Μανόλης Παπαγεωργίου του Κωνσταντίνου
Στις 2.5.2003 ο αείμνηστος Γιάννης Στύλος του Διονύση (Τσιακμάκης) μου δίνει συνέντευξη για το θάνατο του Μανόλη Παπαγεωργίου του Κωνσταντίνου. Ο Μανόλης σκοτώθηκε στο Λιτόχωρο σε μάχη του 1949 (σχετικά βλέπε ιστοσελίδα kaliampos-ioannis-skotina.blogspot.com, ανάρτηση 3.10.15).
ΑΦΗΓΗΣΗ: Γιάννης Στύλος-"Τσιακμάκης"
ΙΔΙΩΜΑ
Στη μάχ’ του ’49 σκουτώθκι ι Μανόλς. Του Μανόλ’
Παπαγεργίου -τς Κώτσινας- τουν έδουσαν βαθμό ιδώ στα ΤΕΑ*. Ήταν μια διμοιρία κι
ούλου Σκουτνιώτις. Ι Μίχους ι Ντάμπλιας, ι Διουνύ ‘ις ι Τσιαπάρς, ι Νάσιους ι Πουλυχρός, ιδώ ι Μπαντέκους ι
Μανόλς. Όλ’ ήταν ικεί στου μαναστήρ’, απού δω μιριά. Ήταν μια μπαΐρα ικεί κι
είχι δέντρα. Είχαν κι ‘κείνουν του Λιτουχουρίτ’ απού είχι αδιρφόν καπιτάνιου σ’
τς αντάρτις. Κι ικεί στου
μουναστήρ’ είχι ένα νιρό. Στου Μιτόχ’. Κι αυτοί τώρα,
οι δικοί μας να πούμι, πάηναν κάθι μέρα
ικεί κι κοιμούνταν ξιγνιαζμέν’. ‘Π’ τα δέντρα που κάτ’. Στέλν του Λιτοχωρίτ’
να πάρ’ νιρό. Απουνήριφτ’ ντιπ οι δικοί μας, κι
«μπ’απ» ι αδιρφός τ’, απού λες, βλέπ’ τουν αδιρφό τ’:
-Ε,
αδιρφέ! Τι γίνιτι;
-Καλά,
λέ’ του πιδί.
Αγκαλιάσκαν
μι τουν αδιρφό τ’ ικεί.
-Πόσ’
είν’ αυτού (πόσοι είναι εκεί);
-Ιά,
είνι μια διμοιρία.
-Τι
φκιάν τώρα;
-Άλλ’
σιαδώ, άλλ’ σιακεί, κοιμούντι.
-Ιντάξ’.
Πχιάν
απού παναθέ μιριά ένα φαλκάρ’** (μια ομάδα) αντάρτις. Βάν του πουλυβόλου. Παναθέ στου
ύψουμα, που έγν μια κιραία, λίγου παραπάν. Κι πχιάν κι απού κάτ’, ζών κι απού
κάτ’ κι χαμπλά ιδώια, πού είνι μια αζβησταριά. Ι Μανόλς αγκαύστους, (άπειρος) δεν είχι πααίν στρατιώτς ακόμα του πιδί. Πααίν απ’
του πάνου μέρους κι απού κάτου μιριά έπχιασαν ινέδρα οι αντάρτις. Ακριβώς
χαμπλά, πού είνι ένα αμπέλ’, ικεί άμα στρίψ’ κι πας προς του Μιτόχ’, θα του
δεις. Ικεί είνι μια αζβησταριά. Ικεί ήταν του σταυρουδρόμ’, απού έπριπι να
κατιβούν του γκατήφουρου αυτοί, οι θκοί μας. Οι μάυδις. Τς πλακών απού ψηλά μι
του πουλυβόλου, στα δέντρα, κάν του γατήφουρου. Υπουλόγιζαν να κατιβούν ικεί
χαμπλά αυτοί (όλοι οι μάυδες. Οι άλλ’, όμους, τα θκά μας παιδιά, ήταν αμπαρουμένα.
Ι Μπαντέκους,*** ι Τσιαπάρς, ι Νάσιους ι Πουλυχρός. Είχαν τα όπλα σ’ τς
πουρναρές στυλουμένα.
Μι του μπαμ, μπαμ, μπαμ που
παν, απου λες, κοιτούν να βγάλν όπλα, τραβιούνταν τα όπλα; Αφού τα είχαν μέσα
σ’ τς πουρναρές. Απαρατούν κι τα όπλα κι κόβν μέσ’ στα πουρνάρια του
γκατήφουρου (οι μάυδες). Ι Μανόλς έφυγι σ’ τ’ σούδα σιακάτ. «Παπ»,
μπρουστά, σ’ τς αντάρτις. «Μπαμ, μπαμ», τουν ρίχν καταή. Τουν βγάζν κι τα
ρούχα. Ήταν γυμνό του πιδί. Όταν πήγαν του βρήκαν γυμνό. Πότι να βγούν απού
κατ’ τ’ άρματα, που δεν είχι κι δρόμου τότι, ένα στινούτσκου αυτό είχι (μονοπάτι) χαμπλά στου Λιτόχουρου ικεί. Του φέρν του πιδί, που
λες, παλικάρ, λιβέντζ, πάει του χάσαμι.
ΚΟΙΝΗ
Στη μάχη σκοτώθηκε
ο Μανόλης. Αυτό έγινε το 1949. Τον Μανόλη Παπαγεωργίου -της Κώτσινας- δώσανε
βαθμό εδώ στο χωριό, καθώς υπηρετούσε στα ΤΕΑ. Οι Σκοτινιώτες όλοι αποτελούσαν
μια διμοιρία. Γνωστά πρόσωπα στη διμοιρία ήταν: Ο Μίχος ο Δάμπλιας, ο Διονύσης
Τσιαπάρης, ο Νάσιος Πολυχρός, ο συγγενής μου Μανόλης Μάνος Μπαντέκος. Όλοι
αυτοί υπηρετούσαν στο μοναστήρι, από την δώθε πλευρά. Ήταν εκεί ένα άπλωμα με
πολλά δέντρα. Μαζί τους ήταν και ένας Λιτοχωρίτης, ο οποίος είχε αδερφό
καπετάνιο έξω στο αντάρτικο. Εκεί στο μοναστήρι υπήρχε μια πηγή νερού. Στο
Μετόχι. Τον πλησιάζουν αυτόν και του μιλάνε. Οι δικοί μας εννοώ: Πήγαιναν κάθε
μέρα οι δικοί μας λεβέντες και κοιμούνταν ήσυχοι εκεί στο μοναστήρι. Κοιμούνταν
κάτω από τα δέντρα. Στέλνουν τον
Λιτοχωρίτη να τους φέρει νερό. Απονήρευτοι εντελώς οι δικοί μας. Ξαφνικά
ακούγεται ένα "μπαμ". Βλέπει ο Λιτοχωρίτης τον αδερφό του:
-Ε, αδερφέ! Τι γίνεται;
-Καλά, λέει το παιδί.
Αγκαλιάστηκαν τα δυο αδέρφια.
-Πόσοι βρίσκονται εκεί;
-Ε, να, είμαστε μια διμοιρία.
-Με τι απασχολούνται τώρα;
-Ε, είναι σκόρπιοι. Άλλοι προς τα εδώ,
άλλοι προς τα εκεί, κοιμούνται.
-Εντάξει.
Μια ομάδα από αντάρτες καταλαμβάνουν
την επάνω πλευρά . Αρχίζουν να πυροβολούν. Ήταν οχυρωμένοι πάνω στο ύψωμα.
Συγκεκριμένα λίγο παραπάνω, στο σημείο
που σήμερα υπάρχει μια κεραία. Καταλαμβάνουν και τα μέρη πιο κάτω, ζώνουν την
περιοχή μέχρι εδώ χαμηλά, όπου βρίσκεται μια ασβεσταριά. Άπειρος ο Μανόλης, το
παιδί δεν είχε υπηρετήσει στο στρατό. Προχωράει αμέριμνος προς τα πάνω, ενώ οι
αντάρτες πιάσανε ενέδρα από κάτω. Ακριβώς χαμηλά, όπου υπάρχει ένα αμπέλι. Από
εκεί, αν στρίψεις πηγαίνοντας στο Μετόχι, θα το αντικρύσεις το μέρος αυτό. Την
ασβεσταριά. Συναντάς εκεί ένα σταυροδρόμι, από όπου οι δικοί μας έπρεπε να
πάρουν την κατηφόρα. Δηλαδή οι Μάυδες. Τους πλακώνουν από πάνω με το πολυβόλο,
στα δέντρα, οπότε αυτοί οι δικοί μας προσπαθούν να φύγουν προς την κατηφόρα.
Υπολόγιζαν να κατεβούν εκεί χαμηλά όλοι οι Μάυδες. Οι άλλοι, όμως, οι δικοί μας
τώρα, ήταν κάπου κρυμμένοι, αμπαρωμένοι. Ο Μανόλης Μάνος-Μπαντέκος , ο
Τσιαπάρης, ο Νάσιος Πολυχρός. Είχαν τα
όπλα κρεμασμένα στα πουρνάρια. Με το "μπαμ", που λες, πρώτη τους
δουλειά ήταν να ξεκρεμάσουν τα όπλα. Έβγαιναν, όμως, εύκολα τα όπλα από τα
πουρνάρια; Εγκαταλείπουν και τα όπλα και χώνονται μέσα στα πουρνάρια συρόμενοι
προς την κατηφόρα (οι Μάυδες). Ο Μανόλης Παπαγεωργίου φεύγει μέσα από
μια σούδα προς τα κάτω. «Παπ», πέφτει σε ενέδρα των ανταρτών. «Μπαμ, μπαμ», τον
ρίχνουν καταγής. Του βγάζουν τα ρούχα.
Γυμνό, πια, το παιδί. Όταν, μετά, πήγαν τον βρήκαν γυμνό. Πότε να 'ρθουν από
κάτω τα άρματα! Δεν υπήρχε δρόμος τότε. Υπήρχε μόνο ένα στενό μονοπάτι στην
κάτω περιοχή του Λιτοχώρου. Φέρνουν, που λες, το παιδί -παλικάρι παιδί- λεβέντη
νεκρό. Πάει, χάσαμε το παιδί.
----------
* «Για την αντιμετώπιση της έλλειψης δυνάμεων,
αλλά και χρήσιμων πληροφοριών για τον ΕΣ (Ελληνικός Στρατός), αποφασίστηκε
και οργανώθηκαν στα χωριά ομάδες ένοπλων δεξιόφρονων χωρικών με την ονομασία
ΜΕΑ (Μονάδες Εθνικής Ασφάλειας) και ΜΑΥ (Μονάδες Άμυνας Υπαίθρου, ενώ αργότερα
σχηματίστηκαν τα ΤΕΑ (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης). Προοδευτικά πολλές από τις
υπάρχουσες διοικήσεις εθνοφυλακής μετέπεσαν σε αντίστοιχους σχηματισμούς
τακτικού στρατού» (Δ. Καραμήτσος, ιστορία της νεότερης Ελλάδας (τόμος Β,
1942-1967), σελίδα 201.
** φαλκάρ'
(του),
ένα μερίδιο, μια ομάδα, "ένα φαλκάρ' αντάρτις". Αλλού "κοπάδι
από πρόβατα ή γίδια, που έχουν το ίδιο σημάδι" (Ελευθ. Ε. Λάλος, Κρανιά Ελασσόνας", 1985).
*** Μπαντέκο τον βγάλανε από το όνομα
κάποιου αντάρτη. Ένας Λιτοχωρίτης «μάυς» -Οικονόμου- που είχε κάνει στα
ανταρτικά, είχε κάποιον ταγματάρχη Μπαντέκο. Ήταν κοντός στο ανάστημα, όπως και
ο Μανόλης Μάνος (1917-2002). Μόλις ο Οικονόμου είδε το Μανόλη, του είπε: «Σα
του Μπαντέκου είσι, αρά, που είχαμι απάν στου βουνό. Τουν μνιά ‘ιζ
καταπληκτικά».
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ-από μέρους της οικογένειας Γεωργάκη (στο
αρχείο μου αναφέρονται άλλοι δυο παππούδες, Αντώνης και Γιάννης).
Πληροφορίες:
Διονύσης Στύλος-Τσιακμάκης. Ο «Γιωργάκς-Τσιπόρης πήρε γυναίκα Σκοτινιώτισσα
χήρα, Στύλινα. Από κει πήρε το όνομα «Στύλος».
Παιδιά του Γεωργάκη
Α. Δημήτριος σύζυγος Χαϊμαδή Κοτσιβού. Παιδιά:
1. Γιώργος (1908-) σ. Κουνιώ Απ.
Γκάρα Παιδιά:
α. Δημήτρης, σ. Χαϊμαδή Απ.
Τσιαπάρη
β. Απόστολος, σ. Τούλα Γρηγ.
Χρισινόπουλου
γ. Σταυρούλα, σ. Μπόσκος από
Σταυρό Χαλκιδικής
δ. ΄Ολγα, σ. ξένος, από Κατερίνη
ε. Χαϊμαδή
στ. Βούλα
ζ. Αγαπούλα
2. Διονύσης, α. Μαρία Παπαζιώγα,
β. Ουρανία Ι. Δήμου .Παιδιά:
α. Χαϊμαδή, (1936-), σ.
Βασίλς Κουντουγιώρς
β. Γιάννης
(1937-2014), σ. Τασούλα Απ. Δάμπλια.
γ. Γραμματή, (1941-),
σ. Μήτσιος Γεργολάς
δ. Μαρία,
(1944-), σ. Στέργιος τς Μήνας-Χριστινόπουλος.
ε. Καλούδα, από
Κουντουργιώτισσα
3. Μαρία, (1944-), σ. Στέργιος «τς
Μήνας»-Χριστινόπουλος.
4. Βασίλης (1920-), σ. Χαρικλειώ
(1924-) Απ. Συντριβάνη
α.
Χαϊμαδή, σ. Απόστολος Στράνταρης, Κατερίνη
β. Καλλιόπη,
σ. Δημήτριος Αγοραστός-Τζήμης-, Αυστραλία
γ. Τούλα, σ.
Αλέκος Ντούλας, Κουντουργιώτισσα
δ. Τάκης, σ. τ’
Καζαμία από Λεπτοκαρυά
5. Κατίνα, σ. Θεοχάρης Πινακάς-τελώνης
6. Αντώνιος ελεύθερος (ϯ1978 γύρω στα 30).
7. Χαϊμαδή σ. Νίκος Αθ. Μήτσιος
Β. Θωμάς, σ. Μαριγώ Μ. Συντριβάνη. Παιδιά:
1. Ελένη, σ. Πουτιός Καλαμάρας,
ψάλτης
2. Απόστολος, σ. ΄Ολγα Μήτρου
Μπλέτσιου-Πινακά. Παιδιά:
α. Μαρία (1935-),
σ. Κώτσιος Αγγέλης-Πατούνας
β. Κατίνα, σ. από Κατερίνη
γ. Τούλα, σ. Βαϊνάς,
Κουντουργιώτσα
δ. Ελένη, σ. από Κουνουργιώτσα
ε. Ρούλα, (1954-), σ. Διονύσης Γ.
Γανωτής
στ. Ελευθερία, σ. από Κατερίνη
ζ. Θωμάς, (1934-2014), σ. από
Κρανιά
η. Βαγγέλης, σ. Μαρία Αθ. Αγγέλη
θ. Δημήτριος, (1942-), σ. από Γερμανία
ι. Αθανάσιος, (1947-), σ. Τούλα
Αθ. Μήτσιου
ια. Γιάννης, (1950-) , σ.
Μαλαματία τ’ Θωμά Κοτσιβού
(«Ματζιαβίνος»)
ιβ. Γιώργος, σ. Ελενίτσα Αθ. Οικονόμου
ιγ. Κατίνα, σ. από Κατερίνη ;
3. Γιάννης (1916-),
σ. Ελένη Ιω. Παπαζιώγα
α. Τασούλα,
(1943-), σ. Αθανάσιος Λ. Συντριβάνης
β. Θωμάς, (1941-),
σ. Πατσιώ Θ. Κοτσιβού
γ. Θύμιος, (1947-),
σ. Χαρίκλεια Διον. Καραμανόλα
δ. Χρίστος,
(1951-), σ. ξένη
ε. Αθανάσιος, σ.
Τασούλα Ηρ. Γεργολά
4. ΄Ολγα (1922-), σ. Γιώργος
Γεργολάς
5. Γεώργιος, σ. Κατίνα Αστ.
Χρισινόπουλου
6. Διονύσιος (1926-), σ. Πηνέλου
Δ. Καρκαφίρη
7. Τρανταφλιά
Γ. Βασίλης (πατέρας τ’ Κουντουγιώρ’), σ.; Παιδιά:
1. Κουνιώ, σ.
Γιώργος Μάνος.
2. Γεώργιος, σ. Ουρανία Ν.
Μήτσιου. Παιδιά:
α.
Βασίλης, (1926-), σ. Χαϊμαδή δ. Στύλου
β.
Νικόλας, (1937-), σ. Μαρία Αγγέλη-Πατούνα
γ.
Διονύσης, (1942-), σ. Γλυκερία Θ. Παπαζιώγα
δ.
Νάσιος, (1939-), σ. Τρανταφλιά ντ’ Γιώρ’ τ’ Τέλ’
Δ. Ιωάννης «Μπίκας», σ. Τρανταφλιά Γκόρη. Παιδιά:
1. Ανέτα (1913-), σ. Θεοχάρης
Καλαμάρας-Καϊάκας
2. Γεώργιος, ελεύθερος, πέθανε τον
ίδιο χρόνο με τον Γιώργο Βλέτση
3. Θεοχάρης (1921-), σ. Μαρία τ’
Μήτρ’ Μπλέτσ’. Παιδιά:
α.
Ιωάννης, ιερέας, σ. Μαρίκα Διον. Μήτσιου
β. Αναστάσιος,
ιερέας σ. ξ.
γ.
Τριανταφυλλιά, σ. Νικ. Τσιαπάρης
δ. Κατίνα, σ.
Μητσιούλας Χριστινόπουλος
ε. Ελευθερία, σ.
από Λεπτοκαρυά
στ. Τούλα, σ.
από Κατερίνη
4. Βάια (1929-), σ. Θωμάς
Γερομιχαλός