Σέδες-Μοράβας
Πήγηνα
για όργωμα. Μάλλον για σπαρμό. Γυρνώντας, πήγα στην πλατεία (Σέδες-Θέρμη),
βλέπω το χωροφύλακα, μoυ
λέει:
-Για πού, ώρα καλή; Επιστράτευση έχουμε.
΄Ωρα ήταν 7.30. Πρωί-πρωί μέρα
δευτέρα. Ο χωροφύλαξ μι βλέπ’ κι μι λέει:
-Πήγηνι,
άφσι του κάρου κι φέρι του άλουγου ιδώ πέρα κι σύρι στην επιτροπή ταξινομήσεως.
Ο χωροφύλαξ ήταν Κρητικός (Τάσιος). «Να
παρουσιαστείς στο κέντρο επιστρατεύσεως του Πανοράματος».
Καμιά 30 παιδιά, μικρής ηλικίας πήγαμι
ικεί. Μας έδουκαν ρούχα. Στρατιώτ’ ντυθήκαμι. Ο πρόεδρος της Καμπτσίδας μι
γνουρίιζ’. Κεφαλάς, αλλ’ ήταν και αξιωματικός, υπολοχαγός. Μι λέει:
-Πού, ωρέ Σιδιώτ’; ΄Ελα ‘δώ μαζί μ’.
Τα πολιτικά τα ρούχα τα ‘δωσα σ’ ένα πιδί
γνωστό να τα πάει στου σπίτ’. Η Κατίνα (σύζυγος) δεν ήταν ικεί. Είχι κατέβ’ στη
μάνα τς. Σ’ τ’ Σαλουνίκ’. Είχι του Θανάσ’ ένα μηνώ.
-΄Ελα μαζί μ’, μωρέ, έλα μαζί μου. Θα
τους φάμι τους κιαρατάδις.
Αυτός ήταν στο λόχο στρατηγείου, στο 509, πίσω στους στρατώνες, στη Σαλουνίκ’, στο
3ο Σώμα. Μι λέει «θα είσι συσσιτιάρχης»
-Καλά, του λέω, θα είμαι.
Στήνουμι τα καζάνια κι μου λέει: «΄Ολοι
πάμι για ένα σκοπό. Πάρι 4 καζάνια. Θα τους φάμι τους κιαρατάδις. Μας κηρύξανι
τουν πόλιμου».
-Κύρ’ λοχαγέ, πόσους μαγείρ’ να πάρου;
-3 -4 να σι βοηθάν. Και 2 μουλάργια, 2
ημίονοι.
Μόλις φτάνουμι στην Αριστοτέλους,
βου...αρχίσαν τ’ αεροπλάνα. Κι του ένα
του μουλάρ’ ήταν σαν τριλούτσικου λίγου. Αρχίζ’ να πηδάει, λοιπόν. Κι πέφτουν
τα καζάνια κάτω.
Από το Βαρδάρ’ πηγαίνουμε στον παλιό
Σταθμό, σκόρπιοι, έτσ’, γιατί βαρούσαν τ’ αεροπλάνα. Ρίξαν κι ένα αεροπλάνο.
Στο Λαγκαδά έπισι. Τέλος πάντων. Μας βάλαν σε κάτ’ βαγόνια που ήταν από
κάρβουνα. Από πίσω είχι βαγόν’ για τα μουλάρια. Το απόγεμα ήμασταν στη Βέροια. Φορτώνουμε στη Βέροια κι από
‘κεί στην Καστανιά. Μι λέει: «Θα
βάλς 3 καζάνια μακαρόνια».
Φτάνουμε στα Κοίλα, έξω από την
Κοζάνη. Ο υπολοχαγός είπε: «Φυλάξτε τα καζάνια, να μήν έρθει καμιά φάλαγγα και
μας τα πάρει».
Βραδινές ώρες. Το πρωί δεν μαγειρέψαμε.
Το βράδυ, κατά τις 10 φτάσαμε στη Σιάτιστα.
Παν απ’ τη Σιάτιστα είχι κάτ’ εξοχικά. Το πρωί νωρίς, φτάσαμε στα Γρεβενά. Ξηροφάι. Από ‘κεί μας πιάνει
βροχή στα Γρεβενά. Από τα Γρεβενά στο Δοτσικό.
Εκεί βρήκαμε μια γέφυρα και μια βρύσ’ καμάρα. Βρήκαμε εκεί το ιππικό Λαρίσης.
Σηκωνόμαστε πρωί. Δε μπορούσες να βάλεις να μαγειρέψεις. Ένα τσιάι κάναμε. Δυο
καζάνια με τσιάι.
΄Υστιρα από κεί, από τη Σαμαρίνα, πίσω στα Γρεβενά. ΄Ηρθε το
2ο Λαρίσης. Από ‘κεί στη Νεάπολη. Καθίσαμε μια βραδιά εκεί. Στήσαμε καζάνι,
πατάτες. Βλέπω, κι ένας άλλος λοχαγός Μάντζιαρης. Τον συτιστή τον λέγαν
Δημήτρης Αναστασιάδης, λοχίας. Στη Νεάπολη ξεκουραστήκαμε. Πέρασαν από ‘κεί τ’
αεροπλάνα και μεις μέσα στα πουρνάρια.
-Τι θα κάνουμε Δαδάτση;
-Τι θα κάνουμε, ούτε ‘δώ θα ξαπλώσουμε.
Μαζί μας ήταν ο διοικητής της 113 μεραρχίας Τσίπουρας (πρώτη βδομάδα).
Από ‘κεί, στο ΄Αργος Ορεστικό κι από ‘κεί περνάμε στη Φτεριά. Στη κάτω Φτεριά. Βάλαμε καζάν’. Κάναμε διανομή το
συσσίτιο. Περνάει ένα αεροπλάνο και πετούσε βόμβες δεξιά κι αριστερά. Και
πέφτει μία στα 300 μέτρα. Αλλά έπεσε μέσα σε μια χαραδρούλα και τράνταξε τον
τόπο όλον. Και φύγαμε, αλλά κάτ’ αέρια ήρθαν. Ιγώ έχασα την καραβάνα. Η δικιά μου καραβάνα έγραφε Α.Δ. (=Απόστολος Δαδάτσης).
΄Ενας άλλος Δ. Α. (=Δημήτριος Αυγολούδης, από τη Χαλκιδική). Από μακριά βλέπω
έναν που φώναζε:
-Δαδάτση, να η καραβάνα σ’.
Εκεί πέρα έπεσαν και άλλες οβίδες.
΄Ενας φαντάρος σκοτώθηκε. Βλέπουμε, φέρνουν έναν νεκρό, έναν σκοτωμένο. Και τον
πήγαιναν με τη σημαία στην εκκλησιά. Δυο γριούλες λέγαν, ότι είναι από τα
Γρεβενά. Ο παπάς διάβαζε και οι γριούλες έκλεγαν: “Ω, γιάβρου μ’, πιδούλι
μ’...Μητέρα κεν ιδώ, πατέρας κεν ιδώ” (ποντιακή προφορά “μάνα δεν
είν’ εδώ...”). Κι ο παπάς έλεγε: “Κι εγώ παπαδία πα κι έχω” (=κι
εγώ δεν έχω παπαδιά). Μια οβίδα σκότωσε την παπαδιά.
Το βράδυ φύγαμε για την άνω Φτεριά.
Καθίσαμε νύχτα. Κυριακή. Απέναντι στο Μοράβα οροσειρά. Αρχίζουν μπάμπα μπούμπα, πανζουρλισμός. Την άλλη μέρα πάμε σ’ ένα χωριαδάκι. Ταγματάρχης Μαντούβαλος.
Επισήμανε με τα κυάλια. Αντικρυ Ιταλοί. Δίνει εντολή να επιτεθεί η
πυροβολαρχία. 30 % δε μείναν. Μαζί και ο ταγματάρχης. Κι ένα παιδί ήρθε στο
μαγειρείο κι λέει:
-Ωρέ, λύσιαξε αυτός ο Μαντούβαλος.
Πήρε και το λοχαγό Αποστολίδη: «Εδώ βρέ βάρα. Εδώ το κέντρο του μετώπου».
Κι από έναν λοχία αρπάζ’ το όπλο, κι
άρχισε με το μάνιχερ να πυροβολεί. Νευρικός ήταν. Τα 2/3 του συντάγματος παν,
σκοτώθκαν. Αυτός τραυματιστηκε και τον πήραν οι Ιταλοί και τον πήγαν στην
Ιταλία. ΄Υστερα μαθεύτηκε -στην Κλεισούρα. Η μάχη γίνονταν στην οροσειρά του Μοράβα.
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ
(1907-1991)
Η φωτογραφία από το ατομικό ασφαλιστικό βιβλιάριο
του Αποστόλου Δαδάτση
Αικατερίνη, σύζυγος του Αποστόλου,
το γένος Ευαγγέλου1915-1992