Μίχος Πολυχρός-Μητσιάνης και η σύζυγος Μαρία Πλεξίδα.
Ο Μίχος ειδικός στη "δοντάγρια", η Μαρία από τις καλές
μαμές του χωριού.
Στη Σκοτίνα παλιότερα, όσες
φορές πονούσε σε κάποιον το δόντι, τραβούσε κατευθείαν στη συνοικία «Βασίλα».
Εκεί κατοικούσε ο Μίχος Πολυχρός, ο οποίος εξυπηρετούσε όλον τον κόσμο της
Σκοτίνας. Ήταν άριστος δεξιοτέχνης, γρήγορος στη «γιατρειά». Σ’ όποιον πονούσε
το δόντι, το τραβούσε και το ‘βγαζε με την τανάλια. Την τανάλια αυτή τη λέγανε
«δοντάγρια» (*).
Στο προσωπικό μου αρχείο
διατηρώ στοιχεία από δυο συνεντεύξεις, σχετικές με το θέμα.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΠΡΩΤΗ: Δημητρός Παπαγεωργίου, Καλοκαίρι 1995.
Διασκεδάζοντας την
περίπτωση ο Δημητρός Θ. Παπαγεωργίου (1921-2011) και με το χαρακτηριστικό του χιούμορ
αναπτύσσει γλαφυρά τη «δοντάγρια» που ήταν ξακουστή στον κόσμο τη Σκοτίνας (και όχι
μόνο):
Η ΣΤΙΧΟΜΥΘΙΑ: -Στα παλιά τα χρόνια υπήρχε οδοντίατρος στο χωριό;
-Ουδοντίατρους;
Πθινά ‘ρα! Μ’ τι ουδουντίατρους! (Πού οδοντίατρος. Αστειεύεστε
ωρέ; Πουθενά οδοντίατρος). Κι άμα είχι
κανένας καμιά ρίζα, πάηνι στου μπαππού του Μπουλυχρό κι το ’βγαζι μι τζιμπίδα. (Αν
κάποιος πονούσε από καμιά ρίζα δοντιού, πήγαινε στον παππού τον Πολυχρό και
έβγαζε το δόντι με την τανάλια). Του κρατούσι
μι ν’ ντανάλια κι...(Κράταγε το δόντι με την τανάλια και προχώραγε στο έργο). Πήγα ιγώ να βγάλου δόντ’ στου μπαππού του Μπουλυχρό. Μι
πουνούσι πουλύ κι μόλις μ’ έχουσι καταή, γλέπου ν’ τζιμπίδα. (Μόλις
με ξάπλωσε για να βγάλει το δόντι, βλέπω από πάνω μου την τανάλια).
-Μι
πέρασι, λέου, φέγου.
-Βρε
αμάν, θα σι πουνέσ’ λίγου.
-Φέγου,
λέου, δε γξέρς.
Κόβου
σιαπέρα. Δε γξαναπάτσα.
Άλλις φουρές αλάθουνι. (Μερικές φορές έκανε και λάθη). Δυο νεαρούς τς’ έβγαλι του καλό δόντ’. Τουν έναν αντί να
βγάλ’ του σάπιου, έβγαλι του καλό. Τουν άλλουν έβγαλι του διπλανό απ’ του
σάπιου. Έβγαζι δυο-τρία κι άφνι του χαλαζμένου. Αρά, τσιμπίδα κι «κραπ».
Τσάκουνι γιρά του γιρό…κι όξου. Τρεις μέρις αίμα σουλνάρα. Μι του ζιουγκάρ’ (πηγούνι) μαζί. Ξέρς,
άμα σι πχιάσ’ η τσιμπίδα μι του ζιουγκάρ!! Σι ξιπάτουσι. Ξιπαστράβουνις ντιπ. (Ξέρεις, αν η τσιμπίδα πιάσει το δόντι μαζί με το πηγούνι, αλίμονό σου! Με το
τράβηγμα τα ‘βγαζε όλα. Σε ξεπάτωνε. Το στόμα σου γινόταν στραβό πέρα για πέρα). Ι παππούς ι Πουλυχρός δε μπουρούσι να φκιάσ’ ούτι ένα
κουφίν’ τηρ μέρα ούλ’. Δυο πάηναν, τρεις
έρχουνταν. (Δεν
ευκαιρούσε ο άνθρωπος να κάνει καμιά άλλη δουλειά. Κι αυτά τα κοφίνια για το
μελίσσι τα παραμέλησε. Για τα δόντια δυο πήγαιναν, τρεις έρχονταν).
Δήμητρα (Καλιαμπού):
Πληρώνατε κιόλας; Πόσο πληρώνατε;
-Ντιπ,
αρά. ΄Αγιοι Ανάργυροι. Ντιπ παράδις. Σε ’δουνι κι από ’να τσιγάρου να καπνί’
ις, για να φέγ΄ι πόνους. Αυτόν είχαμι γιατρόν.
-Άμα σε πονούσε το κεφάλι;
-Καλή χρουνιά!
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ:
Γιώργος Πολυχρός, 12 Σεπτέμβρη1998.
Συνήθως το παιδί ακολουθεί
την τέχνη του πατέρα. Έτσι κι ο Γιώργος Πολυχρός του Μιχάλη (1915-2001) κληρονόμησε την
τέχνη του γονιού. Αυτό φανερώνει η σχετική συζήτηση που κάναμε στο σπίτι του
στη «Βασίλα» Σκοτίνας.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ: -Κάποτε μου έλεγες για κάποια δοντάγρια. Τι
είναι αυτή;
-Είνι μια ντανάλια που πχιάν’ του
δόντ’. Ιγώ το ’χου αρτιρμένου για να πχιάν’ καλά, γιατί ήταν κουντή. Του
αρτίρσα στου χαλκιά. Να πχιάν’ καλά του δόντ’. (Πρόκειται για μια
τανάλια-πένσα, την οποία χρησιμοποιούσαμε να πιάνουμε το δόντι. Εγώ κάνω χρήση
αυτής της τανάλιας. Φρόντισα να περισσεύει λίγο, να είναι ελεύθερη, να πιάνει
με κάποια ευχέρεια το δόντι. Το έκανα αυτό, γιατί είναι λίγο κοντή και
δυσκολεύει στο κράτημα. Την πήγα στο σιδερά, ο οποίος της έδωσε λίγο μήκος.
Έτσι πιάνει καλύτερα το δόντι).
-Έβγαλες
κανένα δόντι;
Ουρανία (σύζυγος): Ούλ’ τ’ Σκουτίνα (όλη τη Σκοτίνα).
Γιώργος: Κι του θκο μ’ του ίδιου το
‘βγαλα. (Και το δικό μου δόντι το έβγαλα κατά τον ίδιο
τρόπο).
Ουρανία: Τα θκα μ’ ούλα. Νε πόνια, νε
τίπουτα, Γιάν’. (Και όλα τα δικά μου χωρίς κανένα πόνο, Γιάννη).
Γιώργος: Για να μη πουνούν βάζου
λίγου αλάτ’. (Για να μην πονάνε, βάζω λίγο αλάτι).
----------
* Στο ελληνικό λεξικό ο Γιώργος Μπαμπινιώτης σημειώνει: οδοντάγρα (η)=οδοντιατρικό
εργαλείο σε σχήμα λαβίδας, το οποίο χρησιμεύει στην εξαγωγή δοντιών.
Σημείωση: μετά την εξαγωγή
του δοντιού, το κρατούσαμε στο χέρι και με τρόπο μυσταγωγικό το πετούσαμε στα
κεραμίδια του σπιτιού. Η στάση μας ήταν τέτοια, ώστε να βλέπουμε την ανατολή
και το χέρι να πετάει το δόντι προς τα όπισθεν. Τη στιγμή εκείνη φωνάζαμε: «να
το κρανοκόκαλο κι δόμ’ του σιδηρένιου». Δηλαδή πάρε το άχρηστο ήδη δόντι,
που μοιάζει σαν το κουκούτσι του κράνου και αντάλλαξέ το με ένα καλό, γερό σαν
το σίδηρο. Στη δικιά μου περίπτωση αυτό συνέβη στο σπίτι της γιαγιάς μου Όλγας,
συζύγου Γιαννούλη Δάμπλια. Το σπίτι βρισκότανε λίγο πριν τη Βλαχάτη στο δρόμο
από Πλατεία προς Μοίρα (Άνω Σκοτίνα στον καιρό της Πείνας).