Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Εμφύλιος: μάχη Λεπτοκαρυάς (1946)


 


Η Αγία Τριάδα στην παλιά Λεπτοκαρυά. Εκεί θάφτηκαν τα θύματα του Εμφυλίου.











Στις 16 Ιουλίου 2013 ο Θανάσης Γ. Μπακάλης μου δίνει συνέντευξη με κεντρικό θέμα τον Εμφύλιο. Συγκεκριμένα μιλάει για την πρώτη μάχη της Λεπτοκαρυάς του 1946 (η άλλη έγινε το 1948).

Ο Θανάσης Μπακάλης αφηγείται

Θανάση, θυμάσαι πόσες μάχες έγιναν στη Λεπτοκαρυά;
   -Έγιναν δυο μάχες μεταξύ ανταρτών και του ελληνικού στρατού. Και οι δυο γίνανε Σεπτέμβριο μήνα, η πρώτη το 1946 και η δεύτερη το 1848. Εδώ ήταν μια μονάδα Χωροφυλακής, μια διμοιρία μάλλον.
  
-Πού είχε την έδρα;
   -Στο δημοτικό σχολείο Λεπτοκαρυάς. Το είχαν επιτάξει. Είχε πολλούς χωροφύλακες; Διοικητής ήταν ο Μήτσιου (Δημήτριος) που αργότερα έγινε διοικητής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης. Τότε φώναζαν: «Του Μήτσιου τα στρατεύματα, όλα πολύ μ’ αρέσουν…».
   -Για ποιο λόγο έγινε αυτή η μάχη;
   -Οι αντάρτες ήθελαν να καταλάβουν τη Λεπτοκαρυά, ήθελαν να διώξουν τους χωροφύλακες. Η Λεπτοκαρυά ήταν φυλασσόμενη. Είχε χωροφύλακες και δε μπορούσαν να ‘ρθουν οι αντάρτες μέσα. Να πλιτσκάρουν και να πάρουν. Οι αντάρτες επιτέθηκαν και ήταν νύχτα. Ήταν και Λεπτοκαρίτες χωροφύλακες.
   -Θυμάσαι ονόματα;
   -Βέβαια, πρώτος ο Ματός Δημήτριος, Μπακάλης Γεώργιος, συγγενής μου, Κουκάρας Κωνσταντίνος, Δεληγιώργης Νίκος, ήταν πάρα πολλοί, ένας θείος μου Γιάντσος Δημήτριος.
   -Πώς έγινε η μάχη;
   -Η μάχη έγινε τη νύχτα, μετά τις έντεκα η ώρα το βράδυ. Οι αντάρτες παρακολουθούσαν τους χωροφύλακες κάθε μέρα. Εκείνο το βράδυ δεν πήγαν μέσα στο σχολείο. Στις εισόδους και εξόδους του χωριού φύλαγαν περιπολίες, σκοπιές. Αρχηγός τότε ήταν ο Ματός Δημήτριος. Αυτός ήταν επιστρατευμένος χωροφύλακας κι αργότερα έκανε και αξιωματικός. Οι αντάρτες γνώριζαν τις κινήσεις που κάνανε οι χωροφύλακες. Τρώγανε, έπιναν εκεί. Ερχότανε από Λιτόχωρο, Κατερίνη, τροφοδοτούσαν Μέσα στο σχολείο, τρώγανε, κάνανε, μαγειρέματα, αυτά. Και καλά φαγητά κιόλας, γιατί πηγαίναμε κι εμείς να φάμε. Πεινούσαμε. Εντωμεταξύ, το βράδυ κατά η ώρα δέκα ακούμε «μπαμ, μπουμ, μπαμ, μπουμ», ωρέ τι γίνεται. Μέχρι τις έντεκα η ώρα ήταν πόλεμος. Ήρθαν πάρα πολλοί αντάρτες, δύναμη, κι άλλη δύναμη. Συνεννοημένα πράματα, είχαν πρόγραμμα. Μόλις ήρθαν δε μπορούσε να βγει κανένας έξω.  Οι αντάρτες είχαν περικυκλώσει το χωριό, από παντού. Όποιος έβγαζε μύτη έξω τον πυροβολούσαν. Σκοτώθηκαν πάρα πολλοί αντάρτες, και χωροφύλακες πολλοί. Το πρωί κατά η ώρα έξι -ήταν Σεπτέμβριος, καλός καιρός- ακούμε τάνκς. Αυτό ήρθε από Κατερίνη, το στρατό. Μόλις ήρθε το τανκ αυτό, οι αντάρτες πήραν μυρωδιά και βγήκαν έξω, στους πρόποδες και τα βουνά. Μετά το τανκ ήρθε στρατός για ενίσχυση. Και συνέλαβαν πολλούς αντάρτες. Περνούσε ένας λόχος, ερχόταν από το Βαρκό για να παν προς τον Παντελεήμονα. Και τους μπλόκαρε ο στρατός ύστερα. Εγώ ήμουν εννέα ετών, το 1937 είμαι γεννημένος. Καταλάβαινα, ζούσα μέσα στον πόλεμο κάθε μέρα. Πολλά πτώματα. Ύστερα βγήκαμε έξω εμείς να δούμε τι γίνεται. Και λέγαμε «σκοτώθηκε ο τάδε». Λεφτοκατίτες χωροφύλακες.
   -Δηλαδή, εσύ είδες γνωστούς;
   -Πρώτα, πρώτα τον αρχηγό της ομάδας, το Ματό. Αυτόν τον είχαν ξεγυμνώσει και τον πέταξαν μέσα σε ένα ρέμα. Του πήραν τα ρούχα γιατί είχε καλά ρούχα. Τον ξέντυσαν -θηρίος άντρας- και πήγαμε εκεί. Μας έλεγαν: «φύγετε, φύγετε, μην πλησιάζετε κοντά». Και μου λέει ένα παιδί, πιο μεγάλο από μένα -πέθανε τώρα- «έλα, έλα να δεις χωροφύλακες». Εγώ τους γνώριζα τους χωροφύλακες, γιατί πηγαίναμε κάθε μέρα και τρώγαμε. Τους είχανε πετσοκόψει, τους έσφαξαν εντελώς. Μέχρι τα γεννητικά όργανα τους είχαν κομμένα και τα είχαν στο στόμα βαλμένα. Σκοτωθήκανε Λεπτοκαρίτες κάπου 5-6 άτομα. Τον Σκοτινιώτη τον Κοκράνη, ένας άλλος Παρλαπάνης. Οι αντάρτες τους πιάσανε και τους σκοτώσανε. Τον Παντελή Κοκράνη και έναν άλλο τους πήραν αιχμαλώτους. Ήταν ανάπηροι αυτοί. Τον πατέρα μου τον είχαν επιτάξει με τα ζώα να μεταφέρει τους τραυματίες από δω στην Καρυά. Και μερικοί άλλοι Λεπτοκαρίτες με τα ζώα. Κι εκεί τους είδε ο πατέρας. Όταν γύρισε πίσω λέει: «Μην τους περιμένετε πίσω, γιατί τους έχουν χαλάσει». Δηλαδή, τους σφάξανε και τον είδε και τον Κοκράνη εκεί. Τον Παντελή και Κατέλα, πατέρα της αδερφής του Χριστινόπουλου. Τους καθάρισαν έξω από την Καρυά.
Και μετά ήρθε στρατός πολύς και οχύρωσαν το χωριό. Διότι αυτοί δεν έμπαιναν κάθε μέρα. Ήρθε ένας -Μπαρούτας λέγονταν- αξιωματικός, λοχαγός, ο οποίος είχε κάνει και δάσκαλος στο χωριό μας παλιότερα. Κι έλεγε αυτός: «Εμείς θα καθησυχάσουμε». Και φυλάχτηκε το χωριό μέχρι το 1948. Τότε έγινε πιο πολύ μακελειό.
----------
Προσωπική εμπειρία: Μετά τη μάχη οι αντάρτες ξεχύθηκαν προς την πλευρά της Σκοτίνας. Στα Αλώνια και Μπασιάλα (κοντά στον Άγιο Νικόλαο) συγκρούονται σώμα με σώμα με οπλίτες του χωριού. Εγώ βρισκόμουνα στο καραούλι της «Παναϊάς» (με τα γίδια). Εκεί να δεις θέαμα! Σφαίρες, πιστολίδι και τουφεκίδι πήγαιναν φωτιά. Καλύβες και σπίτια να καίγονται. Και του Θωμά Παραμύθα, του δάσκαλου το σπίτι να λαμπαδιάζει. 

ΕΙΚΟΝΕΣ:


Το αιωνόβιο πουρνάρι στα Κοιμητήρια Άνω Λεπτοκαρυάς

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Κατοχή: Κυριάκος Οικονομίδης-«Καπετάν Οξιάς»



      

                                                ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΗ ΓΡΙΤΣΑ

          


          Ο Κυριάκος Οικονομίδης του Ευθυμίου από την Καρυά Ολύμπου (1925-1999) είναι γνωστός από την Εθνική Αντίσταση με την επωνυμία «καπετάν Οξιάς». Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών. Οι περισσότερες από αυτές αναφέρονται στην περιοχή του Κάτω Ολύμπου ή, ειδικότερα, στα «κατατόπια» που βρίσκουμε σ’ όλο το μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής από Κατερίνη μέχρι τα Τέμπη. Εν προκειμένω το θέμα αναφέρεται στην ανατίναξη της γραμμής στη Γρίτσα Λιτοχώρου. Αποτέλεσμα της ανατίναξης ήταν το σταμάτημα του τρένου, φορτωμένου με λάδια της Κρήτης. Προορισμός τους ήταν η Γερμανία. Σε σχετική συνέντευξη (1982) ο Κυριάκος αφηγείται:

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ Τουν Οκτώβριο του ’43 έδουσάμι μια μάχ’ κι έπχιασάμι του τρένου στου Λιτόχουρου, στο φυλάκιο στη Γρίτσα. Μας ειδουποίησαν απ’ τ’ Λάρσα -είχαμι ανθρώπους- μέσω οργανώσεως. Μας ειδουποίησαν ότι έρχουνταν ένα τρένου απ’ ν’ Αθήνα φορτηγό. Του φορτηγό έφιρνι λάδια. Τα είχαν πάρ’ απού τη Γκρήτ’. Βαρέλια πουλλά. Στρατό δεν είχι μέσα. Μόνο καμιά φρουρά καμιά δικαριά. Τα λάδια πήγιναν για ντ Γιρμανία. Ιμείς ήμασταν ζ ντ Βρουντού. Μας ειδουποιούν απ’ του Λτόχουρου-σύνδιζμους ο Γκούβας (παρατσούλι): «Αυτό κι αυτό, πήραμι ιντουλή απ’ του σύνταγμα «Νικήτα» να κατιβείτι κάτου μαζί μι δυο ιγγλέζ’».
            Του σύνταγμα ανταρτών «Νικήτα» ήταν στα Πιέρια μι έδρα τ’ Σκουτέρνα. Ιδώ ζ ντ Βρουντού αρχηγός ήταν ο Ξάνθος (ψιβδώνυμου), λουχαγός μηχανικού. Κατιβαίνουμι κάτου 200 αντάρτις. Μι πυρουμαχικά, μι «λουκούμια». Κατιβαίνουμι ζ τζ γραμμές Γρίτσα. Έβαλάμι σι τέσσιρις μιριές «λουκούμια», δηναμίτ’ κάτ’ απ’ τζ γραμμές. Ένα ‘που ‘δώ, ένα ‘που ‘κεί...σι 4 σημεία δυναμίτις για να μη ντουμπάρ’ του τρένου. Να καταστραφεί η γραμμή κι να σταματήσ’ κι να πάρουμι τα λάδια. Είχαμι μαζέψ’ 200 ζώα απ’ τα χουριά (Λιτόχουρου, Μαλαθριά, Καρίτσα, Βροντού) κι έρχουνταν μι πολίτις μαζί για να τα κουβαλήσν.
            Ήταν Οκτώβρης, βροχιρός κιρός. Το τρένο θα πιρνούσι απού ‘κεί τζ δώδικα η ώρα. Ιμείς τσέντικα τα είχαμι ετοιμάσ’ όλα. Οι Γιρμανοί ήταν κάτ’ στου Σταθμό Λιτοχώρου. Ιμείς 10 άτουμα πήγαμι ζ τζ γραμμές. Οι άλλ’ πχιάνουν καραούλ’ ικεί δίπλα. Μέσα στα χαντάκια μι τα όπλα γιμάτα. Πχιάσαμι τα χαντάκια μι τα πουλυβόλα ικεί που είνι η μπαλαστέρα. Ικεί πάηναν τα βαγόνια κι φόρτουναν αμμουχάλικο, δίπλα ζ τζ γραμμές. Ικεί ήταν μαζιμέν’ όλ’, ζώα κι ανθρώπ’, ούτως ώστε, αν ρίξν αυτοί απ’ του τρένου, να μη σκουτουθούν τα ζώα κι μεις. Οι αντάρτις ήταν μαζιμέν’ πιο μπρουστά. Πήγαμι 10 άτουμα. Ιγώ ήμαν σύνδιζμους κουντά στουν Ξάνθου. Μι τς ιγγλέζ μαζί. Βάλαν οι 10 αυτά τα πράματα, φυτίλια κλπ, όλα έτοιμα. Είδαμι απού μακριά του τρένου να κατιβαίν’. Μόλις πάτσι του πρώτου, φουτιά. Ακαριαία. Μόλις πάτσι του δεύτιρου, «μπαμ», σκάσαν όλα μαζί. Κόπκι η γραμμή, σταμάτσι του τρένου. Οι οδηγοί ήξιραν ότι θα γέν’ αυτή η δλειά. Ήταν ειδουποιημέν’. Μόλις σταμάτσι του τρένου, κατέφκαν αυτοί. Ήρθαν σι μας, εγκατέλειψαν του τρένου κι μας λεν: «Μόνο 5 Γιρμανοί είνι μέσα». Άδειου μι 3 αξιουματικοί κι 3 πουλίτις. Απλοί φαντάρ’. Δυο μηχανουδηγοί κι 2-3 βοηθοί.
            Πάμι τρουχάδην ιμείς. Ανοίγουμι τα βαγόνια. Μας λεν οι μηχανικοί: «Προυσέξτι! Στου τάδι βαγόν’ είνι αξιουματικοί. Είνι λίγου χιτλιρικοί, δυναμικοί, δε φουβούντι».
            Ρίξαμι μια ριπή σ’ ένα βαγόν’. Τραυματίσκι ένας. Φουβήθκαν, σήκουσαν τα χέρια παν’. Μόνο ένας δεν έβγινι απού μέσα. Τράβξι του πιστόλ’ κι τραυμάτσι έναν δικό μας. Αυτός ήταν ταγματάρχης S.S. Πααίν’ οι θκοί μας του μπλακών στου ξύλου. Του ντραυματίζν κι του ντραβούν όξου. Του μπήραν, τουν δέσαν, του μπήραν του πιστόλ’. Αρχίσαμι να φουρτώνουμι λάδια. Είχαμι δουχεία. Γιμόσαμι τα δουχεία. Μέχρι τς πέντι η ώρα φουρτώναμι. Κι έφυβγαν συνέχεια τα ζώα.
            Είδαμι απού μακριά ένα τρένου. Ερχόνταν απού Γκατιρίν’. Ειδουποίησαν οι Γιρμανοί απού του Σταθμό Λιτοχώρου. Ικεί να δεις! Γέμσι η τόπους λάδια, πουρτουκάλια, λιμόνια, μανταρίνια. Να μη ντα φαν οι Γιρμανοί. Δε μπρόλαβάμι να τα πάρουμι ούλα. Κι έφυγάμι.
            Μιτά ρίχναν μι τα πουλυβόλα οι Γιρμανοί. Φουτουβουλίδις, αλλά ιμείς κρύφκαμι μέσ’ στα πουρνάρια. Τα ζώα είχαν φύγ’, ιμείς δώσαμι μάχ’ μια ώρα για να μη ρίχν οι Γιρμανοί κι σκουτώσν τα ζώα κι τς πουλίτις. Μόνο 3 άτουμα τραυματίσκαν απ’ τσι θκοί μας. Ελαφρά. Του βράδ’ πήγαμι ζ ντ Βρουντού ιμείς. Τα ζώα πήγαν για το αρχηγείο.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Τον Οκτώβριο του 1943 δώσαμε μία μάχη και σταματήσαμε το τρένο στο φυλάκιο «Γρίτσα» Λιτοχώρου. Μας ειδοποίησαν από τη Λάρισα -είχαμε τους ανθρώπους μας- μέσω της οργάνωσης. Μας ειδοποίησαν, πως έρχεται ένα τρένο φορτηγό από την Αθήνα. Το τρένο μετέφερνε λάδια, τα οποία οι Γερμανοί τα πήραν από την Κρήτη. Πολλά βαρέλια. Στρατός δεν υπήρχε στο φορτηγό. Μόνο μία φρουρά από καμιά δεκαριά άτομα. Τα λάδια είχαν προορισμό τη Γερμανία. Η δική μας θέση ήταν στη Βροντού. Μας ειδοποιούν από το Λιτόχωρο -σύνδεσμος ο Γκούβας (παρατσούκλι): «Αυτό κι αυτό· πήραμε εντολή από το σύνταγμα «Νικήτας» να κατεβείτε κάτω μαζί με δύο Εγγλέζους».
            Το σύνταγμα ανταρτών «Νικήτας» στρατοπέδευε στα Πιέρια με έδρα τη Σκοτέρνα (Ελατοχώρι). Εδώ στη Βροντού αρχηγός ήταν ο Ξάνθος (ψευδώνυμο), λοχαγός μηχανικού. Κατεβαίνουμε κάτω στον κάμπο 200 αντάρτες με πυρομαχικά και με υλικά για δυναμίτη. Πιάνουμε τις γραμμές της Γρίτσας. Βάλαμε σε 4 μεριές «λουκούμια», δυναμίτη κάτω από τις ράγες. Ένα απ’ εδώ, ένα απ’ εκεί...σε 4 σημεία. Σ’ ένα χιλιόμετρο βάλαμε σε 4 σημεία δυναμίτη, για να μη τουμπάρει το τρένο. Να καταστραφεί η γραμμή και να σταματήσει το τρένο. Σκοπός μας να πάρουμε τα λάδια. Είχαμε μαζέψει κάπου 200 ζώα από τα γύρω χωριά (Λιτόχωρο, Μαλαθριά, Καρίτσα, Βροντού). Τα συνόδευαν πολίτες, οι οποίοι θα φρόντιζαν στο κουβάλημα των λαδιών.
            Ήταν Οκτώβρης κι ο καιρός βροχερός. Το τρένο θα περνούσε απ’ εκεί κατά τις δώδεκα. Εμείς στις έντεκα ήμασταν έτοιμοι καθ’ όλα. Οι Γερμανοί βρισκόταν κάτω στο Σταθμό Λιτοχώρου. Δέκα άτομα από μας  πλησιάσαμε τις γραμμές. Οι υπόλοιποι πιάνουν καραούλι παραπέρα. Πέφτουν στα χαντάκια με γεμάτα τα όπλα. Με τα πολυβόλα μέσ’ στα χαντάκια, εκεί που σήμερα είναι η τοποθεσία «Μπαλαστέρα». Εκεί, που τα βαγόνια φόρτωναν αμμοχάλικο, πλάι στις γραμμές. Στο σημείο αυτό ήταν όλοι συγκεντρωμένοι, ζώα και άνθρωποι, ούτως ώστε, σε περίπτωση που οι Γερμανοί πυροβολήσουν από το τρένο, να μην έχουμε θύματα σε ζώα κι ανθρώπους. Οι αντάρτες φύλαγαν πιο μπροστά. Πλησιάσαμε 10 άτομα. Εμένα με είχε σύνδεσμο ο Ξάνθος. Κοντά ήταν και οι Εγγλέζοι. Οι 10 ετοιμάσανε τα φυτίλια κι όλα τα σχετικά. Για μια στιγμή βλέπουμε το τρένο να κατηφορίζει από μακριά. Μόλις πάτησε το πρώτο «λουκούμι», φωτιά στα γρήγορα. Μόλις πάτησε το δεύτερο, «μπαμ»! Σκάσανε όλα μαζί. Η γραμμή κόπηκε. Το τρένο σταμάτησε. Οι οδηγοί του τρένου γνώριζαν πως θα γίνει αυτό. Ήταν δασκαλεμένοι. Γι αυτό, μόλις το τρένο σταμάτησε, κατέβηκαν και μας πλησίασαν και μας λένε: -Μόνο 5 Γερμανοί είναι μέσα στο τρένο. Άδειο, με 3 αξιωματικούς και 2 πολίτες. Απλοί στρατιώτες. Δυο μηχανοδηγοί και 2-3 βοηθοί. Πάμε τροχάδην εμείς. Ανοίγουμε τα βαγόνια. Οι μηχανικοί μας λένε: «Προσέξτε! Στο τάδε βαγόνι είναι αξιωματικοί. Είναι λίγο χιτλερικοί. Δυναμικοί και δε φοβούνται».
            Ρίξαμε μία ριπή σ’ ένα βαγόνι. Τραυματίστηκε κάποιος. Οι άλλοι τρόμαξαν και σήκωσαν τα χέρια. Μόνο ένας δεν έβγαινε από το βαγόνι. Αυτός τράβηξε το πιστόλι και τραυμάτισε έναν δικό μας. Αυτός ήταν ταγματάρχης των S.S. Μπαίνουν στο βαγόνι οι δικοί μας, τον πλακώνουν στο ξύλο. Τον τραυματίζουν και τον σέρνουν έξω. Τον πιάσανε, τον δέσανε, του αφήρεσαν το πιστόλι. Αρχίσαμε να φορτώνουμε λάδια. Μαζί μας είχαμε δοχεία. Γεμίσαμε τα δοχεία. Ώς τις πέντε φορτώναμε. Τα ζώα, καθώς τα φορτώναμε, έφευγαν συνέχεια για τον προορισμό.
Εντωμεταξύ βλέπουμε να έρχεται από μακριά, από Κατερίνη, ένα τρένο. Φαίνεται, πως ειδοποίησαν οι Γερμανοί του Σταθμού Λιτοχώρου. Εκεί να δεις! Γέμισε ο τόπος λάδια, πορτοκάλια, λεμόνια, μανταρίνια. Τα σκορπίσαμε επίτηδες για να μην τα φάνε οι Γερμανοί. Δεν προλάβαμε να τα πάρουμε όλα. Και φύγαμε.
            Οι Γερμανοί, μετά, έριχναν με τα πολυβόλα. Έριχναν φωτοβολίδες, αλλά εμείς είχαμε κρυφτεί μέσα στα πουρνάρια. Τα ζώα απομακρύνθηκαν. Εμείς δώσαμε μάχη για μια ώρα, μόνο και μόνο να εμποδίσουμε τους Γερμανούς να ρίχνουν και σκοτώσουν τα ζώα και τους πολίτες. Από τους δικούς μας τραυματίστηκαν μόνο 3 άτομα. Κι αυτοί ελαφρά. Το βράδυ τραβήξαμε για τη Βροντού εμείς. Τα ζώα τα πήγαν στο αρχηγείο.
---------- 


Βασιλεία Οικονομίδου το γένος Ζαχοπούλου (από Λιτόχωρο). (1925-2007) συμπαραστάθηκε πιστά και γενναία στον άντρα της Κυριάκο.  Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο σπίτι τους στη Σκοτίνα λίγο πριν αποβιώσει. Φωτογραφία Κυριάκου: βλέπε ανάρτηση της ιστοσελίδας 27/11/13, θέμα; Η Γαλαρία Τεμπών το 1943.

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Κατοχή: Ιωάννης Δήμος-Νικολός




Οι Γερμανοί στη Σκοτίνα

      Ο Γιάννης Δήμος-Νικολός του Γεωργίου (στη Σκοτίνα τον ξέρουν με την επωνυμία «ι Γιάντζ τ’ Λιόλια τ’ Ντήμ’») μου «ενεχείρισε» τετράδιο με προσωπικές σημειώσεις του (εκφράζω εγκάρδια την ευγνωμοσύνη μου). Επί το πλείστον τα γραφόμενά του αναφέρονται στα χρόνια Κατοχής και Εμφυλίου. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην ποιμενική ζωή, τσοπάνης στα γίδια. Μετά τον πόλεμο κατατάχτηκε στη Χωροφυλακή (1954-79). Εκεί, εκτός από την υπηρεσιακή του ενασχόληση, δαπάνησε πολύ χρόνο σε γραμματική και εγκυκλοπαιδική μόρφωση. Εξάλλου από την μικρή ηλικία διακρίνονταν για το μεράκι στην ψαλτική τέχνη και οργάνωση. Συνήθιζε να τηρεί σημειώσεις για κάθε φάση της ζωής. Στο προσωπικό του τετράδιο, αναφερόμενος στην επιδρομή των Γερμανών, σημειώνει:                                                       

«Το 1941 το Πάσχα, 20 Απριλίου οι Γερμανοί έφτασαν στην Κάτω Σκοτίνα και από κει βγήκανε στην Άνω Σκοτίνα. Εμείς ήμασταν  στην επάνω Σκοτίνα. Ενθυμούμαι στο μέρος  που ήτο το
μαγαζί, στο υπόγειο. Εκεί είχαμε μια μαλτέζα γίδα και ένα κατσικάκι. Οι Γερμανοί ήταν πολύς στρατός.
Οι Γερμανοί, ξαπλώσανε στην αυλή κουρασμένοι μέσα στο μέρος που είχαμε το μαγαζί, είχαμε τη γίδα με το κατσίκι. Οι Γερμανοί χτύπησαν την πόρτα, την ανοίξανε και μπήκαν μέσα. Η γίδα με το κατσίκι βελάζανε, αλλά δεν τα πειράξανε οι Γερμανοί. Επειδή ήταν κουρασμένοι πολύ, κοιμηθήκανε. Άλλοι ήλθανε επάνω στην πόρτα και φωνάζανε, ανοίξανε. Φωνάζανε γερμανικά, μετά θυμώσανε και χτυπούσαν την πόρτα με τον υποκόπανο του ντουφεκιού τόσο πολύ δυνατά, που δεν ημπορέσανε να την ανοίξουν. Ενθυμούμαι πολύ καλά χτυπούσαν, φωνάζανε. Εμείς όλοι φοβισμένοι μέσα, Κατεβήκανε κάτω μετά, αφού δεν τους ανοίξαμε κοιμήθηκαν στην αυλή, όπου ήταν η κληματαριά. Τα όπλα τεταγμένα μπροστά τους. Φαίνεται ήταν πολύ κουρασμένοι. Εγώ άκουγα τα γίδια να βελάζουνε. Για μια στιγμή ανοίγω και κατεβαίνω κάτω, φωνάζω τα γίδια και πατούσα επάνω τους. Χωρίς να σκεφθώ ότι διέτρεχα κίνδυνο να τους πατώ  πηγαίνω προς το μπαχτσέ, στο κλήμα, στο ίσιωμα στην κερασιά 50 έως 70 μέτρα μακριά και κρύφτηκα σ' ένα φράχτη, ώσπου φύγανε οι Γερμανοί προς το Νεζερό, Πούρλια, Παντελεήμονα και εμείς κρυφτήκαμε στη Γούρνα Καλογριάς πολλές οικογένειες. Ήταν και η οικογένεια του Αποστόλου Γερομιχαλού του Αθανασίου, η Ουρανία του Μάνου, η ξαδέρφη μου. Τα αεροπλάνα βούιζαν και σφυροκοπούσαν βομβαρδίζοντας το Κάστρο και τα γύρω βουνά. Τρόμος και φόβος υπήρχε. Οι Γερμανοί ήταν πολλοί με μεταγωγικά προς την Γαργάνη, Φουνουμούνη, σ' ένα γκρεμό. Πήγαμε μετά από λίγες μέρες στον παλιό δρόμο που πηγαίνει στο Νεζερό. Πέσανε πολλά ζώα των Γερμανών ή τα γκρεμίσανε αυτοί λόγω που ήταν πολύ κουρασμένα και δεν ημπορούσαν να περπατήσουν. Τα παρατήσανε λόγω υπερκόπωσης.
Τον πατέρα μου στην Κάτω Σκοτίνα τον συνάντησαν στο μαγαζί. Είχαμε μαγαζί παντοπωλείο. Ένας μεγάλος Γερμανός υποστράτηγος έμεινε εκεί ένα βράδυ και τον έδωσε μια καραβάνα γερμανικιά, όπου η μακαρίτσα η μάνα μου, με την πείνα που άρχισε σε μας, μου έφερνε φαγητό έξω στις Κότρες, Καγκιόλια, Σταλαματιά και το έτρωγα όλο από την πείνα που είχα. Θέλω να υπενθυμίσω γι’ αυτό, πως η καραβάνα ήταν πολύ μεγάλη και έπαιρνε πολύ φαγητό.
      
----------

ΕΙΚΟΝΕΣ

              Εορταστική εκδήλωση του συλλόγου των απανταχού Σκοτινιωτών "Καλλίνικος" 
              σε κοσμική ταβέρνα Θεσσαλονίκης (δεκαετία 1980). Ο αείμνηστος Γιάννης 
              πάντα παρών. Διακρίνονται από αριστερά: Γιάννης Καλιαμπός, Γιάννης Νικολός 
              με τη σύζυγό του Μαρία, Ελένη Γερομιχαλού με τον σύζυγό της Γιώργο Οικονόμου, 
              Κατίνα Κουκουλιάρα-Γερομιχαλού.



                                                   Τα «Μαγγούρια» στο βάθος αριστερά.
                                      Μπροστά διακρίνεται η «Παναγία» τηςΆνω Σκοτίνας
  
     
 Το πλάτωμα «Κότρες» Η φωτογραφία παρμένη από τα «Μνημόρια». Μπροστά μας διακρίνονται: α) ρέμα «Μπαρτζόη», β) μπαΐρι-πλάτωμα στις Κότρες (κτήμα του μακαρίτη Μανόλη Δάμπλια), γ) στο βάθος αριστερά η κορυφή «Δουργιανή» και δ) δεξιά οι κορυφογραμμές του Ολύμπου.


Επεξήγηση τοπωνυμίων:

Γαργάν' (η), τοπων. και μεγάλος λάκκος ανάμεσα στη Σκοτίνα και Καλλιπεύκη. Από 'κεί και το νερό απ' ντ Γαργάν', που το φέρανε στο χωριό.
Γούρνα Καλογριάς (η), στην Άνω Σκοτίνα, κοντά στα Μαγκούρια. Υπάρχει ένας μεγάλος βράχος σαν "μπιστιριά" (σπηλιά). Πλησιάζει κανείς εκεί έχοντας οδηγό τον λάκκο του Κουμουρτζή και στη συνέχεια το λάκκο «ντ Γιαννιού». Κατά την παράδοση μια καλογριά "ξέφυγι απ' Μπαρθέν', παν κι ντ βρήκαν σι μια γούρνα" (κάποια καλογριά πέρασε από την Παρθένη και κρύφτηκε στη γούρνα αυτή).  Ήταν μετόχι με βακούφικα περιβόλια. Τώρα τα έχουν υλοτομήσει.
Καγκιόλια (τα), τοπων. προς τις Κότρες, επειδή ο δρόμος είναι καγκελοειδής.
Κότρες (οι), βλέπε ανάρτηση 22/9/13.
Κρεβάτια, τοπωνύμιο πέρα από τα Καγκιόλια, στο λάκκο, κάτω από το Μελίσι.
Μπαρτζόη (η), τοπων. βδ. της Κάτω Σκοτίνας, από το σπάρτζα=σπάρτα (ο τόπος έχει πολλά σπάρτα).
Μνημόργια (τα), τοπων. βδ. της Κάτω Σκοτίνας, ανεβαίνοντας από Βασίλα προς Χριστό.  Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι εκεί βρέθηκαν μνήματα (λατ. memorium). Υπήρχε συνοικισμός, οι κάτοικοι του οποίου ήρθαν στα μαχαίρια με τους κατοίκους του άλλου συνοικισμού "Αγ. Παρασκευή". Άλλη εκδοχή: τα μνήματα αυτά ήταν τα όρια των χωριών Κότρις και Αγ. Παρασκευή (μνήματα-όρια), αλ. λιμόρια=μνήματα (χρονικά Χαλκιδικής).
Παρθέν' (η), τοπων. στην Άνω Σκοτίνα πηγαίνοντας προς τον Τρανό τον Πλάτανο. Από την Παρθένο Μαρία, επειδή απ' εκεί περνάει η λιτάνευση της ιερής εικόνας της Παναγίας κατά το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, "καλουέρκου του μέρους" (Γιάννης Δήμος-Νικολός).
Σταλαματιά (η), βλέπε 10/9/14
Φουν(λ)ουμούν' (η), τοπων. Στην Άνω Σκοτίνα, "μόλις πιρνούμι ντ Γαργάν', είνι ξισφαϊσιά μιγάλ' κι στου μπάτου έβγινι νιρό" (Δημητρός Παπαγεωργίου) (μόλις περνάμε την τοποθεσία «Γαργάνη», συναντάς μια απότομη γυμνή πλαγιά, που στο κάτω μέρος υπάρχει πηγή νερού).