικκλησία, χάλασάμι τς φλάμπρ'. (Στις οχτώ μέρες πήγαμε στην εκκλησία και σύμφωνα με το έθιμο) χαλάσαμε τα φλάμπουρα).
          -Ο φλάμπουρος τι είχε επάνω.
          -Είχι μήλου, κυδών κι ρόϊδου.
          -Σε ποια βρύση πήγες με τη νύφη.
      -Στου Χασαπλιό. ΄Ερξαμι δικάρις κι τα λιφτά τα μάζιβαν τα μικρούτσκα (Τα χρήματα τα μάζευαν τα παιδάκια, που συνόδευαν τη νύφη).


----------
* Τσιαού'ης, Τσαούσης, παρατσούκλι που αποδίδεται στον Ποτιό Καρκαφίρη. Επειδή  υπηρέτησε ως λοχίας στο στρατό, τσιαούσης=λοχίας του τουρκικού στρατού.
----------
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ (μερική): ΚΑΡΚΑΦΙΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Παιδιά: Αθανάσιος, Νικόλαος, Κατερίνα, Μπουζιώ.
Α. Αθανάσιος, (πέθανε μετά το ’50), σύζυγος Φώτω Δάμπλια, αδερφή του Ηρακλή.
Παιδιά του Αθανασίου:
1. Τασιούλου, σύζυγος Απ. Παπαζιώγας.
2. Πουτιός (γέννηση 1907), σ. Καλή Ν. Γερομιχαλού (γέννηση 1913). Παιδιά: Θανάσης, Γιάννης, Μαρία, Νίκος, Φωτεινή, Μανόλης,
3. Ελένη, σ. Γιώργος Μανόλας ζ’ Μπούρλια.                
4. Θεοχάρης, σ. Αφροδίτη Οικονόμου τ’ παπά Λεωνίδα.
5. Ηρακλής, σ. Στέλλα από Κατερίνη.  
6. Μαριγούλα, ανύπαντρη, πέθανε μικρή.
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ



Τόποι συνάντησης ερωτευμένων

1. η πρώτη "καλημέρα"
2. πέρασμα Ποτιού-Καλής
3. συνάντηση "σιγουριάς"
4. η πλατεία, όπου γίνεται ο μεγάλος χορός.
5. βρύση στην επάνω γειτονιά (Άνω Σκοτίνα).






Θεοχάρης Καρκαφίρης, αδερφός του 
Ποτιού. Με την σύζυγο Αφροδίτη απέκτησαν μια 
αξιόλογη οικογένεια στη Θεσσαλονίκη.








Το σπίτι του ζεύγους Ποτιού και Καλής
Καρκαφίρη. Στο μπροστινό μπαλκονάκι 
δόθηκε η "επίμαχη" συνέντευξη (1996).





Η βρύση στην τοποθεσία "Κλήμα", πλάι στο
σπίτι του Καρκαφίρη.



Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

ΕΘΙΜΑ: ΤΑΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ


          Ο Γιάννης Βλέτσης του Αθανασίου μου δίνει συνέντευξη (Αύγουστος 2005) στο σπίτι της μητέρας του Καλούδας, το γένος Γκάρα. Θέμα της συζήτησης είναι το τάμα στην Παναγία.


ΙΣΤΟΡΙΚΟ.  -Πες μου, Γιάννη, το ιστορικό (το πρώτο ξεκίνημα-έθιμο) της διαδρομής της Εικόνας της  Παναγίας από την Κάτω στην Άνω Σκοτίνα.
          -Μιλάμε για το 2004. Έγινε ένα ατύχημα. Λέω στη γυναίκα μου: "δεν πάμε πάνω στην Παναγία να ανάψουμε ένα κεράκι;" Αφού έκανα ένα τάμα. Ζήτησα κάτι. Τέλος πάντων πάμε στην εκκλησία, προσευχόμαστε.
-Πότε έγινε αυτό;
          -Εδώ και τρία χρόνια. Εγώ δούλευα στην εταιρία ΑΤΤΙΚΑΤ στο δρόμο. Έγινε ένα ατύχημα. Έκοψα ένα μεγάλο καλώδιο υψηλής τάσεως και είχα μιλήσει με τον υπεύθυνο της ΔΕΗ. Μου λέει: "Φίλε μου, να πας να ανάψεις μια λαμπάδα τέσσερις φορές σαν το μπόι σου".


Ξαναφεύγω, παίρνω την οικογένεια και πάω στην Παναγία επάνω. Ανάβω το κερί, προσεύχομαι και μου λέει η γυναίκα: "το λόττο το κέρδισες".





Η παρούσα ανάρτηση αφιερώνεται στον αείμνηστο Θανάση Βλέτση του Νικολάου, ο οποίος μας «άφησε» πολύ πρόωρα.







Η ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ. Από 'κει και μετά εγώ είχα αποφασίσει να κάνω κάτι για την Παναγία.  Η Εικόνα αυτή ήταν κάτι το ξεχωριστό για μένα. Δε μπορούσε να με καταλάβει κανείς. Το αισθανόμουνα εγώ. Κάθε φορά στα Χαιρονύμφια που έβγαινε η Εικόνα, εγώ ήμουνα από τους πρώτους. Έπρεπε να τη χαιρετήσω. 

Λοιπόν αποφασίζω και λέω μια μέρα: «Το Δεκαπενταύγουστο εγώ έχω ένα τάμα στον εαυτό μου. Θέλω να βγάλω την Εικόνα επάνω. Με τα πόδια, δε με ενδιαφέρει τίποτα». Εδώ είχα βρει κάποιες αντιρρήσεις. «Θα μας την κλέψουν, θα μας την κάνουν».
-Ποιος έφερε αντιρρήσεις.
          -Έ, ήταν διάφοροι. Εγώ, όμως, το είχα βάλει εδώ στο μυαλό μου. Έπρεπε να γίνει. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, εγώ έπρεπε να τη βγάλω την Εικόνα. Λέω τον παπά: «σε παρακαλώ πολύ, θα μου κάνεις μια χάρη. Έχω ένα τάμα. Θέλω να βγάλω την Εικόνα εγώ με τα χέρια μου».


ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Ο άνθρωπος αμέσως λέει: «Ναι, εγώ τη θέλω την τάδε ώρα».
-Ποια ώρα την ήθελε.
          -Την ήθελε ακριβώς για τον εσπερινό.

   Τον παίρνω με το αυτοκίνητο. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, εγώ,  αδερφός μου Νίκος δίπλα, η οικογένεια όλη. Του λέω: «Εγώ πρέπει να κατέβω σ' ένα σημείο, να την πάρω στην αγκαλιά. Πρέπει να τη βγάλω στα χέρια μου». Τέλος πάντων, βγαίνουμε μέχρι τις Δυο καστανιές. Κατεβαίνω εγώ,  ξετυλίγω την Εικόνα και την παίρνω στην αγκαλιά. Τη βγάζω, φυσικά, επάνω. Δε μπορείς να φανταστείς, κ. Γιάννη, δεν ξέρω, τι να σου πω τώρα τι ανακούφιση είχα! Για ένα χρόνο ένιωθα ότι με προστάτευε η ίδια. Για μένα ήταν ένα πράμα, που δε μπορούσα να το μεταφέρω στον άλλο. Εκεί που έβγαλα την Εικόνα, όλοι ενδιαφέρθηκαν για τη δεύτερη χρονιά. Όλοι λέγανε "κι εμείς", ξέρω ‘γω. Λέω:

          -Παιδιά, πολύ ευχαρίστως. Δεν έχω πρόβλημα.

Με κάποιον άνθρωπο  (Μητσόπουλος) από τη νέα Έφεσο ράβουμε ένα σάκο για να κρεμάσουμε στην πλάτη την Εικόνα. Έγινε ένας σάκος με λουριά. Τέλος πάντων, πάω εγώ στην εκκλησία. Είχα ραντεβού με τον παπά.
-Πάντως, και ο παπάς σου είχε εμπιστοσύνη.
          -Πάρα πολύ.  Φέρνουμε την Εικόνα στο σπίτι μου. Θεώρησα, ότι είμαι από τους πολύ τυχερούς, σα να κέρδισα το λόττο, το χρυσάφι. Θέλησα να βγάλω μια φωτογραφία με τα παιδιά μου, δίπλα στην Εικόνα. Για ενθύμιο. Όμως η μηχανή είχε χαλάσει. Ξαφνικά. Παιδευότανε η γυναίκα μου να την κάνει, δε μπόρεσε. Μου λέει:

«Δε θέλει να βγει φωτογραφία η Παναγία».

Προσκυνάμε όλοι, τη σκεπάζουμε, την τυλίγουμε.  Βγαίνουμε στην Παναϊά επάνω με το Ι.Χ. αυτοκίνητο. Μαζευόμαστε εκεί πέρα, ήταν κι άλλες γυναίκες, γύρω στα 16 άτομα.

Ξεκινάω εγώ, την τοποθετώ στον ώμο μου, στις πλάτες μου. Φτάνουμε στο Λάκκο Τσιόκα.

ΣΤΑΘΜΟΙ ΠΟΡΕΙΑΣ.  -Ποια πορεία τηρήσατε στην όλη διαδρομή;
         

1. "Αγιώρ΄ς"
2. "Παναϊά"
3. Τράντα μπαξές
4. Ίσιωμα
5. Λάκκο Τσιόκας
6. Αϊ-Λιάς
7. Δυο Καστανιές
8. Μάρμαρος
9. "Παναγία"  

-Το δρόμο τον παλιό. Στο Ίσιωμα, στου Τράντα τον μπαξέ, Λάκκο Τσιόκα, στο Εικονοστάσι Αϊ-Λιά, Δυο Καστανιές, Μάρμαρο. Στο Λάκκο Τσιόκα,  τους είχα ενημερώσει: «όλοι θα κρατήσετε την Εικόνα στην αγκαλιά σας. Δεν υπάρχει περίπτωση, έστω και για ένα μέτρο». Ξεκινάει δεύτερη η μάνα μου,  κάνει καμιά διακόσια μέτρα. Μετά την πήρε  Γερμανός μέχρι το Μάρμαρο, στο Εικονοστάσι. Μετά το Εικονοστάσι αποφασίσαμε να τη βγάλουμε από το σάκο. Την προσκυνήσανε όλοι.

          -Πιο πάνω αποφασίζουμε να βγούμε φωτογραφία όλοι, όσοι ήμασταν. Να φανταστείς ότι η μηχανή δε δούλευε. Φτάνοντας έξω από την εκκλησία χτύπησε η καμπάνα, μας υποδεχτήκανε. Παίρνουμε την Εικόνα, την τοποθετώ εγώ μέσα στο προσκυνητάρι.
-Πότε επεστράφη η Εικόνα Κάτω;
          -Μετά την εκκλησία (όταν σχόλασε η ακολουθία του εσπερινού).
----------
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ. Από το πανηγύρι της Παναγίας του 2010.