ΕΝΟΤΗΤΑ
ΤΕΤΑΡΤΗ: ΝΕΚΡΟΙ-ΦΡΙΚΗ
Μέρες Εμφυλίου. Στο «Ξηροκάμι» της Σκοτίνας και πλάι στη Ζλιάνα τα μάτια του «Κατσαπλιά» είδαν κι απόειδαν. Όλα τώρα (17.3.2001), σαν κινηματογραφική ταινία του έρχονται στο νου:
Μι του Δημητρό του Μαρνέλα ήμασταν τζιουμπανοί. Είχαμι τα γίδια ιδώ στου Νησί, ζ’ τζ Ζλιάνα, στα Κουρκουτσέλια. Απόξου τα μαντριά τα θκά μας (είχε κουρκουτσέλις). Ήταν ένας αντάρτς ψλά ζ’ μπατλιά. Κι ήταν ζουντανός δυο μέρις. Δε μπουρούσι να κουβιντιάσ’. Τραυματίας ψλά ζ’ μπατλιά κι δε μπήγηνι να του μπάρ’ κανένας. Έβγαζι μουσκές, απού του στόμα. Αφριές κι σάλια. (Εγώ και ο Δημητρός Μαρνέλας ήμασταν τσοπάνηδες. Μαζί βοσκούσαμε τα γίδια. Τα βοσκούσαμε στην τοποθεσία «Νησί», στη Ζλιάνα, στα Κουρκουτσέλια, παραέξω από τα μαντριά μας. Στο σημείο εκείνο, πάνω σε μια (θάμνο), ήταν σκαλωμένος ένας αντάρτης. Και ήταν ζωντανός δυο μέρες. Δυσκολεύονταν να μιλήσει. Ήταν τραυματίας πάνω στο θάμνο και δεν τον πλησίαζε κανένας. Κρεμασμένος στο δέντρο και έβγαζε αφρούς και σάλια από το στόμα).
-Γιατί
δεν τον έπαιρνες να τον πας κάπου.
-Αρά, αφού δε ντουν έπιρναν οι
αντάρτις, ι στρατός, κι ‘γώ θα πα να του μπάρου. Πέθανι μιτά που δυο μέρις κι
τς θάψαμι ιμείς. Κι άλλους παρακάτ’ ήταν. (Μωρέ, αστειεύεσαι; Αφού δε φρόντιζαν να τον
πάρουν οι αντάρτες, ο στρατός και εγώ θα πάω να τον πάρω; Πέθανε μετά από δυο
μέρες και τους θάψαμε εμείς. Κι άλλον
έναν πιο κάτω).
-Ψηλά
στην πατλιά;
-΄Οχ’, ικείνους καταή. Πιθαμένους
αυτός. Ν’ έφαγι ιδώ στη γκλιά. Δε ντου μπήραμι χαμπάρ’, πέθανι. Δεν έβγαλι αίμα
‘π’ του ντιπ. Του αίμα πήγι ούλου μέσ’ στ’ αμπάρ’. Πήραμι μια τσάπα ικεί,
έφκιασάμι μια γούρνα κι τς έβαλάμι μέσα. (Όχι. Εκείνος ήταν κάτω στο χώμα. Πεθαμένος κι
αυτός. Αυτόν τον πήρε η σφαίρα εδώ στην κοιλιά. Δεν τον προλάβαμε, πέθανε. Δεν
έβγαλε καθόλου αίμα. Έγινε εσωτερική αιμορραγία. Το αίμα του πήγε μέσα στα
σωθικά του . Φροντίσαμε να βρούμε μια τσάπα, φτιάξαμε μια γούρνα-τάφο και τους
θάψαμε).
-Τους σκότουναν κι τους πιτούσαν.
Αφού ιδώια στου Ίσιουμα ι αντάρτς κατέβηνι να παραδουθεί. Κι μεις
ήμασταν πέρα στ’ Λιφτουκαρυά. Τουν άκουγάμι δυο μέρις φώναζι «ωχ, ωχ!».
Ακούγουνταν σα να ‘ταν ιδώια ζ’ Ντάμπλια τς ιλιές. ΄Ετσ’ ακούγουνταν. «Ωχ, ωχ».
Τουν έκουψι τα πουδάργια η νάρκα. Κι όντας ήρθαμι (επαναπατρισμός του ‘50)
φαίνουνταν η χλαίν’, αυτά. Του λέγαμι
του μέρους «στουν αντάρτ’» (*). (Τους σκοτώνανε και τους πέταγαν σαν τα ζώα.
Και ο κακόμοιρος ο αντάρτης κατέβηκε εδώ στη Σκοτίνα, στο Ίσιωμα, για να
παραδοθεί. Τότε που εμείς απουσιάζαμε στη Λεπτοκαρυά, ως ανταρτόπληκτοι. Τον
ακούγαμε που επί δυο μέρες συνέχεια να φωνάζει και να βογκάει «ωχ! ωχ!».
Ακουγότανε πολύ καθαρά, λες και ήταν εδώ κοντά στους Δάμπλια τις ελιές.
Ακούγονταν τα βογκητά «ωχ, ωχ»! Του έκοψε η νάρκη τα πόδια και...πάει ο
άνθρωπος. Με τον επαναπατρισμό μας (1950) διακρίνονταν η χλαίνη και άλλος
ρουχισμός. Ονόμασαν το μέρος εκείνο
«στον αντάρτη)».
-Και ποιος
τον βρήκε, τελικά;
-Κανένας, έλιουσι (Έλιωσε).
΄Αλλους ένας, πάλι, ιδώ, ένα
Ζιργιουτάκ’ -ήμασταν στ’ Αλώνια ιμείς-μπέρα μπάντα ιδώ κι αυτός κατέβηνι να
παραδουθεί. Οι μάυδις ήταν ψλά στου καραούλ’. Στς Μύλ’ ντ Μπακάλ’. Οι μάυδις
στείλαν ικεί ένα μπλάρ’ μι στρατιώτ’. Μόλις του μουνουπάτ’ πάηνι έτσ’, κι έκανι
έτσια λίγου του μπλάρ’, πρρρ, ριπή απού ψηλά. Του τραυμάτσαν του πιδί. Πέθανι
όμως. Του πήραν, αλλά πέθανι. ( Και μια άλλη περίπτωση.
Ένας νεαρός από την Καλλιπεύκη κατηφόριζε το δρόμο προς το «Ίσιωμα για να
παραδοθεί. Εμείς βρισκόμασταν στη θέση «Αλώνια» και παρακολουθούσαμε τα
πράγματα. Οι μάυδες βρισκότανε πάνω στο καραούλι, στους Μύλους του Μπακάλη. Οι
μάυδες στείλανε ένα μουλάρι με στρατιώτη. Όπως το μονοπάτι έστριβε και το
μουλάρι κουνήθηκε, του ρίχνουν ριπή από πάνω. Το παιδί τραυματίστηκε θανάσιμα.
Το πήρανε πεθαμένο).
----------
* «Στουν αντάρτ». Πρόκειται για τοπωνύμιο που βρίσκεται στο δρόμο, λίγο
πριν φτάσουμε στο «Ίσιωμα» ανεβαίνοντας προς Άνω Σκοτίνα. Εκεί σκοτώθηκε ο
αντάρτης, στον οποίο αναφέρεται ο «Κατσαπλιάς» (περίοδος 1949).
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ:
Γειτονοπούλες-ξαδερφούλες "τσακώνουν" (σφίγγουν) με αγάπη και σεβασμό τα μπράτσα του "Κατσαπλιά".
(Από αριστερά):
Μαργαρίτα Μήτσιου, Μαρία Καλιαμπού.
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ:
Γειτονοπούλες-ξαδερφούλες "τσακώνουν" (σφίγγουν) με αγάπη και σεβασμό τα μπράτσα του "Κατσαπλιά".
(Από αριστερά):
Μαργαρίτα Μήτσιου, Μαρία Καλιαμπού.