Τα
τσαρούχια
Από τις αναμνήσεις του Θανάση Α.
Γερομιχαλού (1929-2012), καταχωρώ αυτήν που αναφέρεται στον τρόπο υπόδησης στα
χρόνια της προπολεμικής περιόδου. Η συνέντευξη δόθηκε το καλοκαίρι του 2003.
Στα παλιά χρόνια ο κόσμος δυσκολεύονταν να αγοράσει παπούτσια*. Για υπόδηση
χρησιμοποιούσε τσαρούχια, των οποίων η κατασκευή
απαιτούσε ειδική τεχνοτροπία και προσωπική φαντασία. Η παρακάτω κουβέντα δίνει
κατατοπιστική διευκρίνιση..
Ο Θανάσης αφηγγείται:
-Ποιος τα
φορούσε;
-Ι παππούς ι Μήτρους, αυτός τα φουρούσι. ΄Ηταν πατσέντα
δικιά τ’ αυτή. Σι λέ’ τώρα πού να τα βρεί. Ήθιλι να πας ζ Γκατιρίν’ να τ’
αγουρά’ ις τουμάρ’. Του τουμάρ’ από ‘φκιανάμι
απ’ τα γρούνια δεν έφτανι. ΄Εβανι απού πίσου, απού παναθέ λίγου παλιπάπτσου
καρφουμένου μι τα καρφιά κι απού κάτ’ του σανίδ’. ΄Εβανι του πόδ’ μέσα κι πάηνι
πάπα πούπα, πάπα πούπα. Τα καρφιά ήταν δίπλα απ’ του σανίδ’. Απού κάτ’ αντί για
τουμάρ’ είχι σανίδ’. Γιατί του τουμάρ’ κρατούσι μια μέρα του μαλλί κι μια
μέρα...έβγηναν οι φτέρνις όξου κι ν’ άλ’ έβγηναν κι οι νουζίτσις κι άμα έπιρνι
βρουχή, η μύτ’ πάηνι στ’ φτέρνα κι δε συμμαζέβιτι. Τα καλύτιρα τσαρούχια ήταν
τα βουβαλνά. ΄Ηταν κι ακριβά. Είχαν μσό πόντουν πάχους. Σκληρό τουμάρ’ του
βουβαλνό. Είδις που λέν: «Κι του βουβάλ’ κι να ψουφήσ’ η πιτσιά τ’ αξίζ’». Του
τουμάρ’, δηλαδή, αξίζ’ γιατί έβγαζις από ‘να βουβάλ’ μσή Σκουτίνα τσαρούχια. [Ο παππούς ο Μήτρος. Αυτός τα φορούσε.
Ήταν δικός του σχεδιασμός-πατρόν. Σου λέει, "δεν υπάρχει άλλη λύση". Έπρεπε
να πάς στην Κατερίνη για να αγοράσεις τομάρι. Εντωμεταξύ, το τομάρι που
χρησιμοποιούσαμε για την κατασκευή τσαρουχιών δεν περίσσευε. Για το λόγο αυτό
το μυαλό του στρέφονταν σε άλλη επινόηση· χρησιμοποιούσε παλιά δέρματα από
άχρηστα παπούτσια, τα κάρφωνε από πίσω, από πάνω και από κάτω το συνέδεε με το
σανίδι. Έχωνε μέσα ο πόδι και βάδιζε "πάπα πούπα, πάπα πούπα". Τα
καρφιά καρφωμένα δίπλα στο σανίδι. Στο κάτω μέρος, αντί για δέρμα υπήρχε
σανίδι. Διότι το τομάρι δεν άντεχε πάνω από μια μέρα. Κράταγε το μαλλί μια μέρα
και ύστερα...Βγαίνανε οι φτέρνες έξω από τα τσαρούχια. Από την άλλη πλευρά
βγαίνανε τα κορδόνια και, όταν έβρεχε, η μύτη του ποδιού γύριζε προς τη φτέρνα
και...δε συμμαζεύεται. Η καλύτερη ποιότητα τσαρουχιών ήταν αυτά που προέρχονται
από βουβαλίσιο δέρμα. Αυτά ήταν ακριβά. Ήταν ενός πόντου πάχους. Σκληρό δέρμα
το βουβαλίσιο. Το λέει και η παροιμία: «Και το βουβάλι να ψοφήσει, αξίζει η
πέτσα του". Το δέρμα, δηλαδή, έχει την αξία του. Αρκεί να σκεφτείς, πως
από ένα βουβάλι έβγαζες τσαρούχια για τη μισή Σκοτίνα].
-Με τι
τομάρια κατασκεύαζαν τα τσαρούχια;
-Να σι πώ, άλλους έφκιανι κι απού γίδια, ιμείς ιδώ σ’ τ’
Σκουτίνα του πρώτου ήταν του χοιρινό. Κι άμα αγουράζαμι απου Γκατιρίν’,
προυσπαθούσαμι να είχι στ’ ράχ’. ΄Ηταν πιο σκληρό, χουντρό ιδώ σιαπάν’ στ’
ράχ’. Η κοιλιά ήταν φτινό. Κι αυτά τά 'δουναν μι τιμή, να ξέρς, α! Εάν του
τσαρούχ’ αυτό έπιρνις, προς τ’ ράχ’ μιριά είχι πέντι δραχμές, στη γκοιλιά είχι
τρεις δραχμές. Πώς τα κατασκεύαζαν; Τα ‘βαναν κι φούσκουναν κατ’ αρχήν. Του
τουμάρ’ φούσκουνι καλά. [Να σου πω. Άλλος έφκιαχνε
από γίδια, Σε μας εδώ το συνηθισμένο
τομάρι ήταν το χοιρινό. Και όταν τύχαινε να αγοράζουμε από την Κατερίνη,
προσέχαμε να είναι χοιρινή η ράχη. Το τομάρι από κοιλιά ήταν ψιλό. Και, όμως,
γνωρίζεις, και τα τσαρούχια είχαν την ανάλογη τιμή. Αν αγόραζες το τσαρούχι με
ράχη, έδινες πέντε δραχμές. Αν ήταν από κοιλιά, έδινες τρεις δραχμές. Το πώς τα
κατασκεύαζαν; Καταρχήν τα βάζανε σε νερό να φουσκώσουν. Το δέρμα φούσκωνε
καλά].
-Μέσα στη
λεκάνη;
-Πού λικάν’, αρά! Πού 'χαν λικάνις ιτότι. Ιά, ή στ’ αυλάκ’
τα ’βαζις κι τα ‘βρισκι κάνας σκύλους κι στα ‘τρουγι, ή άμα είχι κανένα
κουπανούλ’. Απού κουπανούλια είχαμι ειδιότητα (ειδικότητα). Είχαμι τέτοια κουπανούλια, είχαμι κι κουπάνα μιγάλ’. Είχαμι
κι σκαφίδ’ από ‘φκιανάμι ψουμί μέσα. Κι ξέρς τώρα, να λούζισι σι μια κουπάνα μι
ζιστό νιρό, ούλ’ η φαμπλιά. Τα τσαρούχια πρώτα τα μούστουναν. Μιτά ύστιρα του
πίσου μέρους απού ‘ταν η φτέρνα το ‘πιρναν τζ γουνίις αυτές, για να γίν’ η
φτέρνα καλή. Μπρουστά έφκιανι μύτ’. Είχις ένα σουγλί για ν’ ανοίξ’ τρύπα
κι μι του μαχαίρ’ το ‘κουβις. ΄Αντι
λίγου παραπάν, άντι λίγου παραπάν, το ‘πλιγις. Του καρίκουνις μέχρι πίσου. Κι
γίνουνταν καμπουρουτό. Κι σ’ έπιρνι του πουδάρ’ μια χαρά. Αλλά λάχ’ κι σ’ έπιρνι
βρουχή, τιλείουνι. Η μύτ’ πάηνι στ’ φτέρνα κι δε συμμαζέβιτι. Προυτιμούσις να
κόψ’ του ζνάρ’, να το ‘χς κριμαζμένου ιδώ στου ζνάρ’ μι τ’ νουζίτσα κι να
πιρπατάς ξπόλτους, παρά να το ‘χς στα πουδάργια. Τέτοια τυράγνια. Κι να έχς
σκουφούνια, κι αυτά μπαλουμένα. [Πού λεκάνη, μωρέ! Δεν
υπήρχαν τότε λεκάνες. Απλώς τα βουτούσες στο αυλάκι που έρεε το νερό και αν
περνούσε κανένα σκυλί σου τα άρπαζε και τα έτρωγε. Το ίδιο συνέβαινε όταν τα
βουτούσες σε καμιά μικρή κοπάνα. Στις μικρές αυτές κοπάνες είχαμε αποκτήσει
ειδικότητα. Είχαμε μικρές κοπάνες, είχαμε και μεγάλη. Διαθέταμε και σκαφίδι,
όπου ζυμώναμε. Και υπολόγισε, τώρα, τι πάει να πει να πλένεσαι σε κοπάνα. Να
βάζεις ζεστό νερό στην κοπάνα για ολόκληρη φαμιλιά. Αρχικά τα τσαρούχια τα
μούστωναν. Έπειτα, το πίσω μέρος, στη φτέρνα, φρόντιζαν να είναι οι γωνίες
βρεγμένες, έτσι, ώστε η φτέρνα να μένει σταθερή. Στο μπροστινό μέρος
σχηματίζονταν μύτη. Ήσουνα εφοδιασμένος με ένα σουβλί, με το οποίο άνοιγες την
τρύπα και με ένα μαχαίρι έκοβες ό,τι προεξείχε. Προχωρούσες λίγο παραπάνω, λίγο
παραπάνω, έπλεκες το τσαρούχι. Το καρίκωνες μέχρι πίσω. Αποκτούσε σχήμα
καμπουρωτό. Ταίριαζε στο πόδι σου μια χαρά. Αλίμονό σου, όμως, αν σου τύχαινε
βροχή. Πάει, τέλειωνε. Η μύτη γύριζε προς τη φτέρνα και ...μη χειρότερα.
Προτιμούσες να κόψεις το ζουνάρι, να κρεμάς το τσαρούχι εδώ στο ζουνάρι με το
κορδόνι. Προτιμούσες να περπατάς ξυπόλυτος, παρά να το φοράς. Τέτοια βάσανα.
Και να φοράς σκουφούνια, που κι αυτά να 'ναι
μπαλωμένα].
-Τα τσαρούχια
τα κάνανε ανάλογα με το πόδι του καθενός;
-Βέβαια. ΄Εβαζις του πουδάρ’ απάν’. Αλλά ήξιρις περίπου
πόσο μήκος έχς, πατούσις παναθέ κι έντάξ’, όπως έκανι. [Βέβαια. Έβαζες το πόδι πάνω στο
δέρμα για να σου πάρουν μέτρο. Γνώριζες, όμως, τι νούμερο περίπου φοράς.
Πατούσες πάνω στο απλωμένο τομάρι και σου κόβανε τα τσαρούχια ανάλογα με τα
μέτρα σου].
----------
* Ήταν
Μεγάλη Παρασκευή του 1946 στη Σκοτίνα. Έρχεται δέμα από τη Μόρνα (εκεί
υπηρετούσε ο πατέρας μου ως ιερέας). Το δέμα περιείχε ένα ζευγάρι κόκκινα σκαρπίνια της Ούντρας. Πάω να τα
φορέσω, μου ήταν στενά. Οι κάλτσες ήταν χοντρές (σκουφούνια). Για να πάω στα
Εγκώμια κόβω τις πατούσες (από φτέρνα και μπρος). Με γυμνά πόδια χώρεσαν τα
σκαρπίνια. Ο μόνος που δε φορούσε τσαρούχια!.
---------
Άμεσοι
συγγενείς, 1. γονείς: Απόστολος Γερομιχαλός, Ουρανία Μάνου
2.
τέκνα:
α. Αθανάσιος,
σύζυγος Καλούδα Απ. Συντριβάνη
β. Καλλιόπα, σ. Θωμάς Στύλος-Ντανός
γ. Στέργιος, σ. Χαϊμαδή Θ. Συντριβάνη
δ. Θωμάς, σ. Κατίνα Θεοχ. Ζιώγα-Ντουραλή