"...δόξη και τιμή στεφάνωσον αυτούς"
Λέγανε οι παλαιοί ότι τα «Στέφανα»
αποτελούν (κάποια) σιγουριά στο Γάμο. Πάντως, η Όλγα Καραμπίνινα, στη μεταξύ μας συζήτηση
(18 Αυγούστου του ’94) μιλάει για την περιπέτεια που είχαν τα δικά της
«Στέφανα».
1. ΤΟ ΚΑΛΥΒΙ. Του ταχιά π’ του Λόγου πρώτ' φουρά πήγα στ' Μήτσ' γκαλύβα. Σταμ, στουμ, ζ ντ' γριντιά ιγώ. (Την επομένη του «Λόγου» για πρώτη φορά πατούσα στην καλύβα του Μήτσιου. «Σταμ, στουμ,» πάνω στη γριντιά εγώ). (Γριντιά=μεγάλο και χοντρό δοκάρι που στηρίζει τη στέγη. αντί για πεζούλι βάζανε μεγάλη γριντιά για να ξαποσταίνει ο κόσμος).
-Δηλαδή;
-Μι
στουμπούσαν τα στιφάνια τς Ικκλησίας. Ήταν κουντό του καλύβ'. Είχαν κάδις
στημένις κι μένα να μι τριουρνούν νύφ'. Στου χαϊάτ' μι τριουρνούσαν. (Με εμπόδιζαν τα στεφάνια από τα βαρέλια, που ήταν τοποθετημένα στις
άκρες του καλυβιού, που χρησιμοποιήθηκε σαν εκκλησία. Και το καλύβι ήταν πολύ
χαμηλό. Γύρω στο καλύβι υπήρχαν βαρέλια στημένα. Και εμένα να με περιφέρουν
εκεί γύρω-γύρω, νύφη κανονική. Εκεί στο χαγιάτι με περιτριγύριζαν).
-Δηλαδή, ο γάμος έγινε στο σπίτι;
-Ζ γκαλύβα, 'ρα, μι τα παχνιά. Μέρα μισμέρ'. Κι είχα κι καλόν
κουμπάρουν. Του Μπουτιό του Τζιουμάν'. 'Πηριτούσι στας Σέρρας. Καμιά φουρά, μι βγάζν ιδώια ζ Ντήμ' να
χουρέψου. Ιτότι τήρσα του Ντάκ' κι λέου: «Βρε, απ' μπουλλή ντ ντγιαλιγή μπάτσα
ντ γάτα». Τουν άντρα δε ντουν είδα άλλ' φουρά. (Ωρέ, στην καλύβα,
όπου και τα παχνιά των ζώων. Μέρα μεσημέρι. Και είχα και κουμπάρο εξαίρετο. Τον
Πουτιό τον Τσιομάνη. Υπηρετούσε ως στρατιωτικός στις Σέρρες. Κάποια ώρα με
αναγκάζουν να βγω έξω στην αυλή των Δημαίων. Με πήραν να χορέψουμε εκεί. (Οι
κάτοικοι της περιοχής "Βασίλα" χρησιμοποιούσαν το χώρο εκείνον σα
χοροστάσι στις μεγάλες γιορτές). Σε κείνο το χορό βρήκα ευκαιρία να ρίξω μια
ματιά στον Τάκη. Μόλις τον αντίκρυσα, είπα μέσα μου: «Μωρέ, από το πολύ το
ψάξιμο την πάτησα τη γάτα. Έμεινα βουβή». Τον άντρα δεν τον είδα άλλη φορά).
-Δηλαδή στην παντριά τον πρωτοείδες;
-Δεν άντγιαζάμι, Γιάν'. Νε να μας ιδούν, νε να τς ιδούμι. Απ' τουν
αργαλειό κι απ' ν' τζικρίκα κι απού του λανάρ'. Να ζμώντζ κι να πλέντζ. Που πού
θα δεις, που πού θα σι δουν. 'Ολου του χουργιό μ' αράτσι. (Δεν αδειάζαμε (δεν ευκαιρούσαμε), Γιάννη. Ούτε να μας δουν, ούτε να
τους δούμε. Πέρα από τον αργαλειό, το τσικρίκι και το λανάρι, δεν πήγαινα
πουθενά. Να ζυμώνεις, να πλένεις. Που να πας για γνωριμίες, ποιος να 'ρθει να
σε δει. Όλο το χωριό με ζητούσε).
2. ΧΟΡΟΣ. -Όταν
κάνατε γάμο βγήκατε στο χορό;
-Βγήκαμι ιδώ ζ Ντήμ'. Αυτά ιδώ ήταν ούλα άφραγα. Γινόταν γενικός χορός.
Ικεί, πώς παίρν' τ' νύφ' μπρουστά κι του γαμπρό πίσου, ι Τάκης δε μπάηνι του
συρτό. Πιρπατούσι κι πατούσι. Ι πατέραζ μ’ σήκουνι μύτις στου χουρό. Άλλαζι
πρόγραμμα. Χουρνούσι. Άναψι κι τς έμασι ούλ'. (Βεβαίως, βγήκαμε
να χορέψουμε εδώ στο χοροστάσι των Δημαίων, στη Βασίλα. Στο χώρο αυτό γινότανε
τρανός χορός. Ήρθε η στιγμή που η νύφη έπρεπε να σύρει τον χορό ακολουθούμενη από τον γαμπρό. Το δυσάρεστο
ήταν που ο Τάκης δεν ήξερε το συρτό. Απλώς περπατούσε και παραπατούσε. Ο
πατέρας μου ήταν περήφανος στο χορό. Μπορούσε να κάνει αλλαγές στο χορό. Να
φτάσει μέχρι χωρισμό. Θύμωσε και τα έβαλε με όλους).
-Τι ώρα έγινε ο γάμος.
-Μέρα μισμέρ'. Μι άσπρου άλουγου μι κατέβασαν,
Κι μπουρτουκαλιά τ' σκέπ', απ' λες, Γιάν'.
(Μέρα μεσημέρι. Με άσπρο άλογο με κατέβασαν.
Να με βλέπεις, Γιάννη, να φοράω τη σκέπη χρώματος πορτοκαλί).
3.
ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ: 'Aσπρου άλουγου ι πατέραζ μ'. Βάνου του
κιραμιδί του φουστάν'. Μι βάν' καβάλα κι κατιβαίνουμι στ' παππού τ' Μήτσ'
γκαλύβα. Προυΐ ήταν. Η κόζμους σκώθκαν. Δεν άφσαν πλουκοί να πλαλούν. (Ετοιμάζει
άσπρο άλογο ο πατέρας μου. Φοράω κι ένα φουστάνι κεραμιδί. Με ανεβάζουν πάνω
στο άλογο και με οδηγούν κάτω, στην καλύβα του παππού Μήτσιου. Ήταν πρωί. Ο
κόσμος είχε σηκωθεί. Όλοι τρέχανε για το γάμο. Πολλοί μέσα από τους φράχτες της
γειτονιάς).
Σ' έβαναν, προυσκυνούσις τρεις φουρές κα μπόρτα στου σπίτ' τς μάνας κι
τρεις κα τουν ήλιου κι ξικινούσι η νύφ' απ' του σπίτ'. Τραγδούσαν αυτό. (Σε βάνανε στη μέση, προσκυνούσες τρεις φορές. Πρώτα κοιτώντας προς την
πόρτα του σπιτιού της μάνας και ύστερα τρεις φορές προς τον ήλιο. Έτσι
ξεκινούσε η νύφη από το πατρικό σπίτι. Τη στιγμή εκείνη τραγουδούσαν αυτό το
τραγούδι).
«Χόρτασις
μάνα μ' ισύ κι η αυλή σου
Το λάβαρο του Γάμου με τον σταυρό, πετσέτα και τρία φρούτα: Μήλο, Ρόιδο, Πορτοκάλι. (Η φωτογραφία είναι παρμένη από το Google, "έθιμα του Γάμου Θράκης".
Ι φλάμπρους μπρουστά. 'Εφκιαναν ένα καλάμ'. 'Εμπηνι ένα μήλου απ' μια μπάντα. Ένα ρόιδου απ' ν' άλλ' μπάντα. Ένα πουρτουκάλ', σταυρό. Κι μια πιτσέτα μιγάλ' κι χαρτιά διάφορα, παρδαλά, κριμαζμένα στου φλάμπρου κι μπρουστά ένα πιδί είχι του φλάμπρου. 'Επριπι να πληρώσ' ι γαμπρός. Τα μπρατίμια, αυτό του πιδί να πάρ' του φλάμπρου. Κι τουν είχι οχτώ μέρις στου σπίτ'. Μπηγμένουν απόξου κι όποιους πιρνούσι ήλιγι: "Αυτού είνι νιόγαμπρα".(Το φλάμπουρο μπροστά. Ετοίμαζαν ένα καλάμι. Στη μια πλευρά βάζανε ένα μήλο, στην άλλη πλευρά ένα ρόδι. Στη μέση ένα πορτοκάλι και πάνω ο σταυρός. Τυλιγμένη στο φλάμπουρο μια μεγάλη πετσέτα, διάφορα χαρτιά, με διάφορα χρώματα. Το φλάμπουρο το κρατούσε ένα παιδί που προπορεύονταν. Εξυπακούεται ότι ο γαμπρός έπρεπε να είναι έτοιμος να πληρώσει το παιδί. Τα μπρατίμια θα κανόνιζαν ποιο θα είναι το παιδί για το φλάμπουρο. Το φλάμπουρο το κρατούσε ο γαμπρός στο σπίτι του για οκτώ μέρες. Τον στήριζε έξω στο μπαλκόνι του σπιτιού. Και ο κάθε περαστικός έλεγε: Εδώ υπάρχουν νιόγαμπρα).
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ:
Ο Τάκης σέρνει το χορό της παρέας
Το σπίτι του ζεύγους Τάκη και Όλγας
στη "Βασίλα" Σκοτίνας
Ο ιρέας ευλογεί τα Στέφανα των νεονύμφων