το Έπος του ‘40
Ο
Τάσος Οικονόμου, γιος του παπά Λεωνίδα από τη Σκοτίνα Πιερίας, είναι ένα από τα θύματα του ’40. Οι
συνεντεύξεις που ακολουθούν αποτελούν ελάχιστο μνημόσυνο στο παλικάρι του
χωριού.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 1η ((9.1.2005), Καλούδα Οικονόμου, σύζυγος
του Τάσου.
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Ι Κώτσιους ι Ντουραλής σκουτώθκι μι
του Ντάσιου, τουν ιθκό μ', τουν Οικουνόμου. Σ' ν' Αλβανία, στου μπόλιμου του
'40.
-Σου στείλανε χαμπέρι από την Αλβανία;
-Ήρθι χαρτί. "Αναστάσης Οικουνόμου, δικανέας,
σκουτώθκι ζ Γκλεισούρα".
-Εσύ πού ήσουνα.
-Στου μπαπά Λιουνίδα, σ'
τς Οικουνουμαί ικεί παντρέφκα. Έκαμα ένα πιδί. Πρώτ' γυμνασίου, ι Νικουλάκς, μι
πέθανι. Απ' του Ντάσιου πιδί. Παντρέφκα τουν Άγιου Μιχαηλ'. Μι
στιφάνουσι ι Γιάντζ ι Παραμύθας. Ε, τι σα μι στιφάνουσαν; Δεν είνι κανένας
τυχηρός. Ι Τάσιους σκοτώθηκε μι του Γιάν' Γιρμπχαλό, μι του Γκώτσιου Ζιώγα,
μι τουν Απουστόλ' του Τζινιάνη.
-Σου στείλανε χαμπέρι από την Αλβανία;
-Ήρθι χαρτί. "Αναστάσης Οικουνόμου, δικανέας,
σκουτώθκι ζ Γκλεισούρα".
-Εσύ, όταν το έμαθες, πού
ήσουνα;
-Του βράδ' ν' απουκριά. Απουκριά Ντυρινή, ικείνου του
βράδ' σκουτώθκι. Ιτότι σκουτώθκι ι Τάσιους. Ιτότι έμαθάμι. Θρηνήσαμι,
σκουτώθκαμι, λιανίσκαμι. Ι παπά Λιουνίδας "πέθανι", λιγουθύμσι, τουν
ήφιραν στου σπίτ' πιθαμένουν. Ι μπάρμπα 'Ρακλής ι Ντάμπλιας, ι Πουτιός ι
Ντάμπλιας, ι δάσκαλους ι Μπλέτσιους, ούλ' αυτοί οι κιντρικοί απού 'χαμι στου
Χουργιό, τουν ήφιραν στου σπίτ' πιθαμένουν. Κι τότι είπι: "ας μι πέθνησκαν
δυο πιδιά κι να ζούσι ι Τάσιους".
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Ο Κώστας
Ζιώγας-Ντουραλής σκοτώθηκε μαζί με τον Τάσο τον άντρα μου, τον Οικονόμου.
Σκοτώθηκαν στην Αλβανία, στον πόλεμο του '40).
-Σου στείλανε χαμπέρι από την Αλβανία;
-Ήρθε
ειδοποίηση που έλεγε: «Αναστάσιος Οικονόμου, δεκανέας, σκοτώθηκε στην Κλεισούρα»
-Εσύ, όταν το έμαθες, πού
ήσουνα;
-Ήμουνα
στο σπίτι του παπά Λεωνίδα Οικονόμου, παντρεμένη με τον Τάσο. Γέννησα ένα
παιδί. Έζησε μέχρι την πρώτη γυμνασίου. Ήταν ο Νικολάκης, πέθανε το μανάρι μου.
Βλαστάρι του Τάσου. Παντρεύτηκα στη γιορτή των Αρχαγγέλων
Μιχαήλ και Γαβριήλ. Με στεφάνωσε ο Γιάννης Παραμύθας. Τι κι αν με στεφάνωσε!
Δεν είναι κανένας τυχερός. Ο Τάσος, ο άντρας μου σκοτώθηκε μαζί με τον Γιάννη
Γερομιχαλό, τον Κώστα Ζιώγα και Αποστόλη Τσινιάνη.
-Εσύ,
όταν το έμαθες, πού ήσουνα;
-Το
κακό συνέβη το βράδυ της Αποκριάς του 1941. Ήταν Κυριακή της Τυρινής. Εκείνο το
βράδυ σκοτώθηκε. Τότε έγινε το κακό στον Τάσο. Τότε το μάθαμε. Θρηνήσαμε,
σκοτωθήκαμε. λιανιστήκαμε. Ο παπά Λεωνίδας έπαθε σοκ., λιποθύμησε, τον φέρανε
στο σπίτι μισοπεθαμένον. Ο μπάρμπα Ηρακλής Δάμπλιας, ο Ποτιός Δάμπλιας, ο
δάσκαλος ο Βλέτσης, όλοι αυτοί οι προύχοντες του χωριού τον φέρανε στο σπίτι
ημιθανή. Και τότε ξεσπάθωσε: ας μου
πεθαίνανε δυο παιδιά, αρκεί να ζούσε ο Τάσος).
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 2η (Αύγουστος 1980), Δημητρός Νικολός του Λιόλια (Γεωργίου), στρατιώτης του ’40. Εξιστορεί
με βαθιά θλίψη την απώλεια του Τάσου:
Όταν φτάσαμε στο χάνι του Μπαλαμπάνη -όλη
τη νύχτα βαδίζαμε- διαπιστώσαμε ότι ο επίσημος δρόμος έβγαζε στα Τίρανα. Στην
επάνω πλευρά του δρόμου υπήρχαν πουρνάρια. Νύχτα! Μέσα στα χαντάκια βλέπαμε
σκοτωμένους ανθρώπους. Πεταμένα κορμιά, άλλα δεξιά, άλλα αριστερά. Σκόρπια
ανθρώπινα κεφάλια, άλλα εδώ, άλλα εκεί. Παντού πτώματα. Φρίκη! Να σε φυλάξει ο
Θεός.
Εκεί μέσα στη χαράδρα βάζει κατεπάνω μας
το ιταλικό πυροβολικό. Τα δάση μετατράπηκαν σε παρανάλωμα του πυρός από τις
οβίδες που πέφτανε. Το πρωί ξημέρωσε. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα απαίσιο θέαμα…Γεμάτο
πτώματα. Σηκουνόμαστι κι λέ' ι λουχαγός:
-Πάμι προς τα πάν'. Κρυφτήτι, όπου
μπουρείτι.
Ι Τάσιους φουβήθκι κι λέει: «Θα τραβήξου
σιαπάν' στου ρέμα».
-Ιγώ δε μπάω, λέου. Φοβάμι.
Στην Αλβανία είχα παρέα τον Διονύση Δήμο, τον
Θωμά Δήμο, τον Διονύση Δάμπλια, τον
Πουτιό Καρκαφίρη (Τσιαούση), τον Κακάλη-Θεοχάρη Κοκράνη (Τρανζβάλ), τον
Τάσο του παπά.
Μας βάζν (πυροβολούν)
τ' αεροπλάνα, γκα, γκου,
γκα, γκου. Ήλιγάμι (λέγαμε) «έ, ιβγάτι πιθαμέν' να μπουν οι ζουντανοί»!
Τρομερό πράμα!
Τρέχουμι ιδώ, τρέχουμι ικεί να βρούμι του
Ντάσιου. Πουθινά. Βρήκαμι, μαναχά κάτ' χλαίνις, κάτ' παρτάλια. . . Κουντά ικεί
ήταν κι ι Τάσιους, αλλά τουν έθαψαν τα χώματα. Βρήκαμι του λουχαγό κι έστειλι
τα χαρτιά, ότι σκουτώθκι.
Λέ' ιμένα (ι λουχαγός): «Ισύ κάπου, κάπου σιακούω
να ψάλς κάνα τρουπάρι. Θα πάρς 4 στρατιώτις μι τα φανάρια κι θα πας να ψάλεις
τα μνημόσυνα, στον πατριώτη σου τον Αναστάσιο Οικονόμου».
-Θα πάω.
Παίρου τουν Τσιαούσ', παίρου κι του Διουνύσ'
του Δάμπλια, παίρου κι άλλ' δυο ξέν', μι τα φανάρια μέσα στα μουνουπάτχια.
Ήμασταν μακρυά. Πήγαμι κι έψαλάμι όλ':
-«Ευλογητός εί, Κύριε», «Μετά πνευμάτων
δικαίων».
Τα ψάλαμι όλα αυτά. Στου Ντάσιου.
Αυτά τα είπα στη γναίκα τ', όταν γύρσα, ζ
Γκαλούδα. Έκλιγι η καημέν'. (Όταν επέστρεψα τα
είπα όλα στη γυναίκα του την Καλούδα, η οποία θρηνούσε). Λέου:
-Ιγώ είμι υπουχρεωμένος να στα πω. Όπως είχα
διαταγή από το λοχαγό.
----------
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο Ηρώο της Σκοτίνας
καταγράφονται τα ονόματα (θύματα) του χωριού στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο
(28.10.40-31-05.41): α) Κωνσταντίνος Γ Ζιώγας, β) Αναστάσιος Λ. Οικονόμου, γ)
Απόστολος Ι. Τσινιάνης, δ) Ιωάννης Ν. Γερομιχαλός, ε) Νικόλαος Γ. Παραμύθας,
στ) Γεώργιος Ι. Τράντας, ζ) Γεώργιος Η. Σαούλιας και η) Αθανάσιος Δ. Σαούλιας.
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ
Οι γονείς του Τάσου: Παπά Λεωνίδας Οικονόμου
και η πρεσβυτέρα Μαρία Γκριμούρα.
Εφημέριος στην Άνω Σκοτίνα: 1932-1947
-------
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ
Οι γονείς του Τάσου: Παπά Λεωνίδας Οικονόμου
και η πρεσβυτέρα Μαρία Γκριμούρα.
Εφημέριος στην Άνω Σκοτίνα: 1932-1947
-------
Παιδιά του παπά Λεωνίδα: Τάσος,
Διονύσης, Γιώργος, Αφροδίτη,
Δημητράκης, Ελένη, παπά Θανάσης, Παναγιώτης.
---
Διονύσης
Γιώργος
Δημητράκης
Παπά Θανάσης, εφημέριος στον Κολινδρό Πιερίας
Ελένη, πρεσβυτέρα του παπά Μιχάλη Βλέτση